Του Διονύση Κ. Καραχάλιου
Μήπως όλα όσα η εξ αριστερών αντιπολίτευση (από το αδιόρθωτα σταλινικό ΚΚΕ μέχρι το, διαρκώς ελπίζον στην αναβάπτισή του με τα «νάματα» του Ανδρέα, ΠΑΣΟΚ) καταγγέλλει ως «δεξιά στροφή», «ακροδεξιά παρέκκλιση», «συντηρητική ατζέντα» και «επιστροφή στο παρελθόν», συνιστούν υπαρκτά προβλήματα που απασχολούν την κοινωνία; Προβλήματα τα οποία απαιτούν άμεσες και ουσιαστικές λύσεις, μακριά από τις συνήθεις ιδεοληψίες, τους μόνιμους ψευτοϊδεολογικούς αφορισμούς και την ανυποχώρητη ακράτεια της λαϊκιστικής επιχειρηματολογίας, που κυριαρχούν στον λόγο όλων όσοι αυτό-παινεύονται ως «προοδευτικοί» και «δημοκράτες», κάτοχοι της μοναδικής αλήθειας και συστηματικά αδυνατούντες να κατανοήσουν και να ερμηνεύσουν την σύγχρονη πραγματικότητα;
Η εξ αριστερών αντιπολίτευση, καθ’ όλη την διάρκεια των 50 χρόνων της Μεταπολίτευσης, έχει αποδείξει ότι, κατά κανόνα, η κριτική της, οι αντιδράσεις της και η εν γένει αρνητική στάση της δεν προσδιορίζονται από το περιεχόμενο των κυβερνητικών προτάσεων και τον συσχετισμό τους με την ύπαρξη των προβλημάτων, που επιδιώκουν να επιλύσουν. Η αντιπολιτευτική στάση της προκύπτει πρωτίστως από την ανάγκη απόρριψης των κυβερνητικών πρωτοβουλιών και την πρόθεση αποτροπής λύσεων, που «πλήττουν» την δική της διάθεση να μετατρέπει την διαιώνιση προβλημάτων και των κακώς κειμένων σε ακατάπαυστη πολεμική κατά των κυβερνώντων. Προκύπτει επίσης από την δαιμονοποίηση του αντιπάλου και την αντίστοιχη δική της προβολή ως ανεπίληπτης ηθικής δύναμης, επιφορτισμένης «νομοτελειακά» να επιβάλει στην κοινωνία την κληρονομιά των εμπνευστών του σοσιαλισμού και της ταξικής επανάστασης. Κατά βάση δε, αυτή η αντίληψη εκδηλώνεται στην πράξη ως μετωπική αντίθεση και αντιπαράθεση, στην οποία κυριαρχούν οι ιδεοληπτικές εμμονές, η διατήρηση των «κεκτημένων», υπό την έννοια της προστασίας συντεχνιακών συμφερόντων και προκλητικών προνομίων και η πλήρης συμπλεγματικών καταβολών και βιωμάτων ψυχοσύνθεση μας Αριστεράς, που εννοεί να πορεύεται χωρίς αίσθηση των σημερινής πραγματικότητας και με πλήρη άγνοια της αβελτηρίας των δικών της επιλογών.
Είναι γνωστό και η γνώση αυτή προκύπτει από την στάση της ίδιας της Αριστεράς, ότι της προκαλεί αλλεργία το άκουσμα και μόνον ζητημάτων όπως: η δημόσια ασφάλεια, η κοινωνική γαλήνη, η βελτίωση της αστυνόμευσης, η προστασία των συνόρων, η αποτροπή ή ο περιορισμός των μεταναστευτικών ροών, η αποκατάσταση της εύρυθμης λειτουργίας και της ευταξίας στα ΑΕΙ, η επιβολή αυστηρών ποινών σε βαρέα εγκλήματα, η εξάλειψη των καταλήψεων, η αποτροπή της κυκλοφοριακής ασφυξίας από παντός είδους κινητοποιήσεις, η απεργιακή ασυδοσία που παραλύει την στοιχειώδη λειτουργία του δημοσίου, η ανευθυνότητα και η αδιαφορία των δημοσίων υπαλλήλων, η προερχόμενη από τα αριστερά γκρουπούσκουλα πολυποίκιλη έκνομη δράση, η «γκετοποίηση» και η άρνηση αποδοχής της νομιμότητας από τους Ρομά και η αντιμετώπιση της βίας στους αθλητικούς χώρους.
Είναι προφανές ότι, σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, η εκδήλωση των αντίστοιχων φαινομένων, που επιβάλλουν τις κυβερνητικές πρωτοβουλίες και απαιτούν λύσεις, δεν πλήττουν επιλεκτικά τους πολίτες οι οποίοι επιζητούν την λήψη μέτρων και την επιβολή του νόμου. Δεν είναι δηλαδή μόνον οι «δεξιοί», οι «συντηρητικοί» και οι «φιλελεύθεροι» που επιθυμούν να αισθάνονται ασφαλείς στο σπίτι τους, να σπουδάζουν τα παιδιά τους ανεμπόδιστα και ουσιαστικά, να μην κινδυνεύουν από τις μολότοφ και τις οδομαχίες με την αστυνομία, να μην φοβούνται να περπατήσουν στα Εξάρχεια ή να μην τρέμουν τον λιθοβολισμό του αυτοκινήτου τους όταν περνούν από το Ζεφύρι και τον Ασπρόπυργο… Δεν είναι μόνον αυτοί οι πολίτες, οι οποίοι συνήθως χαρακτηρίζονται «αντιδραστικοί» έως «φασίστες» από την Αριστερά, που επιθυμούν ταχεία εξυπηρέτηση και αποτελεσματικότητα από τους δημοσίους υπαλλήλους, που δεν ανέχονται την αδυναμία κυκλοφορίας στο κέντρο της Αθήνας, όταν μερικές δεκάδες απεργοί διαλαλούν τα «δικαιώματά» τους και που θέλουν να πηγαίνουν στα γήπεδα με την οικογένειά τους, χωρίς να κινδυνεύουν από μαστουρωμένους οπαδούς και φανατισμένους ταραξίες… Και δεν είναι μόνον οι δακτυλοδεικτούμενοι από την Αριστερά ως δήθεν «οπισθοδρομικοί», αυτοί που προτιμούν τη νομιμότητα από την παρανομία, την γαλήνη από την βία και την δημοκρατία από την ουτοπία της «επανάστασης»… ΟΙ «κυρ-Παντελήδες», όπως περιφρονητικά αποκαλεί η Αριστερά αυτούς που θέλουν να είναι «νοικοκύρηδες» στο σπίτι τους, στην δουλειά τους, στην ψυχαγωγία τους και στην καθημερινότητά τους, είναι ασφαλώς πολύ περισσότεροι από όσους μετρούν η προπαγάνδα και οι αγράμματοι «φωστήρες» του διαδικτύου…
Όμως, αυτή την αναντίλεκτη πραγματικότητα, η Αριστερά την αρνείται. Και την αρνείται, όχι διότι έχει βάσιμους, ουσιώδεις λόγους, που δικαιολογούν την στάση της, αλλά για έναν και μόνον λόγο: Διότι η ίδια θεωρεί αξιωματικά ότι η ύπαρξη, η διαιώνιση και η μεγιστοποίηση αυτών των προβλημάτων ενισχύουν την δική της δυνατότητα να παρεμβαίνει στον δημόσιο διάλογο, εμφανιζόμενη ως μοναδικός υπερασπιστής και προστάτης όλων όσοι, υποκύπτοντας στην γοητεία της ακαταπόνητης προπαγάνδας και του αριστερόστροφου λαϊκισμού, αισθάνονται ότι αποκτούν κύρος, φωνή και «δικαιώματα», όταν εντάξουν τον εαυτό τους στον «λαό»! Όχι στον λαό, με την έννοια του συνόλου των πολιτών μιας χώρας, με δικαιώματα και υποχρεώσεις, υπό το κράτος του Συντάγματος και των νόμων της πολιτείας. Αλλά στον «λαό», που, στην παραμυθία την Αριστεράς, υποδηλώνει τον αδύναμο και απροστάτευτο άνθρωπο, ο οποίος «στενάζει» από την καταπίεση των «ισχυρών», την αδικία των «εχόντων», την εκμετάλλευση των «πλουσίων», την απληστία του «κεφαλαίου» και την ασυδοσία της «κρατικής καταστολής»…
Αυτός ο ανθρωπότυπος, γεννήθηκε στην σκέψη του Μαρξ και έχει κακογεράσει, μέσα σε διαρκείς επαναστατικές αναζητήσεις, ιδεολογικές απογοητεύσεις και ανεκπλήρωτες φαντασιώσεις. Πιστεύει ότι, για όλα τα δεινά του και τις αποτυχίες του, ουδέποτε έφταιξε η δική του ανικανότητα, η δική του αδυναμία και η δική του έλλειψη θάρρους, πείσματος και αποφασιστικότητας. Αποδίδει, χωρίς περίσκεψη και αιδώ, αποκλειστικά και μόνον στους άλλους, στο κράτος και στην «επάρατη Δεξιά», τις ευθύνες της «κακής μοίρας» του, της «μιζέριας» του και της «άπονης ζωής» του, χωρίς ποτέ να σκεφτεί μήπως η προσωπική του ανεπάρκεια και ανευθυνότητα βρίσκονται πίσω από τα προβλήματά του… Η Αριστερά προσφέρει σ’ αυτόν τον «λαό» την ασφαλή βάση, ώστε να εναποθέτει την σωτηρία του στους αγώνες της και να πιστεύει στην ηθική της τελειότητα, στην ειλικρίνεια των προθέσεών της και στην ανωτερότητα των στελεχών της. Και τούτο συμβαίνει όχι διότι όλα αυτά αποδεικνύονται στην πράξη, αλλά απλά και μόνον διότι παραμένουν το διαρκώς επαναλαμβανόμενο και εύπεπτο κήρυγμα, που «χαϊδεύει» τα αυτιά και καταπραΰνει την ψυχή όλων όσοι ικανοποιούνται με την απαλλαγή του εαυτού τους από αμφιβολίες και ενοχές και ασπάζονται, χωρίς αναστολές και επιφυλάξεις, το δριμύ κατηγορητήριο εναντίον εκείνων που στοχοποιεί ο καταγγελτικός και αφοριστικός λόγος της Αριστεράς…
Μην έχοντας την δυνατότητα να αναμετρηθεί, σε επίπεδο ουσιαστικής και πειστικής επιχειρηματολογίας, με τις μεταρρυθμίσεις, τις αλλαγές, την εξάλειψη των κακώς κειμένων και την αντιμετώπιση παθογενειών, η Αριστερά υποστηρίζει με πάθος την στασιμότητα και την ακινησία, με το πρόσχημα της προστασίας των περιλάλητων «κεκτημένων». Στην πραγματικότητα, «κεκτημένα» είναι όλα όσα υπηρετούν τις ιδεολογικές εμμονές της Αριστεράς, την ανατρεπτική στάση της έναντι των αξιών και των αρχών του δυτικού πολιτισμού και την αμετακίνητη πρόθεσή της να επιβάλει τον δικό της αξιακό κώδικα στην συνείδηση της κοινωνίας.
Η πεποίθηση ότι έχει επιβάλει την ιδεολογική της κυριαρχία, ότι έχει με το μέρος της την θορυβούσα διανόηση, την τέχνη και τον μύθο του Πολυτεχνείου δεσπόζοντα των πανεπιστημιακών αμφιθεάτρων και ότι η αναθεώρηση της ιστορίας μετέτρεψε τους νικητές σε ενοχικούς απολογούμενους για την νίκη τους και τους ηττημένους σε ηθικά δικαιωμένους θριαμβευτές, η Αριστερά διαιωνίζει τον αυτόκλητο ρόλο της ως κατόχου της μοναδικής αλήθειας. Αυτής της αλήθειας, που της επιτρέπει να καταλογίζει στην «Δεξιά» κάθε τι το οποίο η ίδια, αυταρχικά και ανερυθρίαστα, κρίνει ότι την ενοχλεί και απειλεί τον φαντασιακό κόσμο των επιδιώξεων και των προσδοκιών της.
Με αυτή την «λογική», την οποία αντιμετωπίζουν με αδικαιολόγητη αδράνεια, αδιαφορία ή συγκατάβαση οι ιδεολογικοί της αντίπαλοι, η Αριστερά θεωρεί ως «δεξιά πολιτική» π.χ. την υποχρέωση της αστυνομίας να προστατεύει τους πολίτες από την εγκληματικότητα και την παρανομία, την πρόνοια της πολιτείας να διαφυλάξει τα σύνορά της και να διασφαλίσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα, την ανάγκη να αποκατασταθεί η δημοκρατική λειτουργία των ΑΕΙ με την εξάλειψη της βίας και της ανομίας από τους χώρους τους ή την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας και της συνδικαλιστικής ασυδοσίας. Έχοντας, καθ’ όλη την διάρκεια της Μεταπολίτευσης, επίμονα και μεθοδικά, απαξιώσει τον φιλελεύθερο-συντηρητικό χώρο, ως στερούμενο δημοκρατικότητας και προοδευτικότητας και έχοντας ταυτίσει τον «δεξιό» με τον «φασίστα», τον «αντιδραστικό» και τον «δωσίλογο», η Αριστερά χαρακτηρίζει ως «δεξιά» ή και «ακροδεξιά» πολιτική την οποιαδήποτε σκέψη ή πρωτοβουλία μπορεί να διαταράξει τον δικό της δογματισμό, την δική της «κατεστημένη» τάξη πραγμάτων, τον δικό της ορίζοντα, μέσα στον οποίο οραματίζεται την δική της μελλοντική επιβολή και εξουσία.
Αυτή την παράνοια, η οποία ταιριάζει μόνον σε ολοκληρωτικά καθεστώτα και θυμίζει τον αλήστου μνήμης κόσμου του «υπαρκτού σοσιαλισμού» οφείλει να αντιμετωπίσει και να εξαλείψει από την συνείδησή του κάθε πολίτης που σέβεται στοιχειωδώς τον εαυτό του και δεν ανέχεται την υποταγή της σκέψης του στον σκοταδισμό μιας Αριστεράς, που, αμετανόητη για το παρελθόν της και προσκολλημένη σε σκουριασμένα και αποτυχημένα δόγματα, εξακολουθεί να πιστεύει, αυτάρεσκα, ότι αποτελεί όραμα και ελπίδα για το αύριο.-