Του Γιώργου Παπανικολάου
Παρότι στηρίζεται κυρίως σε εμπειρίες από παρελθούσες καταστάσεις, επιβεβαιώνεται από σειρά δημοσκοπικών στοιχείων, που δείχνουν ότι τα Τέμπη είναι η κορυφή του παγόβουνου στη σχέση της κυβέρνησης με την κοινωνία. Πρόκειται για μεγάλη αντιδιαστολή μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης θητείας του πρωθυπουργού, που έχει όμως την εξήγησή της.
Το γεγονός που σημάδεψε την πρώτη θητεία του Κυριάκου Μητσοτάκη ήταν η πανδημία. Η επιτυχής αντιμετώπιση των πρώτων σταδίων της κάλυψε τις αποτυχίες που σημειώθηκαν στη συνέχεια, ενώ η τεχνολογική επικάλυψη μέρους του κρατικού μηχανισμού και το success story των εμβολιαστικών κέντρων, σε συνδυασμό με την άπλετη επιδοματική στήριξη της κοινωνίας, μετέφεραν μια εικόνα πρωτόγνωρης αποτελεσματικότητας.
Αυτή η εικόνα ήταν αρκετή για να του δώσει 41% στις εκλογές του 2023, καθώς μεσολάβησε και το σοκαριστικό γεγονός του πολέμου στην Ουκρανία, παρά τα αγκάθια των υποκλοπών και της τραγωδίας των Τεμπών ή τον πληθωρισμό που εκτινάχτηκε.
Έκτοτε, παρά τη συνεχιζόμενη άνοδο των οικονομικών δεικτών, άρχισε «η φακή να τρώει το λάδι». Επέλασαν η σωρευτική ακρίβεια που κατατρώει τα εισοδήματα και τις αποταμιεύσεις των περισσότερων τάξεων, αλλά και η ραγδαία όξυνση του στεγαστικού προβλήματος, που μεγεθύνει τις πιέσεις. Καθώς αυτά τα φαινόμενα έγιναν ενδημικά, η κοινή γνώμη σταμάτησε να αποδέχεται τις αιτιολογίες περί εξωτερικών παραγόντων.
Μαζί όμως παγιώθηκαν και τρεις ακόμη αντιλήψεις:
Πρώτον, ότι πίσω από την κουρτίνα της «ψηφιοποίησης», με όλα τα καλά της, υπάρχει ένα κράτος που όχι απλώς παραμένει ανοργάνωτο, αναποτελεσματικό και κακοσυντηρημένο, αλλά είναι συχνά επικίνδυνο ή ανύπαρκτο για την ασφάλεια του πολίτη. Μια αντίληψη που τσαλάκωσε το εκσυγχρονιστικό αφήγημα της κυβέρνησης, μαζί και το περίφημο «επιτελικό κράτος».
Δεύτερον, ότι η κυβέρνηση παίζει με τη λειτουργία των θεσμών, κάτι για το οποίο κατηγορούσε την προκάτοχό της. Το πρώτο πλήγμα ήταν η υπόθεση των υποκλοπών. Η κυβέρνηση το υποτίμησε θεωρώντας (ορθά όπως αποδείχτηκε) ότι δεν θα επηρεάσει άμεσα την ψήφο. Επηρέασε όμως τις αντιλήψεις, στρώνοντας το χαλί για το σύνθημα της «συγκάλυψης» στην υπόθεση των Τεμπών.
Τρίτον, η αντίληψη σε ένα μέρος του προνομιούχου κοινού της ΝΔ, ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη αποστασιοποιείται από τις παραδοσιακές αξίες της Δεξιάς, είτε πρόκειται για «ταυτοτικά» ζητήματα είτε για «πατριωτικά». Αυτή η εξέλιξη διέρρηξε την εσωκομματική συσπείρωση της ΝΔ πίσω από τον πρωθυπουργό, επιτρέποντας να έρθουν στην επιφάνεια φιλοδοξίες αμφισβήτησης αλλά και διαδοχής. Τα παραπάνω αποδεικνύονται από διάφορες δημοσκοπήσεις, ιδιαίτερο ενδιαφέρον όμως έχουν τα πρόσφατα ευρήματα της Metron Analysis, που ρώτησε την κοινή γνώμη «πότε είχατε μεγαλύτερη οικονομική άνεση, το 2019 (το τελευταίο δηλαδή έτος της πρωθυπουργίας Αλέξη Τσίπρα) ή σήμερα;».
Υστερα από σχεδόν έξι χρόνια διακυβέρνησης ΝΔ, στο σύνολο του δείγματος, το 52% απάντησε το 2019 και μόλις το 27% έδωσε την απάντηση «σήμερα». Στις αριθμητικά μεγαλύτερες οικονομικές τάξεις, τα αποτελέσματα είναι συντριπτικά υπέρ του 2019 (αγρότες, εργάτες, μικρομεσαίοι), παραμένουν όμως δυσμενή για την κυβέρνηση ακόμη και σε προνομιακά κοινά της όπως η μεσαία τάξη (49% έναντι 31%) και εκείνοι που αυτοχαρακτηρίζονται ως δεξιοί (46% έναντι 34%).
Σε συνδυασμό και με άλλα ευρήματα (μόλις 24% των πολιτών θεωρεί ότι η χώρα κινείται σε σωστή κατεύθυνση, ενώ το ίδιο ποσοστό έχει θετική εικόνα για το κυβερνητικό έργο), που παρουσιάζουν σχετικά μικρές αυξομειώσεις εδώ και μήνες, τα παραπάνω δείχνουν ότι η τραγωδία των Τεμπών φαίνεται να έχει ευρύτερη, συμβολική, διάσταση για την κοινή γνώμη.
Τα Τέμπη λειτουργούν ως κανάλι διοχέτευσης μιας ευρείας συσσωρευμένης δυσαρέσκειας, ως συναισθηματικό έναυσμα αντίδρασης ενός πλήθους που δύσκολα πλέον «σηκώνεται από τον καναπέ», παρότι τα προβλήματά του οξύνονται.
Μιας αντίδρασης, όμως, που συμπαρασύρει και τους λοιπούς εκπροσώπους του «κατεστημένου», όπως το ΠΑΣΟΚ, καθώς συμπυκνώνει τα συλλογικά παράπονα για όλες τις δυσάρεστες όψεις του μεταπολεμικού νεοελληνικού κράτους και των κυβερνήσεών του. Σε άλλες χρονικές περιόδους, τα ποσοστά της κυβέρνησης θα έκαναν την αξιωματική αντιπολίτευση να προβάρει ήδη υπουργικά κοστούμια και να ζητά επίμονα πρόωρες εκλογές. Όχι τώρα.
Από την άλλη, το γεγονός ότι σήμερα δεν υπάρχει πραγματική αξιωματική αντιπολίτευση, παρά μόνον τυπική, ότι δεν ανεβαίνουν τα ποσοστά των βασικών αντιπάλων, φαίνεται να δημιουργεί στην κυβέρνηση μια ψευδαίσθηση ασφάλειας, ακριβώς την ώρα που εκδηλώνεται σοβαρή κρίση εμπιστοσύνης προς το πολιτικό σύστημα και τους θεσμούς.
Επικεντρώνεται αποκλειστικά στην υπόθεση των Τεμπών, προσπαθώντας να ξεπεράσει τον σκόπελο, χωρίς να βλέπει τη γενικότερη δυσμενή εικόνα, χωρίς να κινείται πάση δυνάμει για να την αντιμετωπίσει με μέτρα και έργα, ξεκινώντας από την υπόθεση Τέμπη, αντί απλώς να εναλλάσσει το απολογητικό ύφος, με επιθετική ρητορική.
Πριν από 11 μήνες, είχαμε γράψει ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη πλησιάζει το σημείο χωρίς επιστροφή. Τώρα έχει έρθει τόσο κοντά της, που μοιάζει να μην το βλέπει.
Κυβερνά πλέον έχοντας πίσω της μόλις το 1/4 της κοινωνίας και ταυτόχρονα απαξιώνει όλο το υπόλοιπο πολιτικό φάσμα, διακηρύττοντας πως μόνο εκείνη έχει τις λύσεις. Αν δεν συνέλθει, το καλύτερο για εκείνη σενάριο (αλλά όχι το μόνο) είναι να παραμείνει στην εξουσία, ως διεκπεραιωτής, εν αναμονή της προεκλογικής περιόδου, όταν ίσως θα παίξει τα ρέστα της σε παροχές. Στο μεταξύ βέβαια οι «αντισυστημικές δυνάμεις» θα συνεχίσουν να φουντώνουν, καθώς υποδαυλίζονται (και) από την αυτάρεσκη ρητορική της.
Κι αυτό ίσως αποβεί πολύ επικίνδυνο όχι μόνο για την ίδια αλλά και για το υπάρχον πολιτικό σύστημα. Μια ματιά σε όσα συμβαίνουν στο εξωτερικό είναι αρκετή για να πείσει και τους πιο δύσπιστους. Εκτός ίσως εκείνους που αρνούνται πλέον κάθε επαφή με την πραγματικότητα και την κοινή γνώμη, μια «μόδα» που τελευταία έχει μεγάλη πέραση ανά την Ευρώπη.
Η μεταστροφή της δεύτερης θητείας και το γκάλοπ-φωτιά
Ο συμβολισμός των Τεμπών και η μόδα των ψευδαισθήσεων