Ενδιαφέρουσα πρόταση του Συμεών Ρωμύλου, πολύπειρου στελέχους οικονομικής διοίκησης, με πολυεθνική εμπειρία
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Διάβασα το βιβλίο THE WARREN BUFFETT PARADOX AND ITS SOLUTION, προβληματίστηκα, ζήτησα διευκρινήσεις από τον συγγραφέα Συμεών Ρωμύλο, και ιδού τί κατάλαβα.
Η συζήτηση σχετικά με την ανάγκη ακριβοδίκαιης φορολόγησης των πλουσίων, ειδικότερα στις ΗΠΑ, συνεχίζεται εδώ και πολύ καιρό,.
Σκεφτείτε τα εξής:
– Το 2007, ο δισεκατομμυριούχος Γουόρεν Μπάφετ, σε μία συνέντευξη για την φοροαποφυγή των πλουσίων, έκανε την έκτοτε πασίγνωστη δήλωση ότι φορολογείται με χαμηλότερο συντελεστή από τη γραμματέα του.
– Το 2011, ο πρόεδρος Ομπάμα πρότεινε ένα φορολογικό σχέδιο που περιλάμβανε μέτρα που είχε προτείνει ο Warren Buffet, έκτοτε γνωστά ως «κανόνας Buffett».
– Το 2015 ο νομπελίστας Joseph E. Stiglitz, στην μελέτη του «Ξαναγράφοντας τους κανόνες της Αμερικανικής οικονομίας» αναφέρθηκε στην περίπτωση Buffett και πρότεινε «οι ΗΠΑ θα πρέπει να δημιουργήσουν ένα καθεστώς «τεκμαιρόμενης πραγματοποίησης» (constructive realization), σύμφωνα με το οποίο τα κεφαλαιακά κέρδη θα φορολογούνται καθώς συσσωρεύονται» (as they are accrued).
– Κατά τη διάρκεια της ομιλίας του για την κατάσταση της Ένωσης στις 7 Φεβρουαρίου 2023, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζόζεφ Μπάιντεν, δήλωσε: «Το φορολογικό σύστημα δεν είναι δίκαιο, δεν είναι δίκαιο. Αυτό θα το αλλάξουμε»
Δυστυχώς, παρ’ όλα αυτά, η λύση του προβλήματος συνεχίζει να αναζητείται. Σκεφτείτε τα εξής:
– Τον Ιανουάριο του 2024, 250 από τα πλουσιότερα άτομα του πλανήτη έστειλαν μία επιστολή στους ηγέτες του κόσμου στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, ζητώντας να φορολογηθούν.
– Μόλις στις 31 Οκτωβρίου 2024 «Οι Πατριώτες Εκατομμυριούχοι» έγραψαν στην ιστοσελίδα τους: «Αν λοιπόν κάνουμε μια παύση σήμερα, τι βλέπουμε; Δυστυχώς, το ίδιο πράγμα που βλέπουμε εδώ και χρόνια: την αυξανόμενη ανισότητα του πλούτου που τροφοδοτεί την άνοδο του δεξιού αυταρχισμού. Η Αμερική είναι σταθερά μέρος μιας διεθνούς τάσης υπερσυντηρητικών κομμάτων και υποψηφίων που κερδίζουν έδαφος στα τοπικά και εθνικά νομοθετικά σώματα, καθώς οι ψηφοφόροι αισθάνονται όλο και περισσότερο παγιδευμένοι σε ένα οικονομικό σύστημα που είναι στημένο εναντίον τους. Οι δισεκατομμυριούχοι και οι πλουτοκράτες δεν αποκτούν απλώς περισσότερη πολιτική και οικονομική δύναμη, αλλά συντονίζονται ανοιχτά μεταξύ τους για να εδραιώσουν τον έλεγχό τους στα μέσα ενημέρωσης και στους κυβερνητικούς θεσμούς».
Τα παραπάνω και οι συνεχιζόμενες συζητήσεις αποδεικνύουν ότι οι λύσεις που προτείνονται δεν έχουν μπορέσει να επιλύσουν το πραγματικό πρόβλημα.
Ένα από τα αποφθέγματα του Άλμπερτ Αϊνστάιν είναι: «Αν μου δινόταν μία ώρα για να σώσω τον πλανήτη, θα αφιέρωνα 59 λεπτά στον καθορισμό του προβλήματος και ένα λεπτό στην επίλυσή του.» Όπως προκύπτει από όσα αναφέρονται στο βιβλίο, αυτό ακριβώς είναι που δεν έχουν κάνει όσοι προτείνουν λύσεις.
Το πραγματικό πρόβλημα προκαλείται από διάφορες επικρατούσες παρανοήσεις και εσφαλμένες αντιλήψεις, μία από τις οποίες είναι να εκλαμβάνονται οι πηγές εισοδήματος -που είναι πολλές- ως είδη ή μορφές φορολογητέων εισοδημάτων -που είναι μόνο τρεις:
Πρώτη μορφή: το εισόδημα είναι μέρος νέας (προστιθέμενης) αξίας που παράγεται σε μια παραγωγική διαδικασία. Δεύτερη μορφή: το εισόδημα προέρχεται από αναδιανομή, δηλαδή, ό,τι κερδίζει ένα άτομο, το στερείται ένα άλλο. Τρίτη μορφή: το εισόδημα προέρχεται από υπεραξία, δηλαδή αύξηση της αξίας ενός περιουσιακού στοιχείου χωρίς καμία δαπάνη από τον ιδιοκτήτη του.
Η εξειδίκευση και ο καταμερισμός της εργασίας, καθώς και η πολυπλοκότητα των μεθόδων, των θεσμών, των βοηθημάτων κ.λπ. που εμπλέκονται στις σύγχρονες παραγωγικές διαδικασίες (πρωτογενείς, δευτερογενείς ή ακόμη και τριτογενείς), καθιστούν συχνά δυσδιάκριτο ποιος συνεισφέρει τι. Ωστόσο, ο προσδιορισμός είναι εύκολος: Κάθε εισόδημα που αποτελεί ανταμοιβή για κάποια συνεισφορά, δηλαδή για οτιδήποτε κάνει κάποιος, για το οποίο άλλοι είναι πρόθυμοι να πληρώσουν, είναι εισόδημα της πρώτης μορφής. Αυτό που έκανε έχει αξία, και συνεπώς όλα αυτά τα εισοδήματα της πρώτης μορφής θα έπρεπε να φορολογούνται με τον ίδιο τρόπο.
Μια δεύτερη παρανόηση είναι ότι μόνο οι «πιο μισητοί» έμμεσοι φόροι επιβαρύνουν περισσότερο την κατώτερη τάξη, επειδή μετακυλίονται στις τιμές πώλησης και συνεπώς τούς επωμίζονται οι καταναλωτές. Ωστόσο, το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τους σημαντικότερους από τους άμεσους φόρους στα εισοδήματα της πρώτης μορφής, που είναι τα εταιρικά κέρδη και οι αμοιβές των εργαζομένων.
Όταν οι εργαζόμενοι, όλα τα άτομα, κάνουν ή σχεδιάζουν να κάνουν κάτι που εξαρτάται από το εισόδημά τους, το κάνουν με βάση το εισόδημά τους μετά από φόρους. Γνωρίζουν ότι θα φορολογηθούν, αν και δεν γνωρίζουν το ακριβές ποσό πριν από το τέλος του φορολογικού έτους.
Παρομοίως, οι επιχειρήσεις (δηλαδή τα φυσικά πρόσωπα, οι μάνατζερς που χαράζουν στρατηγική και αποφασίζουν αναλόγως) λειτουργούν γνωρίζοντας ότι τα κέρδη φορολογούνται, και κατά συνέπεια, το επιδιωκόμενο κέρδος είναι πάντοτε μετά από φόρους.
Πέρα από την εγγενή λογική αυτού του συμπεράσματος, αυτό τεκμηριώνεται και από συγκεκριμένες πρακτικές στις επιχειρήσεις:
Όταν αξιολογείται μια πιθανή επένδυση, με οποιοδήποτε κριτήριο απόδοσης (DCF, περίοδος αποπληρωμής κλπ.), το προσδοκώμενο κέρδος είναι πάντοτε κέρδος μετά από φόρους. Εάν, με αυτό το κέρδος μετά από φόρους, η αναμενόμενη απόδοση υπολείπεται των προσδοκιών, η επένδυση απλώς δεν υλοποιείται.
Η λογική αυτή ακολουθείται και στη χρήση όλων των δεικτών απόδοσης κερδοφορίας, όπως η απόδοση του ενεργητικού (ROA), η απόδοση των ιδίων κεφαλαίων (ROE), τα κέρδη ανά μετοχή (EPS) κ.α. Σε όλους αυτούς τους δείκτες, το κέρδος είναι πάντοτε κέρδος μετά από φόρους.
Ίσως η απόλυτη απόδειξη των πιο πάνω είναι η λεγόμενη «μόχλευση». Φανταστείτε ότι ένας δισεκατομμυριούχος ιδρύει μια εταιρεία με μετοχικό κεφάλαιο ένα δολάριο και δανείζεται τα απαιτούμενα κεφάλαια ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων. Εάν εγγυηθεί προσωπικά για το δάνειο, οι τράπεζες θα είναι περισσότερο από πρόθυμες να δανείσουν αυτό το ποσό στην εταιρεία. Σύμφωνα με τους απανταχού φορολογικούς νόμους, οι τόκοι του δανείου αναγνωρίζονται ως κόστος!
Μετά τα παραπάνω (τα 59 λεπτά του Αϊνστάιν!), μπορεί τώρα να οριστεί το πρόβλημα: Οι μέτοχοι δεν πληρώνουν φόρο εισοδήματος, (εκτός από τον φόρο μερισμάτων) καθώς ο φόρος επί των εταιρικών κερδών αντιμετωπίζεται ως κόστος, συμπεριλαμβάνεται στις τιμές πώλησης των παραγόμενων, και έτσι τον επωμίζονται οι καταναλωτές, ακριβώς όπως επωμίζονται τους έμμεσους φόρους!
Όπως είδαμε, αυτό ισχύει και για τους εργαζόμενους -οι νόμοι της οικονομίας δεν κάνουν τέτοιες διακρίσεις. Ωστόσο, οι κανόνες του καπιταλισμού κάνουν! Οι εργαζόμενοι δεν έχουν την ισχύ να μετακυλίουν τον επιβαλλόμενο φόρο στους μισθούς τους, δηλαδή στις «τιμές πώλησης» του προϊόντος τους!
Προς επιβεβαίωση του… Αϊνστάιν, η λύση του προβλήματος γίνεται αμέσως προφανής: Θα πρέπει να φορολογούνται οι μέτοχοι, οι ιδιοκτήτες των εταιρικών κερδών, αντί για τις εταιρείες. Έτσι, το σύστημα γίνεται πιο ακριβοδίκαιο και επειδή οι μικρομέτοχοι θα φορολογούνται με χαμηλότερους συντελεστές.
Αυτή η λύση επιβάλλεται και από το γεγονός ότι, όταν οι μέτοχοι πωλούν μια μετοχή, μεταβιβάζουν την κυριότητα αξίας που με κάποιο τρόπο κατέληξε να τους «ανήκει», παρόλο που, διαδικαστικά, δεν την έχουν «αποκτήσει» ποτέ, (γεγονός που, νομικά, εμποδίζει την φορολόγησή τους).
Η φορολόγηση των μετόχων αντί των εταιρειών είναι τόσο νομικά δυνατή όσο και διαδικαστικά εύκολη, όπως εξηγείται αναλυτικά στο βιβλίο: Οι μετοχές έχουν αποϋλοποιηθεί έχουν γίνει ηλεκτρονικές καταχωρήσεις σε υπολογιστές. Έτσι τα κέρδη μπορούν να «διανέμονται» στους μετόχους, όχι με μετρητά αλλά με πρόσθετες «μετοχές». Δηλαδή τα μετοχολόγια θα τηρούνται όπως οι τραπεζικοί λογαριασμοί.
Τέλος, επειδή το μέτρο δεν επηρεάζει την λειτουργία των εταιρειών, το μόνο που απαιτείται είναι πολιτική βούληση για να υιοθετηθεί, και στην συνέχεια, κοινωνική πίεση για μείωση των -στο εξής- μη φορολογούμενων κερδών.