Κόστος εργασίας: Αυξάνεται περισσότερο από την Ευρωζώνη – Οι επιπτώσεις… Της Αθανασίας Ακριβού

35

Της Αθανασίας Ακριβού

Μια πικρή αλήθεια για την άνοδο του κόστους εργασίας ανά μονάδα κρύβουν τα στοιχεία που έδωσε χθες στη δημοσιότητα η ΤτΕ για τον πληθωρισμό καθώς δείχνουν ότι είναι μεγαλύτερη από αυτή που συντελείται στην Ευρωζώνη.

Το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος συνιστά κρίσιμο δείκτη που αποτυπώνει βαθύτερες διαρθρωτικές προκλήσεις αλλά και δυνητικούς κινδύνους για τη βιωσιμότητα της αναπτυξιακής δυναμικής της χώρας.

Η σύγκριση των στοιχείων για την Ελλάδα και την Ευρωζώνη αποτυπώνει με ευκρίνεια τις διαφορετικές δυναμικές που διαμορφώνονται μεταξύ του εγχώριου και του ευρωπαϊκού παραγωγικού ιστού.

Για την Ευρωζώνη

Τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος (ULC) παρουσιάζει μία συγκρατημένη αλλά επίμονη αύξηση, κυμαινόμενη από το 2025 στο 3%, στο 2% το 2026 και στο 1,7% το 2027. Αξιοσημείωτο είναι ότι η παραγωγικότητα στην Ευρωζώνη καταγράφει βραδείς αλλά ελαφρώς ανοδικούς ρυθμούς (0,4%, 0,8%, 0,9%), οι οποίοι συντελούν στον περιορισμό της ανόδου του ULC.

Για την Ελλάδα

Αντίθετα, η εικόνα στην Ελλάδα εμφανίζει πολύ πιο έντονες πληθωριστικές πιέσεις στο κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος

Παρά το γεγονός ότι η αύξηση των αποδοχών κινείται σε υψηλά επίπεδα (4,5%, 4,3%, 4,5%), η παραγωγικότητα παραμένει στάσιμη ή και επιδεινώνεται (1,0%, 1,0%, 0,8% μέσα στην τριετία).

Η Ελλάδα καταγράφει ULC σταθερά υψηλότερο κατά περίπου 1,4 – 1,9 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Ειδικά το 2027, η διαφορά φτάνει τις 1,9 ποσοστιαίες μονάδες (3,6% Ελλάδα έναντι 1,7% Ευρωζώνη).

Αυτό καταδεικνύει ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει μια πιο σοβαρή διάβρωση ανταγωνιστικότητας, καθώς το χάσμα μεταξύ αύξησης μισθών και παραγωγικότητας διευρύνεται πολύ πιο έντονα.

Οι επιπτώσεις

Η αυξανόμενη απόκλιση μεταξύ της ανόδου του κόστους εργασίας και της αργής βελτίωσης της παραγωγικότητας επιβαρύνει την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών.

Αυτό θέτει σε δοκιμασία την εξωστρέφεια της οικονομίας, καθώς τα εγχώρια προϊόντα γίνονται λιγότερο ελκυστικά σε ένα περιβάλλον διεθνούς έντασης και αυξημένου ανταγωνισμού.

Η ανταγωνιστικότητα

Η μείωση της ανταγωνιστικότητας ενδέχεται μάλιστα να ενισχύσει τη θέση των εισαγόμενων προϊόντων στην εγχώρια αγορά, επιτείνοντας τις πιέσεις στο ήδη εύθραυστο εμπορικό ισοζύγιο της χώρας.

Από την πλευρά των επιχειρήσεων υπάρχει η επιλογή αυτό το αυξανόμενο κόστος εργασίας να μεταφερθεί στους καταναλωτές. Ωστόσο, σε ένα περιβάλλον που ήδη χαρακτηρίζεται από πληθωριστικές εντάσεις, η εν λόγω εξέλιξη θα μπορούσε να εντείνει περαιτέρω την πίεση στην αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών.

Η καινοτομία και παραγωγικότητα

Το αυξημένο ULC ενδέχεται να επιφέρει σοβαρές πιέσεις στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, περιορίζοντας τη δυνατότητά τους να διατηρήσουν περιθώρια κέρδους και να επενδύσουν στην καινοτομία και την παραγωγικότητα.

Επίσης η ανάγκη περιορισμού του κόστους μπορεί να οδηγήσει σε αναδιάρθρωση του εργατικού δυναμικού, πιέζοντας ειδικά τις θέσεις εργασίας χαμηλής ειδίκευσης.

Από την άλλη, η ενδεχόμενη υποχώρηση της παραγωγικής δραστηριότητας και των φορολογικών εσόδων θα μπορούσε να αποτελέσει επιπρόσθετο παράγοντα πίεσης στη δημοσιονομική πορεία της χώρας.

Πηγή: ot.gr