Τι δείχνει το πρώτο «μεγάλο deal» του Τραμπ… Του Γιώργου Παπανικολάου

53

Του Γιώργου Παπανικολάου

«Οσα λέει ο Ντόναλντ Τραμπ πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σοβαρά αλλά όχι κυριολεκτικά». Το απόφθεγμα αυτό, που αποδίδεται σε ένα σχόλιο δημοσιογράφου του αμερικανικού «The Atlantic» το 2016, επιβεβαιώθηκε και πάλι πρόσφατα, μέσα από τη διαπραγμάτευση για τη δημιουργία κοινού σχήματος ανασυγκρότησης της Ουκρανίας.

Την οποία αξίζει να δούμε προσεκτικά, επειδή προσεχώς θα προκύψουν σημαντικότερες διεθνείς διαπραγματεύσεις για την αναδιάρθρωση του διεθνούς οικονομικού και γεωπολιτικού συστήματος, με προμετωπίδα τους δασμούς.

Πριν από λίγους μήνες, οι απανταχού υποστηρικτές της Ουκρανίας κυριολεκτικά πάγωσαν βλέποντας τις απαιτήσεις του Τραμπ από τη χώρα. Πρακτικά, ζήτησε να πάρει τον έλεγχο όλου του φυσικού πλούτου της, μετατρέποντας τη χρηματική και στρατιωτική βοήθεια που προσέφεραν οι Ηνωμένες Πολιτείες, τα προηγούμενα χρόνια, σε «απαίτηση» προς ικανοποίηση.

Με βάση το πρώτο κείμενο της συμφωνίας, που ήταν απολύτως αποικιοκρατικό, οι Ουκρανοί δεν θα είχαν σχεδόν κανένα δικαίωμα, ενώ οι ΗΠΑ θα αποκτούσαν κυριαρχία στον ορυκτό πλούτο της χώρας, έναντι νομικά ανύπαρκτων «υποχρεώσεων», αφού δεν είχαν προσφέρει τη βοήθειά τους με τη μορφή δανείων.

Οι μαξιμαλιστικές απαιτήσεις πέτυχαν τον στόχο τους

Για μια ακόμη φορά, ο Τραμπ άνοιξε τη διαπραγμάτευση με μαξιμαλιστικές απαιτήσεις, για να καταλήξει σε μια επίσης ετεροβαρή συμφωνία, που όμως η άλλη πλευρά, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα των διεθνών ΜΜΕ, αποδέχτηκε ως «σημαντικά βελτιωμένη» και «δίκαιη»

Στην πραγματικότητα, η συμφωνία αλλάζει τελείως τη σχέση μεταξύ ΗΠΑ και Ουκρανίας. Ενώ επί προεδρίας Μπάιντεν, προσφέρονταν δεκάδες δισεκατομμύρια στην Ουκρανία, χωρίς ανταλλάγματα (ή τουλάχιστον χωρίς επίσημα γραπτά ανταλλάγματα), εφεξής τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά.

Τυχόν νέα αμερικανική βοήθεια προς την Ουκρανία θα προσμετράται πλέον ως «επενδυτική συνεισφορά» στο Κοινό Ταμείο Ανασυγκρότησης, για νέα projects στον ορυκτό πλούτο της χώρας, στις υποδομές και στην ενέργεια.

Που σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι εφόσον οι Αμερικανοί προσφέρουν αμερικανικά όπλα στην Ουκρανία, προς όφελος των εταιρειών αμυντικού υλικού, τα χρήματα που δίνει το αμερικανικό κράτος για να πληρωθούν τα όπλα θα λογίζονται ως επένδυση στον φυσικό πλούτο της ξένης χώρας, με δικαίωμα απόληψης του 50% των κερδών.

Επιπλέον, κι αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό, η συμφωνία που υπογράφτηκε δεν προβλέπει καμία εγγύηση ασφαλείας, από τις ΗΠΑ προς την Ουκρανία, κάτι στο οποίο αρχικά επέμενε η πλευρά Ζελένσκι και Ευρωπαίων.

Είναι πολύ νωρίς για να πούμε πόσο αποτελεσματική θα αποδειχτεί στο μέλλον αυτή η μακροχρόνια συμφωνία. Η στροφή, όμως, στη διασφάλιση υλικών ανταλλαγμάτων για τις ΗΠΑ έγινε τελεσίδικα και με τον πιο επίσημο τρόπο, χωρίς να δοθούν εγγυήσεις.

Εν ολίγοις, ξεκινώντας από το απαράδεκτο και εκμεταλλευόμενος τη θέση ισχύος στην οποία βρίσκονται οι ΗΠΑ, ο Τραμπ πέτυχε μια συμφωνία, με περιορισμένες έως ανύπαρκτες πολιτικές αντιδράσεις. Διότι τόσο οι Ευρωπαίοι όσο και οι Ουκρανοί είναι ικανοποιημένοι που αποφεύχθηκε το χειρότερο. Είτε μια εντελώς αποικιοκρατική συμφωνία είτε η πλήρης εγκατάλειψη της Ουκρανίας από τις ΗΠΑ.

Η «υβριδική» μέθοδος Τραμπ και οι δασμοί στην Ευρώπη

Τα παραπάνω είναι αποτέλεσμα της «υβριδικής» μεθόδου διαπραγμάτευσης που χρησιμοποιεί ο Τραμπ, περιλαμβάνοντας τόσο επιθετικά όσο και συγκαταβατικά στοιχεία, με ένα από αυτά να μένει σχεδόν πάντα σταθερό: Την αρχική διατύπωση έως και εξωφρενικών απαιτήσεων.

Στη συνέχεια, εναλλάσσει ο ίδιος τους ρόλους «του καλού και του κακού μπάτσου», αυξάνοντας τη σύγχυση αλλά και την έλλειψη προβλεψιμότητας, γύρω από τη διαπραγμάτευση.

Το ίδιο έκανε και στην προκειμένη περίπτωση, από τη μία π.χ. σχεδόν διώχνοντας τον Ζελένσκι από τον Λευκό Οίκο μπροστά στα παγκόσμια ΜΜΕ, κι από την άλλη με τη σχεδόν «κατανυκτική» συνάντησή τους, στο περιθώριο της κηδείας του Πάπα.

Το αποτέλεσμα συνήθως είναι να αποδεχτεί η άλλη πλευρά υποχωρήσεις που δεν θα έκανε σε άλλη περίπτωση, διότι αισθάνεται ότι έδωσε σαφώς λιγότερα από όσα αρχικά της είχαν ζητηθεί, αλλά και ότι πάλεψε όσο μπορούσε σε μια σκληρή διαπραγμάτευση, με έναν απρόβλεπτο και συχνά παράλογο άνθρωπο.

Την ίδια ψυχολογικά εκβιαστική τακτική έχει ακολουθήσει ο πρόεδρος των ΗΠΑ και στην περίπτωση των δασμών. Στην αρχή σόκαρε τους πάντες (περιλαμβανομένων και των αγορών) επιβάλλοντας υψηλούς δασμούς από τη μία άκρη του κόσμου έως την άλλη.

Στη συνέχεια, έδωσε περιθώριο 90 ημερών στην εφαρμογή των πολύ υψηλών δασμών (με εξαίρεση την Κίνα), χωρίς όμως να αποσύρει το κατώφλι του 10% έναντι όλων των χωρών πλην Καναδά και Μεξικού, αλλά και τους ειδικούς δασμούς 25% σε αυτοκίνητα και ορισμένα μέταλλα, που είναι ήδη σε ισχύ.

Είναι ενδεικτικό ότι το μπαράζ επιβολής δασμών «βραχυκύκλωσε» την πολυμερή ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία δεν προχώρησε σε αντίμετρα για τους δασμούς που ήδη ισχύουν, προκειμένου να μην τον προκαλέσει περισσότερο. Τώρα, συζητά να πληρώσει επιπλέον 50 δισ. ευρώ για αγορές LNG και αγροτικών προϊόντων από τις ΗΠΑ, ώστε να αποφύγει τον εμπορικό πόλεμο.

Κι ακόμη δεν έχει ανοίξει το θέμα του κόστους παραμονής των αμερικανικών στρατευμάτων στην Ευρώπη, κάτι που δεν θα μας εκπλήξει αν συμβεί στη συνέχεια.

Θα μπορούσε λοιπόν να πει κάποιος ότι ο Τραμπ εκμεταλλεύεται την εγγενή τάση των δημοκρατικών κυβερνήσεων για συμβιβασμούς -και την ευρύτερη εξάρτησή τους από τις ΗΠΑ- για να προωθήσει τις θέσεις του, με τον σοκαριστικό τρόπο που χρησιμοποιεί. Έναν τρόπο που στηρίζεται στην ψυχολογία και στον προσωπικό επηρεασμό.

Κάτι που μάλλον αποτελεί και έναν από τους λόγους για τους οποίους δεν συμπαθεί τους πολυμερείς οργανισμούς. Δεν ταιριάζουν στο «προσωπικό» στυλ διαπραγμάτευσης μεταξύ ηγετών που ακολουθεί, με βάση την επιχειρηματική του εμπειρία.

Οι διαφοροποιήσεις απέναντι στους ισχυρούς αυταρχικούς ηγέτες

Αυτό που μένει να φανεί είναι πόσο θα χρησιμεύσει αυτή η στρατηγική με τους «αυταρχικούς» ηγέτες των άλλων υπερδυνάμεων, όπως ο Πούτιν και ο Σι. Διότι οι γεωπολιτικοί συσχετισμοί και οι οικονομικές ισορροπίες, σε συνδυασμό με τα χαρακτηριστικά αυτών των ηγετών και των καθεστώτων στα οποία λειτουργούν, αλλάζουν τα συνήθη δεδομένα.

Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο Τραμπ χρησιμοποιεί συνήθως πρόσθετες τεχνικές, όπως η συζήτηση πολλών και διαφορετικών θεμάτων μαζί, προσπαθώντας να αποκρύψει από την άλλη πλευρά ποια είναι αυτά που πραγματικά θεωρεί πιο σημαντικά. Απέναντι στην Κίνα έχει ανοίξει το θέμα των δασμών, μαζί με άλλα ζητήματα, από την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας και τη μεταφορά τεχνολογίας, έως τη χειραγώγηση του κινεζικού νομίσματος.

Το ίδιο κάνει και με τη Ρωσία του Πούτιν, όπου μαζί με το θέμα της ειρήνης στην Ουκρανία, φαίνεται να συζητά ευρύτερα γεωπολιτικά θέματα, ακόμη και τις προοπτικές σημαντικής οικονομικής συνεργασίας μεταξύ των δύο δυνάμεων.

Επιπλέον, στην περίπτωση του Πούτιν φαίνεται να εφαρμόζει και μια ακόμη προσφιλή τακτική του, απέναντι στους ισχυρούς αυταρχικούς ηγέτες. Τον διαχωρισμό «του προσώπου, από το πρόβλημα», όπως το λένε οι ειδικοί, δηλαδή τη διατήρηση μιας καλής προσωπικής σχέσης με τον άλλο ηγέτη, παρά τα προβλήματα και τις αντιθέσεις, προκειμένου να υπάρχει διάλογος ακόμη και σε συνθήκες έντασης.

Το έχει κάνει άλλωστε και στο παρελθόν, αποσπώντας τη μήνη των πολιτικών του αντιπάλων, με τη Βόρεια Κορέα και τον ηγέτη της Κιμ Γιονγκ Ουν.

Το αν και τι θα πετύχει, σε αυτή τη φάση, θα το μάθουμε στη συνέχεια. Διότι το ερώτημα δεν είναι αν θα πετύχει αυτά που μαξιμαλιστικά ζητάει, επιδιώκοντας ένα deal, αλλά τι θα πάρει από αυτά που στην πραγματικότητα χρειάζεται για να πείσει ότι οι πολιτικές του πέτυχαν.

Πηγή: euro2day.gr