Του Κώστα Αλεξόπουλου
Πώς οι ίδιοι οι πολιτικοί καταστρέφουν την πολιτική…
Η πολιτική διανύει περίοδο βαθιάς κρίσης. Η υπονόμευση των θεσμών, η τοξική ρητορική και η εργαλειοποίηση της λαϊκής δυσαρέσκειας διαβρώνουν τη δημοκρατία απομακρύνοντας τους πολίτες. Εναπόκειται στους πολιτικούς, αλλά και στους πολίτες, να απαιτήσουν έναν διαφορετικό τρόπο άσκησης πολιτικής. Αν δεν αλλάξει η νοοτροπία, αν δεν ενισχυθούν οι θεσμοί και αν δεν αποκατασταθεί η αξιοπιστία, τότε η Δημοκρατία θα συνεχίσει να υποχωρεί. Η επιλογή είναι δική μας.
Σε έναν κόσμο που μεταβάλλεται ραγδαία, οι δημοκρατικές αξίες έχουν βρεθεί σταδιακά αντιμέτωπες με μια διαρκώς αυξανόμενη κρίση εμπιστοσύνης εκ μέρους των πολιτών. Βασικοί υπεύθυνοι σε αυτό; Οι πολιτικοί, που στον βωμό των συμφερόντων τους παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην υπονόμευση των θεμελιωδών αξιών της δημοκρατίας, θυσιάζοντας έτσι την ίδια τη Πολιτική… Όταν, σε διάρκεια χρόνου, καλλιεργείς με διχαστικές συμπεριφορές ένα κλίμα ακραίων και συχνά ψευδών κατηγοριών εναντίον των πολιτικών «αντιπάλων», επιρρίπτοντάς τους κάθε είδους διαφθορά και εγκλήματα, επιδιώκοντας να ενισχύσεις την επιρροή σου, ποιο λογικά μπορεί να είναι το αναμενόμενο αποτέλεσμα…; Σπέρνουν ανέμους και θερίζουν θύελλες!
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι στη συνείδηση των πολιτών «πολιτικοί και πολιτική» έχουν καταστεί συνώνυμο με το ψέμα. Αυτές οι πρακτικές όχι μόνο αποσταθεροποιούν, αλλά, φθάνουν να γκρεμίζουν τους Δημοκρατικούς Θεσμούς, αφήνοντας ανυπεράσπιστες τις Δημοκρατίες μας. Μπορεί να καταφέρεις ρίξεις μια κυβέρνηση, για να καταλάβεις την θέση της, όμως, στο τέλος, δεν είναι παρά ένα «μπούμερανγκ» που επιστρέφει και κτυπά όχι μόνο εσένα αλλά και την κοινωνία που εξήγειρες για να το εκτοξεύσει…
Η πρακτική αυτή που εντείνει τις πολιτικές διαμάχες, σπέρνοντας ουσιαστικά τη βαρβαρότητα μεταξύ των ανθρώπων, εντέλει οδηγεί σε βαθιά καχυποψία των πολιτών που καταλήγουν, από τη μια μεριά, να μην εμπιστεύονται τους πολιτικούς και την πολιτική, και, από την άλλη να εχθρεύονται ο ένας τον άλλον. Ουσιαστικά, ο τρόπος αυτός, εκκολάπτει τον «πόλεμο»…
Διεθνώς, πλέον, όπως και στην Ελλάδα, γίνεται αισθητό όλο και πιο έντονα αυτό το φαινόμενο, όπου ο δημόσιος διάλογος μετατρέπεται σε ένα πεδίο συνεχούς «κατηγορώ» και διχασμού, απομακρύνοντας ολοένα και περισσότερο την ουσία του πολιτικού διαλόγου και, κατ’ επέκταση, της δημοκρατικής συμμετοχής.
Η επικίνδυνη ρητορική
Η τοξική ρητορική αποτελεί ένα από τα πιο ισχυρά, αλλά και καταστροφικά μέσα στην «πολιτική». Όταν ο λόγος μετατρέπεται σε «επιθετικό όπλο», δεν περιορίζεται μόνο στην κατάληψη της εξουσίας – γίνεται καταλύτης φόβου και διχασμών. Η χρήση ακραίων, υπερβολικών και παραποιημένων κατηγοριών εναντίον των «άλλων» όχι μόνο υπονομεύει τον δημόσιο διάλογο, αλλά δημιουργεί και ένα κλίμα έντασης που μπορεί να οδηγήσει σε πολιτική βία. Η απομάκρυνση της πολιτικής από την ουσία και η διολίσθησή της σε προσωπικές προσβολές και λασπολογία απομακρύνουν τον διάλογο από τα πραγματικά ζητήματα και μετατρέπουν την πολιτική σε μια διαρκή αρένα εχθροπραξιών.
Φαίνεται σαν κάποιοι «πολιτικοί» να εφαρμόζουν κατά γράμμα -χωρίς ούτε καν να τον ξέρουν- αυτά που περιέγραφε στη σαρκαστική πραγματεία του, “The Art of Being Right” ο Άρθουρ Σοπενχάουερ: Όταν αντιλαμβάνεσαι ότι ο αντίπαλός σου υπερτερεί και κινδυνεύεις να εξευτελιστείς, τότε δίνεις στην κουβέντα προσωπική και προσβλητική τροπή. Προσωπική τροπή σημαίνει ότι ξεφεύγεις από το αντικείμενο της διαφωνίας (αφού έτσι κι αλλιώς το έχεις χάσει) και βρίσκεις έναν τρόπο να θίξεις τον αντίπαλό σου προσωπικά! Αυτό σημαίνει ότι παύει να σε ενδιαφέρει το οποιοδήποτε επιχείρημα του αντιπάλου σου. Εγκαταλείπεις εντελώς το αντικείμενο της συζήτησης και κατευθύνεις την επίθεσή σου στο πρόσωπο του συνομιλητή σου γινόμενος έτσι προσβλητικός, χαιρέκακος, συκοφάντης και χυδαίος… Αυτή η τακτική είναι ιδιαίτερα δημοφιλής, γιατί μπορεί να την υιοθετήσει ο καθένας, και ως εκ τούτου ασκείται κατά κόρον!
Όταν οι πολιτικοί επιλέγουν να χαρακτηρίζουν τους αντιπάλους τους ως ενσάρκωση της διαφθοράς, της «μαφίας», «εγκλημάτων» και άλλων σοβαρών παραβάσεων, τότε ο δημόσιος λόγος αποκτά έναν επικίνδυνο, διχαστικό χαρακτήρα. Η πολιτική αντιπαράθεση δεν γίνεται πλέον στη βάση επιχειρημάτων, αλλά μέσω προσωπικών επιθέσεων. Οι πολιτικοί δεν προσπαθούν να πείσουν το κοινό για την ορθότητα των απόψεών τους, αλλά να δυσφημίσουν και να εξοντώσουν τους αντιπάλους τους. Το αποτέλεσμα είναι η μετατροπή της πολιτικής αντιπαράθεσης σε πεδίο μάχης και κοινωνικής διάσπασης, όπου η χυδαιότητα, οι ύβρεις, το μίσος και οι απειλές αντικαθιστούν τον ουσιαστικό διάλογο.
Στη χώρα μας, όπου οι πολιτικές διαμάχες έχουν παραδοσιακά έντονο χαρακτήρα, αυτή η πρακτική έχει αφήσει θλιβερά και ανεξίτηλα σημάδια. Και, ακόμα και σήμερα, κάποιοι συνεχίζουν να «επενδύουν σε εμφύλιες συρράξεις»… Οι δημόσιες συγκρούσεις και οι πολιτικές αναταράξεις, που συχνά ξεκινούν από προκλητικά λόγια, έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν ένα περιβάλλον όπου η βία θεωρείται ως πιθανή αντίδραση σε κάθε μορφή διαφωνίας. Επιπροσθέτως, οι τηλεοπτικές αντιπαραθέσεις και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης λειτουργούν ως ενισχυτές αυτής της κατάστασης, δίνοντας έμφαση στο «θεαματικό» και στην προκλητικότητα, αντί στην ουσία της πολιτικής. Η πολιτική ευγένεια έχει χαθεί, και όταν εκλείπει, η πολιτική μετατρέπεται σε ένα επικίνδυνο πεδίο μάχης…
Τι ειρωνεία να ακούς Έλληνες πολιτικούς να κατηγορούν τον Τραμπ, ή άλλους αντίστοιχους στην Ευρώπη, για τις χυδαίες και βίαιες πρακτικές τους, ενώ οι ίδιοι εφαρμόζουν τα ίδια ή χειρότερα…
Ηλίθιους, ανίκανους και εγκληματίες αποκαλούσε και αποκαλεί ο Αμερικανός Πρόεδρος τους προκατόχους του και ανάλογη γλώσσα χρησιμοποιούν και αυτοί για να ρίξουν την «Κυβέρνηση του Μητσοτάκη». Που, μας αρέσει δεν μας αρέσει, αυτή, μέχρι τώρα τουλάχιστον, έχει επιλέξει η πλειοψηφία των Ελλήνων για δύο μάλιστα συνεχόμενες τετραετίες.
Όσο για τους θιασώτες του Τραμπ εν Ελλάδι πολιτικούς, αυτοί χρησιμοποιούν παραδειγματικά τον λόγο και τις πρακτικές του. Και εντός Ελλάδος, όπως φαίνεται, ταυτίζονται πλήρως με τους αντιτιθέμενους στις «λογικές Τραμπ» όσον αφορά τις «αντιπολιτεύτικες» πρακτικές τους…
Όταν ο δημόσιος διάλογος καταστρέφεται από ακραίες κατηγορίες και πολωτικά μηνύματα, το αποτέλεσμα είναι μια διχασμένη κοινωνία όπου ο αποπροσανατολισμός, ο φόβος και ο διχασμός γίνονται μέρος της καθημερινότητας.
Και όπως έχουμε δει ξανά και ξανά στην ιστορία, όταν μια κοινωνία συνηθίσει την πολιτική βαρβαρότητα, το επόμενο βήμα είναι κάθε μορφής βία…
Ένα από τα πλέον εντυπωσιακά στοιχεία των πρόσφατων γερμανικών εκλογών είναι η ενίσχυση των άκρων. Το ακροδεξιό μόρφωμα «Εναλλακτική για τη Γερμανία» έλαβε σχεδόν 20%, ενώ το αριστερό κόμμα Die Linke 8%. Η πλειονότητα των νέων ψήφισαν αυτά τα δύο κόμματα, κάτι που αποκαλύπτει την τάση «αντισυστημικής» επιλογής αλλά και ανισορροπίας που κυριαρχεί σε ένα μεγάλο τμήμα της ευρωπαϊκής κοινωνίας.
Και η τάση αυτή στους νέους αποτυπώνεται ανάλογη και σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες όπως και στη δική μας. Ας μας προβληματίσει ποιος ευθύνεται γι’ αυτό…
Διάβρωση της Αξιοπιστίας
Οι συνέπειες αυτών των πολιτικών τακτικών, που χαρακτηρίζονται από ακραία ρητορική και διχαστικές κατηγορίες, δεν περιορίζονται μόνο στην υποβάθμιση της ποιότητας του δημόσιου διαλόγου. Το μεγαλύτερο και πιο επικίνδυνο αποτέλεσμα είναι η βαθιά ρωγμή που δημιουργείται μεταξύ πολιτών και Θεσμών. Οι διαρκείς επιθέσεις και επιρρίψεις ευθυνών που εκτοξεύονται με σκοπό την αύξηση της πολιτικής επιρροής και την κατάκτηση της εξουσίας δεν καταστρέφουν απλώς την εικόνα των πολιτικών αντιπάλων, αλλά δημιουργούν ένα περιβάλλον όπου οι πολίτες αρχίζουν να αμφιβάλλουν συνολικά για την ακεραιότητα των πυλώνων της Δημοκρατίας.
-Οι επιπτώσεις
Δεν είναι τυχαίο ότι σε πολλές χώρες σήμερα –συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας– καταγράφεται μια γενικευμένη απώλεια εμπιστοσύνης, όχι μόνο προς τους πολιτικούς, αλλά και προς τα ίδια τα θεσμικά συστήματα που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της δημοκρατίας. Όταν κυριαρχεί η ισοπεδωτική αντίληψη ότι «τα πάντα γίνονται για πολιτικά συμφέροντα» και ότι οι Θεσμοί χρησιμοποιούνται ως εργαλεία συγκάλυψης ανομίας και εξυπηρέτησης σκοπιμοτήτων, οι πολίτες δεν αισθάνονται ότι υπάρχει μια δίκαιη και αξιόπιστη βάση διακυβέρνησης. Το αποτέλεσμα είναι η διαρκής αποξένωση του «λαού» από το ίδιο το κράτος και η αναζήτηση εναλλακτικών μορφών έκφρασης της δυσαρέσκειας, που σε πολλές περιπτώσεις παίρνουν επικίνδυνες και ανεξέλεγκτες διαστάσεις.
Η πιο σοβαρή επίπτωση είναι όταν καταρρέει η εμπιστοσύνη στον θεσμό της Δικαιοσύνης, καθώς τότε καταρρέει μαζί της και η βασική λειτουργία της κοινωνικής συνοχής. Οι επαναλαμβανόμενες καταγγελίες περί «ελεγχόμενων δικαστών» και «παρασκηνιακών παρεμβάσεων» από κυβερνήσεις και αντιπολιτεύσεις ενισχύουν την λαϊκή πεποίθηση ότι η Δικαιοσύνη δεν είναι πραγματικά ανεξάρτητη. Αυτή η αίσθηση υπονομεύει τη λειτουργία του κράτους δικαίου και ενισχύει το αφήγημα ότι η πολιτική εξουσία χρησιμοποιεί τη Δικαιοσύνη ως όπλο για να στοχοποιήσει αντιπάλους ή να προστατεύσει συμμάχους. Και, όταν οι πολίτες πιστεύουν ότι οι δικαστικές αποφάσεις δεν λαμβάνονται με κριτήριο το δίκαιο, αλλά με γνώμονα τις πολιτικές σκοπιμότητες, τότε αυξάνεται η αίσθηση της αδικίας και της ανισότητας. Σταδιακά, η αμφισβήτηση μετατρέπεται σε αγανάκτηση και θυμό, που μπορεί να πάρει διάφορες μορφές:
Απόρριψη της θεσμικής οδού: Όταν οι πολίτες δεν εμπιστεύονται τη δικαιοσύνη για την απονομή του δικαίου, αναζητούν εναλλακτικούς τρόπους «δικαίωσης». Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε άρνηση συμμόρφωσης με τις κρατικές αποφάσεις, ακόμα και σε συνειδητή αποχή από θεσμικές διαδικασίες, όπως η ψήφος ή η συμμετοχή σε κοινωνικούς μηχανισμούς που απαιτούν σεβασμό στους θεσμούς.
Αύξηση των περιπτώσεων αυτοδικίας: Σε κοινωνίες όπου η εμπιστοσύνη στο κράτος καταρρέει, οι πολίτες αρχίζουν να παίρνουν τον νόμο στα χέρια τους. Η αυτοδικία γίνεται όλο και πιο συχνό φαινόμενο, με ομάδες πολιτών να πιστεύουν ότι η μόνη λύση είναι η άμεση, λαϊκή απονομή «δικαιοσύνης», παρακάμπτοντας τους θεσμικούς μηχανισμούς.
Βία και κοινωνική αναταραχή: Η αμφισβήτηση της Δικαιοσύνης μπορεί επίσης να προκαλέσει μαζικές κοινωνικές συγκρούσεις, όπως αυτές που έχουμε δει να εκδηλώνονται σε πολλές δυτικές χώρες. Όταν οι πολίτες θεωρούν ότι οι θεσμοί είναι διεφθαρμένοι και δεν μπορούν να τους προστατεύσουν, δημιουργούνται συνθήκες γενικευμένης αναταραχής και εξεγέρσεων.
-Τα δεδομένα
Μελέτες από ερευνητικά ινστιτούτα και πανεπιστημιακές έρευνες στις ΗΠΑ και την Ευρώπη διαπιστώνουν μια ανησυχητική τάση μείωσης της εμπιστοσύνης προς τους πολιτικούς θεσμούς και τη Δικαιοσύνη. Σύμφωνα με έρευνες που έχουν διεξαχθεί τα τελευταία χρόνια:
Το ποσοστό των Ευρωπαίων που θεωρούν ότι οι θεσμοί λειτουργούν με διαφάνεια έχει μειωθεί δραματικά. Σε αρκετές χώρες, όπως η Ελλάδα, η Ιταλία και η Γαλλία, περισσότερο από το 60% των πολιτών δηλώνουν ότι δεν θεωρούν ότι το δικαστικό σύστημα λειτουργεί ανεξάρτητα από τις πολιτικές παρεμβάσεις.
Στην Ελλάδα, οι δημοσκοπήσεις αποτυπώνουν εδώ και χρόνια μια σταθερή πτώση της αξιοπιστίας προς τα κόμματα, τη Δικαιοσύνη και το Κοινοβούλιο, με τους πολίτες να πιστεύουν ότι οι αποφάσεις λαμβάνονται όχι με γνώμονα το κοινό καλό, αλλά την εξυπηρέτηση πολιτικών συμφερόντων. Ιδιαίτερα η εμπιστοσύνη των πολιτών στη Δικαιοσύνη έχει αποδυναμωθεί σημαντικά, καθώς η ανεξαρτησία της αμφισβητείται τόσο από κυβερνητικές παρεμβάσεις όσο και από την σημερινή αντιπολιτευτική ρητορική.
Στις ΗΠΑ, από την πρώτη θητεία του Τραμπ, έχει αναδειχτεί ένας βαθύς διχασμός στην κοινωνία, με την λαϊκή αποδοχή προς τη Δικαιοσύνη και τις εκλογικές διαδικασίες να καταγράφουν πρωτοφανή πτώση. Η αμφισβήτηση της ακεραιότητας των θεσμών, η διαρκής ρητορική περί «κλεμμένων εκλογών» και η υπονόμευση του κράτους δικαίου οδήγησαν σε φαινόμενα κοινωνικής σύγκρουσης, με αποκορύφωμα την εισβολή στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου 2021.
Ειδικά για τις ΗΠΑ, καθώς αποτελούν σήμερα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα του «πώς οι πολιτικοί απαξιώνουν την πολιτική», να μείνουμε και να σημειώσουμε ότι η κρίση εμπιστοσύνης προς τη Δικαιοσύνη εντείνεται ακόμη περισσότερο τώρα που ο Τραμπ έδωσε χάρη σε περισσότερους από 1.600 καταδικασμένους για τα γεγονότα της επίθεσης στο Καπιτώλιο, ανάμεσά τους και σε πρωταγωνιστές των βίαιων επεισοδίων. Με αυτή την πράξη, απεστάλη ένα ηχηρό μήνυμα ότι η πολιτική πίστη και η κομματική προσήλωση υπερτερούν του κράτους δικαίου.
Τι σημαίνει αυτό για την κοινωνία; Ότι οι θεσμοί μπορούν να παρακάμπτονται όταν εξυπηρετούν πολιτικούς σκοπούς, ότι η Δικαιοσύνη δεν είναι ανεξάρτητη, αλλά εργαλείο εξουσίας, και ότι η ατιμωρησία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως πολιτικό όπλο. Αυτό το παράδειγμα είναι χαρακτηριστικό της διαδικασίας που διαβρώνει το κύρος των Θεσμών: όταν οι πολιτικοί, αντί να ενισχύουν τη λογοδοσία, προωθούν την ασυλία για τους «δικούς τους», τότε οι πολίτες συνειδητοποιούν πως η έννοια του δικαίου είναι επιλεκτική και η Δικαιοσύνη γίνεται υποχείριο της εκάστοτε εξουσίας. Και σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η κοινωνική συνοχή καταρρέει, καθώς πλέον το δικαστικό σύστημα δεν αντιμετωπίζεται ως πυλώνας σταθερότητας, αλλά ως ένα πολιτικό παιχνίδι, όπου ο νόμος εφαρμόζεται ή αγνοείται ανάλογα με τις περιστάσεις…
-Η λαϊκή οργή
Είναι άραγε απορίας άξιο ότι πολλοί πολίτες αποστρέφονται πλέον την πολιτική; Όταν καλλιεργούνται μεθοδικά και σκόπιμα αντιπαραθέσεις, διαιρέσεις και διχασμός στο πολιτικό σύστημα και στην κοινωνία, αργά ή γρήγορα, η συσσωρευμένη αγανάκτηση του λαού οδηγεί σε οργισμένες διεκδικήσεις τιμωρίας και «δικαιοσύνης». Και όταν αυτό το συναίσθημα ξεπεράσει τα όρια, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι εκρηκτικό και μη αναστρέψιμο…
Το γνωρίζουν όλοι οι εχέφρονες πολιτικοί: η σταθερότητα μιας χώρας εξαρτάται από τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής. Γι’ αυτό και στις υγιείς δημοκρατίες γίνεται κάθε προσπάθεια για την προώθηση της συνεννόησης, της συνεργασίας και της εμπιστοσύνης στους θεσμούς. Όμως, υπάρχουν παντού και εκείνοι που αντί για πολιτική ομοψυχία προωθούν την πόλωση, τη διαίρεση και τη διχόνοια. Αντί να ενισχύουν τους θεσμούς, τους απαξιώνουν για να εξυπηρετήσουν μικροπολιτικές σκοπιμότητες.
Αλλά όπως έχει αποδείξει η ιστορία, όταν διαβρώνεται η εμπιστοσύνη προς τους θεσμούς, η αποσταθεροποίηση δεν αργεί. Και τότε, η πολιτική δεν έχει απλώς υποστεί φθορά – έχει καταρρεύσει, παρασύροντας μαζί της και την ίδια τη δημοκρατία.
Όταν η πολιτική υπονομεύει τη Δημοκρατία
Η δημοκρατία δεν διαλύεται από τη μια στιγμή στην άλλη. Δεν χρειάζεται πραξικόπημα ή κάποια θεαματική ανατροπή. Συχνά, η κατάρρευσή της είναι ύπουλη και σταδιακή, καθώς οι ίδιοι οι πολιτικοί, μέσα από πρακτικές που διαβρώνουν τους θεσμούς και απαξιώνουν τις δημοκρατικές διαδικασίες, οδηγούν σε αυτό που οι πολιτικοί επιστήμονες ονομάζουν «δημοκρατική οπισθοδρόμηση» (democratic backsliding). Αυτό μπορεί να συμβεί είτε από κυβερνήσεις που συγκεντρώνουν εξουσία και αποδυναμώνουν θεσμούς, είτε από αντιπολιτεύσεις που υπονομεύουν τη λειτουργία των θεσμών για πολιτικό όφελος, καταστρέφοντας την εμπιστοσύνη των πολιτών. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται ολοένα και περισσότερο στις δυτικές δημοκρατίες, καθώς η πολιτική διαμάχη γίνεται πιο τοξική, οι θεσμοί χειραγωγούνται και οι δημοκρατικές διαδικασίες εκφυλίζονται.
Η δημοκρατία υπονομεύεται τόσο όταν οι κυβερνήσεις επιχειρούν να ελέγξουν θεσμούς, όπως η Δικαιοσύνη, τα ΜΜΕ ή οι ανεξάρτητες αρχές, περιορίζοντας την ανεξαρτησία τους, όσο και όταν η αντιπολίτευση, στη μάχη της για εξουσία, απαξιώνει και ισοπεδώνει συλλήβδην τα πάντα, δημιουργώντας την εντύπωση ότι όλα λειτουργούν αποκλειστικά ως μηχανισμοί εξυπηρέτησης συμφερόντων. Και στις δύο περιπτώσεις, το αποτέλεσμα είναι η διάβρωση της αξιοπιστίας της δημοκρατίας και η απομάκρυνση των πολιτών από τη θεσμική πολιτική διαδικασία.
Το φαινόμενο της δημοκρατικής οπισθοδρόμησης είναι πλέον εμφανές σε πολλές χώρες της Δύσης, όπου η πολιτική πόλωση και η διάβρωση των θεσμών έχουν ενισχυθεί δραματικά. Αυτό το κλίμα έχει ανοίξει τον δρόμο για την άνοδο ακραίων πολιτικών δυνάμεων, ένα φαινόμενο που παρατηρούμε πλέον σχεδόν παντού.
Όσον αφορά την χώρα μας, η δημοκρατική σταθερότητα, σήμερα, δεν απειλείται τόσο από τις πολιτικές της παρούσας κυβέρνησης, όσο από τη γενικότερη πολιτική πρακτική της αντιπολίτευσης στο σύνολό της. Ακολουθώντας το παράδειγμα της περασμένης δεκαετίας, όπου η εργαλειοποίηση της λαϊκής αγανάκτησης κατά των μνημονίων εκτόξευσε τα ποσοστά περιθωριακών κομμάτων και οδήγησε στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, επιχειρούν παρόμοιες τακτικές, με μοναδικό στόχο τα κομματικά τους οφέλη. Αντί, στις δύσκολες εποχές που διανύουμε, να συμβάλλουν σε έναν πολιτικό διάλογο προς όφελος της χώρας και ολοκλήρου του κόσμου, υποδαυλίζουν τη διάδοση εικασιών και θεωριών συνωμοσίας, λοιδορώντας και σπιλώνοντας ηθικά κυβερνητικούς και δικαστικούς λειτουργούς, βάλλοντας ευθέως κατά των δημοκρατικών θεσμών. Και αν η χώρα την περασμένη δεκαετία έφτασε στο χείλος της καταστροφής, τώρα τι; Διεκδικούμε επανάληψη..;
Το μόνο αποτέλεσμα τέτοιων πρακτικών είναι η περαιτέρω ενίσχυση της δυσπιστίας των πολιτών, η συνολική απαξίωση του πολιτικού συστήματος και, ως εκ τούτου, η υπονόμευση της δημοκρατικής σταθερότητας.
-Οι Συνέπειες της Οπισθοδρόμησης
Όταν η πολιτική δεν υπηρετεί την ενίσχυση της δημοκρατίας αλλά χρησιμοποιείται ως εργαλείο εξουδετέρωσης των αντιπάλων, τα αποτελέσματα είναι καταστροφικά. Οι θεσμοί αποδυναμώνονται, οι πολίτες απομακρύνονται από τις δημοκρατικές διαδικασίες και η κοινωνία πολώνεται σε επικίνδυνο βαθμό. Αντί για ένα σταθερό θεσμικό πλαίσιο υπεράνω κομματικών σκοπιμοτήτων, το ίδιο το πολιτικό σύστημα μετατρέπεται σε πεδίο συγκρούσεων, δημιουργώντας συνθήκες που ευνοούν την αστάθεια.
Οι πολιτικοί –ανεξαρτήτως κυβέρνησης ή αντιπολίτευσης– οφείλουν να κατανοήσουν ότι η δημοκρατία δεν είναι ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος. Δεν μπορούν να τη θυσιάζουν στον βωμό της πολιτικής επιβίωσης, αγνοώντας τις συνέπειες. Αν δεν λειτουργούν με γνώμονα την προστασία των θεσμών, αργά ή γρήγορα, θα βρεθούν αντιμέτωποι με το χάος που οι ίδιοι προκάλεσαν.
Αυτό το παιχνίδι εξουσίας, μακροπρόθεσμα, δεν έχει νικητές. Έχει μόνο χαμένη την ίδια τη δημοκρατία. Όταν οι πολίτες πάψουν να πιστεύουν σε αυτήν, όταν χάσουν κάθε ελπίδα ότι οι θεσμοί λειτουργούν προς όφελός τους, το επόμενο στάδιο δεν είναι απλώς μια ακόμα πολιτική κρίση – είναι η πλήρης αποσταθεροποίηση.
Και τώρα τι;
Η επικίνδυνη ρητορική και η πολιτική βία, η διάβρωση των δημοκρατικών θεσμών, δεν αποτελούν αναπόφευκτη πορεία για τις σύγχρονες δημοκρατίες. Αντίθετα, μπορούν να αναστραφούν μέσα από συνειδητές πολιτικές επιλογές, κοινωνικές πρωτοβουλίες και θεσμικές παρεμβάσεις που στοχεύουν στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης προς το πολιτικό σύστημα και στην αναβάθμιση της ποιότητας του δημόσιου διαλόγου.
Ωστόσο, για να υπάρξει ουσιαστική αλλαγή, πρέπει πρώτα να αναγνωρίσουμε ότι το σημερινό πολιτικό μοντέλο, όπως λειτουργεί, παράγει περισσότερη τοξικότητα, παρά λύσεις. Αν συνεχιστεί αυτή η πορεία, το πολιτικό σύστημα θα απομακρυνθεί ακόμα περισσότερο από τους πολίτες, με αποτέλεσμα την περαιτέρω ενίσχυση ακραίων και λαϊκιστικών δυνάμεων που εκμεταλλεύονται την απογοήτευση και τη δυσπιστία.
Η αντιστροφή αυτής της πορείας δεν μπορεί να γίνει από μόνη της. Απαιτεί συγκεκριμένες πρωτοβουλίες σε τρία βασικά επίπεδα:
1. Θεσμικές μεταρρυθμίσεις για τη θωράκιση της Δημοκρατίας
Καμία πολιτική αλλαγή δεν μπορεί να επιτευχθεί αν δεν διασφαλιστεί πρώτα ότι οι δημοκρατικοί θεσμοί είναι ανθεκτικοί στις πολιτικές πιέσεις. Χωρίς ισχυρούς, ανεξάρτητους θεσμούς, η δημοκρατία παραμένει ευάλωτη σε αυταρχικές πρακτικές και σε κομματικές σκοπιμότητες. Γι’ αυτό, απαιτούνται:
– Αποπολιτικοποίηση της Δικαιοσύνης και των Ανεξάρτητων Αρχών
Η αποκατάσταση της ανεξαρτησίας τους είναι ζωτικής σημασίας για την ανανέωση ανάκτηση της εμπιστοσύνης του πολίτη. Αυτό σημαίνει:
- Κατάργηση της δυνατότητας των κυβερνήσεων να επιλέγουν ανώτατους δικαστές ή επικεφαλής ανεξάρτητων αρχών.
- Δημιουργία διακομματικών επιτροπών επιλογής με αντικειμενικά κριτήρια, ώστε να αποφεύγεται ο κομματικός έλεγχος.
- Ενίσχυση της διαφάνειας στις δικαστικές διαδικασίες για την αποτροπή πολιτικών παρεμβάσεων.
- Αναβάθμιση της πολιτικής λογοδοσίας
Η ατιμωρησία των πολιτικών προσώπων και η αδιαφάνεια στη λήψη αποφάσεων πλήττουν τη δημοκρατία. Για να περιοριστεί αυτό το φαινόμενο, χρειάζονται:
- Καθιέρωση αυστηρότερων μηχανισμών ελέγχου για την πολιτική χρηματοδότηση και τη διαχείριση των δημοσίων πόρων.
- Δυνατότητα ανακλήσεων πολιτικών προσώπων σε περιπτώσεις κατάχρησης εξουσίας ή εξαπάτησης των πολιτών.
- Περιορισμός κυβερνητικών και κοινοβουλευτικών προνομίων που οδηγούν σε ατιμωρησία.
– Αντικίνητρα στη διχαστική πολιτική ρητορική
- Νομικές ρυθμίσεις για τον περιορισμό της διασποράς ψευδών ειδήσεων και της προκλητικής, βίαιης ρητορικής, με σεβασμό στην ελευθερία της έκφρασης.
- Θέσπιση αυστηρότερων κανόνων δεοντολογίας για τους πολιτικούς, με κυρώσεις σε όσους χρησιμοποιούν λόγο που υποκινεί τη βία ή τον διχασμό.
2. Αλλαγή της πολιτικής κουλτούρας και του δημοσίου διαλόγου
Ακόμα και οι πιο ισχυροί θεσμοί δεν μπορούν να προστατεύσουν τη δημοκρατία, αν η πολιτική κουλτούρα παραμένει τοξική και διχαστική. Η αλλαγή δεν πρέπει να περιοριστεί μόνο σε θεσμικό επίπεδο, αλλά και στον τρόπο με τον οποίο διεξάγεται ο πολιτικός διάλογος.
– Προώθηση μιας νέας κουλτούρας πολιτικού διαλόγου
- Οι πολιτικοί οφείλουν να υιοθετήσουν έναν νέο κώδικα επικοινωνίας, όπου η αντιπαράθεση θα βασίζεται στα επιχειρήματα και όχι στη λάσπη.
- Καθιέρωση διαλόγων σε ουδέτερα πλαίσια, όπου οι πολιτικοί θα καλούνται να τοποθετούνται για προγράμματα και λύσεις, και όχι να αλληλοκατηγορούνται.
- Ενίσχυση των μηχανισμών εσωκομματικής δημοκρατίας, ώστε οι πολιτικοί να κρίνονται πρώτα από τους ίδιους τους πολίτες-μέλη των κομμάτων τους, και όχι από μηχανισμούς εξουσίας.
– Εκπαίδευση και συμμετοχή των πολιτών
Καμία δημοκρατία δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς ενεργούς και ενημερωμένους πολίτες. Η πολιτική παιδεία και η συμμετοχή είναι τα θεμέλια μιας υγιούς δημοκρατίας. Για αυτό χρειάζεται:
- Εισαγωγή προγραμμάτων πολιτικής παιδείας στα σχολεία, ώστε οι νέοι να αποκτούν κριτική σκέψη και να κατανοούν τη σημασία του πολιτικού διαλόγου.
- Υποστήριξη και ανάδειξη πολιτικών πρωτοβουλιών από την κοινωνία των πολιτών, που προάγουν τη δημοκρατική συμμετοχή και τη διαφάνεια στη δημόσια ζωή
- Δημιουργία πλατφορμών διαλόγου, όπου οι πολίτες θα μπορούν να εκφράζουν απόψεις και να συμμετέχουν σε δημόσιες διαβουλεύσεις και να έχουν ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση πολιτικών αποφάσεων.
– Επαναπροσδιορισμός του ρόλου των ΜΜΕ
Τα μέσα ενημέρωσης έχουν τεράστια ευθύνη στη διαμόρφωση του πολιτικού κλίματος. Για να αποτραπεί η εργαλειοποίησή τους, απαιτούνται:
- Περιορισμός των κρατικών χρηματοδοτήσεων προς ΜΜΕ που προάγουν τη χυδαιότητα και την πολιτική πόλωση.
- Ενίσχυση των ανεξάρτητων δημοσιογραφικών οργανισμών και της ποιοτικής ενημέρωσης.
- Ανάπτυξη νέων μοντέλων ενημέρωσης, που θα βασίζονται στη διασταύρωση στοιχείων και στην ανάδειξη ουσιαστικών θεμάτων, αντί της προπαγάνδας.
3. Αλλαγή του πολιτικού κλίματος
Η αλλαγή «του κλίματος» δεν είναι εύκολη υπόθεση. Το πολιτικό σύστημα, όπως είναι διαμορφωμένο σήμερα, επιβραβεύει τη σύγκρουση και τον διχασμό, ενισχύοντας τις πιο ακραίες φωνές, καθώς αυτές δημιουργούν οπαδοποιημένες/φανατισμένες εκλογικές βάσεις και ενισχύουν τις πολιτικές ηγεσίες. Ωστόσο, η απομάκρυνση των πολιτών από την πολιτική και η κρίση εμπιστοσύνης στους θεσμούς είναι σημάδια ότι αυτό το μοντέλο έχει φτάσει στα όριά του. Αν συνεχιστεί αυτή η πορεία, οι Δυτικές Δημοκρατίες, συμπεριλαμβανομένη και η δική μας, θα αντιμετωπίσουν σοβαρό πρόβλημα πολιτικής νομιμοποίησης.
Η αλλαγή αυτή, όμως, δεν πρόκειται να συντελεστεί από μόνη της, ούτε θα προκύψει ξαφνικά μέσα από κάποια εσωτερική μεταμόρφωση των πολιτικών κομμάτων. Απαιτεί πίεση από την κοινωνία για ένα διαφορετικό πολιτικό μοντέλο και μια συνειδητή στροφή της δημόσιας σφαίρας προς τον ουσιαστικό πολιτικό διάλογο. Οι πολίτες χρειάζεται να απορρίψουν τον διχαστικό λόγο και τους μηχανισμούς προπαγάνδας και να απαιτήσουν πολιτική συζήτηση με επιχειρήματα, και όχι με ύβρεις. Να πιέσουν τα πολιτικά κόμματα να αναμορφώσουν το ύφος της πολιτικής αντιπαράθεσης. Και να συμμετέχουν ενεργά σε δημοκρατικές διαδικασίες και σε συλλογικές πρωτοβουλίες.
Αυτή, όμως, είναι και η μεγαλύτερη πρόκληση. Η απογοήτευση από τους πολιτικούς και η ενημέρωση που προσφέρουν τα ΜΜΕ έχουν καλλιεργήσει μια γενικευμένη αίσθηση ματαιότητας, αποθαρρύνοντας τους πολίτες από την ουσιαστική συμμετοχή. Χωρίς κριτική σκέψη, χωρίς ουσιαστική πολιτική παιδεία και με τα ΜΜΕ να λειτουργούν περισσότερο ως εκφοβιστικοί ή προπαγανδιστικοί μηχανισμοί παρά ως μέσα ενημέρωσης, πώς μπορούν οι ίδιοι οι πολίτες να κατανοήσουν, να διεκδικήσουν και να επιβάλλουν αυτή την αλλαγή;
Ο φαύλος κύκλος της πολιτικής και μιντιακής τοξικότητας καθηλώνει την κοινωνία στην απάθεια, καθιστώντας κάθε προσπάθεια αλλαγής εξαιρετικά δύσκολη. Και όταν ακόμα και πολλοί από εκείνους που θεωρούνται σκεπτόμενοι πολίτες περιορίζονται απλώς στο να καταγγέλλουν τα «κακώς κείμενα» ή να εκφέρουν ισοπεδωτική κριτική σε πολιτικές προσπάθειες και πρόσωπα –έστω και απλά καλών προθέσεων– χωρίς να προτείνουν εναλλακτικές, η ελπίδα για ουσιαστική αλλαγή φαντάζει ουτοπία. Η νοοτροπία του «άσπρου-μαύρου» κυριαρχεί, παραγνωρίζοντας ότι ο κόσμος λειτουργεί σε «αποχρώσεις του γκρι», όπου η πρόοδος απαιτεί διαβούλευση, σύνθεση και δημιουργικές λύσεις, όχι μόνο αρνητική κριτική ή αφορισμούς.
Η απάντηση για το αν αυτή η αλλαγή είναι δυνατόν να προέλθει «εκ των κάτω» βρίσκεται στην κοινωνία των πολιτών (ΚτΠ), η οποία έχει τη δυνατότητα –εν δυνάμει όσο και στην πράξη– να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο. Με ανιδιοτελείς και στοχευμένες πρωτοβουλίες, μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης για μια πιο υγιές πολιτικό κλίμα, προωθώντας την εποικοδομητική ενημέρωση, τον ουσιαστικό διάλογο και τη συλλογική δράση. Χωρίς μια τέτοια κινητοποίηση, η αλλαγή θα παραμένει απλά ένας ευσεβής πόθος…
Μαγική λύση δεν υπάρχει, ούτε άμεσος τρόπος αντιστροφής της πολιτικής παρακμής. Όμως, όσο οι πολίτες παραμένουν αδιάφοροι ή αποδέχονται παθητικά τη συνεχή υποβάθμιση της πολιτικής ζωής, το μόνο σίγουρο είναι ότι η κατάσταση θα επιδεινωθεί. Η δημοκρατία δεν μπορεί να επιβιώσει αν οι ίδιοι οι πολίτες πάψουν να την υπερασπίζονται. Οι πολιτικοί έχουν την κύρια ευθύνη για τη σημερινή κατάσταση, αλλά η αλλαγή εξαρτάται από όλους μας.