ΠΟΣΟ ΚΙΝΔΥΝΕΥΕΙ Η ΔΥΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ;… Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου

18

Η άνοδος του Τραμπ για δεύτερη φορά στην εξουσία και η ισχυροποίηση των λαϊκιστικών δεξιών κομμάτων στην Ευρώπη, πόσο απειλούν τα δυτικού τύπου κράτη δικαίου;

Του Aθαν. Χ. Παπανδρόπουλου

Κατά δήλωσή του, ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τράμπ, αρκετά χρόνια πριν ανέλθει στο ύπατο αξίωμα των ΗΠΑ, είχε δηλώσει ότι επειδή φιλοδοξία του στη ζωή ήταν να πετυχαίνει συμφωνίες, ένα καλό εργαλείο προς την κατεύθυνση αυτή, ήταν «να γίνει…. μάρκα», δηλαδή επώνυμο προϊόν.

Ένα επώνυμο προϊόν για το οποίο θα πρέπει να γίνεται πολύς λόγος κάθε μέρα, έστω και αρνητικά. Και τις στρατηγικές για την επίτευξη του στόχου αυτού ο Τραμπ, τις έχει περιγράψει σε αρκετά βιβλία του και εκπομπές του, με πιο γνωστή αυτήν του «Μαθητευόμενου» (The Apprentice) που στο μέσα της δεκαετίας του 1990 είχε σημαντική επιτυχία στην Αμερική.

Θα πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι από το 1987 ο Ντόναλντ Τράμπ είχε καλές σχέσεις με τη Ρωσία, στην οποία μάλιστα ήθελε να κατασκευάσει ένα υπερπολυτελές ξενοδοχείο, απέναντι από το Κρεμλίνο στη Μόσχα. Από τότε, Ρώσοι συνεργάτες του τον είχαν πείσει ότι ο Σοβιετικός ηγέτης Μιχαήλ Γκορμπατσώφ επιθυμούσε να εξομαλύνει τις σχέσεις της Σοβιετικής Ένωσης με τη Δύση και αυτό που τον ενδιέφερε περισσότερο ήταν να ανακόψει μια πιθανή κινεζική επέκταση στην Ευρασία και στην Αρκτική.

Εκείνα τα χρόνια, Σοβιετικοί διπλωμάτες αλλά και πράκτορες της KGB στην Αμερική, ανέπτυσσαν τη θεωρία ότι ΗΠΑ και ΕΣΣΔ έπρεπε να συνεργαστούν πριν η Κίνα μπορέσει να ενσωματωθεί στη διεθνή οικονομία και κατ’ επέκταση στην τότε γεωπολιτική πραγματικότητα.

Μετά την πτώση του σοβιετικού κομμουνισμού, ο Ντόναλντ Τράμπ, διαφώνησε με την πολιτική Μπίλ Κλίντον, απέσυρε τη στήριξη του προς το Δημοκρατικό Κόμμα, του οποίου ήταν μέλος,άρχισε να φλερτάρει με τους Ρεπουμπλικάνους και από πολιτικής πλευράς γοητεύτηκε από τις θεωρίες της συνύπαρξης καπιταλισμού με πεφωτισμένο πολιτικό αυταρχισμό.

Το σύστημα αυτό, το οποίο σε μεγάλο βαθμό ισχύει και εφαρμόζεται με επιτυχία στη Σιγκαπούρη, ο καθηγητής Διακυβέρνησης στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ Στίβεν Λεβίτσκυ, το αποκαλεί «ανταγωνιστικό αυταρχισμό». Πρόκειται για ένα σύστημα που δεν απαιτεί την καταστροφή μιας δεδομένης συνταγματικής τάξης, ούτε επιβάλλει μονοκομματική δικτατορία. Ο ανταγωνιστικός αυταρχισμός ανέχεται την εκλογική δοκιμασία, όταν όμως το κόμμα που κερδίζει τις εκλογές ανεβαίνει στην εξουσία, κάνει πολύ υψηλό και επίπονο το κόστος της αντιπολίτευσης να το εκτοπίσει από αυτήν. Με άλλα λόγια κάνει κατάχρηση της εξουσίας υπέρ του.

Στη βάση αυτής της θεωρητικής κατασκευής ο καθηγητής Λεβίτσκυ και ο συνάδελφός του Λούκαυ Γουναιη, του Πανεπιστημίου του Τορόντο, στην επιθεώρηση «Φορέιν Αφαιρς» (Μάρτιος – Απρίλιος 2025) υπογραμμίζουν ότι, ο Ντόναλντ Τράμπ, με βάση τις αρχές του ανταγωνιστικού αυταρχισμού, έχει βάλει στόχο να μεταμορφώσει την πολιτική ζωή στις Ηνωμένες Πολιτείες σε πρώτη φάση και στη Δύση στη συνέχεια.

«…Όπως έγινε σαφές από την αναταραχή που προκάλεσαν οι συνταγματικές εκτελεστικές διαταγές του Τράμπ, το κόστος της δημόσιας αντιπολίτευσης θα αυξηθεί σημαντικά. Οι δωρητές του Δημοκρατικού Κόμματος ενδέχεται να στοχοποιηθούν από την IRS. Οι εταιρείες που χρηματοδοτούν ομάδες πολιτικών δικαιωμάτων, ενδέχεται να αντιμετωπίσουν αυξημένο φορολογικό και νομικό έλεγχο ή να βρουν εμπόδια στις εργασίες τους από τις ρυθμιστικές αρχές. Τα κρίσιμα μέσα ενημέρωσης πιθανότατα θα αντιμετωπίσουν δαπανηρές μηνύσεις συκοφαντικής δυσφήμισης ή άλλες νομικές ενέργειες, καθώς και πολιτικές αντιποίνων κατά των μητρικών τους εταιρειών. Οι Αμερικανοί θα εξακολουθούν να είναι σε θέση να αντιταχθούν στην κυβέρνηση, αλλά η αντιπολίτευση θα είναι πιο σκληρή και πιο επικίνδυνη, οδηγώντας πολλές ελίτ και πολίτες να αποφασίσουν ότι ο αγώνας δεν αξίζει τον κόπο. Μια αποτυχία αντίστασης, ωστόσο, θα μπορούσε να ανοίξει το δρόμο για αυταρχική περιχαράκωση – με σοβαρές και διαρκείς συνέπειες για την παγκόσμια δημοκρατία.

Όμως, μεγάλο μέρος του επερχόμενου αυταρχισμού θα πάρει μια λιγότερο ορατή μορφή: την πολιτικοποίηση και την ακραία ενδυνάμωση της κυβερνητικής γραφειοκρατίας. Τα σύγχρονα κράτη είναι ισχυρές οντότητες. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ απασχολεί πάνω από δύο εκατομμύρια ανθρώπους και έχει ετήσιο προϋπολογισμό σχεδόν 7 τρισεκατομμύρια δολάρια. Οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι χρησιμεύουν ως σημαντικοί διαιτητές της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Βοηθούν να προσδιοριστεί ποιος διώκεται για εγκλήματα, ποιος φόρος ελέγχεται, πότε και πώς εφαρμόζονται οι κανόνες και οι κανονισμοί, ποιοι οργανισμοί έχουν καθεστώς φορολογικής απαλλαγής, ποιες ιδιωτικές εταιρείες λαμβάνουν συμβόλαια για τη διαπίστευση πανεπιστημίων και ποιες εταιρείες προμηθεύονται με κρίσιμες άδειες, παραχωρήσεις, συμβόλαια, επιδοτήσεις, απαλλαγές από δασμούς και προγράμματα διάσωσης. Ακόμη και σε χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες που έχουν σχετικά μικρές κυβερνήσεις, αυτή η εξουσία δημιουργεί μια πληθώρα ευκαιριών για τους ηγέτες να επιβραβεύουν τους συμμάχους και να τιμωρούν τους αντιπάλους. Καμία δημοκρατία δεν είναι εντελώς απαλλαγμένη από τέτοια πολιτικοποίηση. Αλλά όταν οι κυβερνήσεις οπλίζουν το κράτος χρησιμοποιώντας τη δύναμή του για να μειονεκτήσουν και να αποδυναμώσουν συστηματικά την αντιπολίτευση, υπονομεύουν τη φιλελεύθερη..

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο όλες οι καθιερωμένες δημοκρατίες έχουν επεξεργασμένα σύνολα νόμων, κανόνων και κανόνων για να αποτρέψουν την άκριτη δύναμη του κράτους. Αυτές οι ρυθμίσεις περιλαμβάνουν ανεξάρτητες δικαστικές αρχές, κεντρικές τράπεζες και εκλογικές αρχές και δημόσιες υπηρεσίες με προστασία της απασχόλησης.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν επίσης αναπτύξει ένα εκτεταμένο σύνολο κανόνων και αρχών για να αποτρέψουν την πολιτικοποίηση βασικών κρατικών θεσμών. Αυτά περιλαμβάνουν την επιβεβαίωση από τη Γερουσία διορισθέντων προέδρων, τη ισόβια θητεία για τους δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου, την ασφάλεια της θητείας για τον πρόεδρο της Ομοσπονδιακής Κεντρικής Τράπεζας{Fed}, τη δεκαετή θητεία για τους διευθυντές του FBI και την πενταετή θητεία για τους διευθυντές της IRS. Οι ένοπλες δυνάμεις προστατεύονται από την πολιτικοποίηση από αυτό που ο νομικός μελετητής Zacharγ Price περιγράφει ως «μια ασυνήθιστα «παχιά επικάλυψη καταστατικών» που διέπει τον διορισμό, την προαγωγή και την απομάκρυνση στρατιωτικών αξιωματικών.

Αν ο Τράμπ καταφέρει να «απλοποιήσει» αυτό το σύστημα προς όφελος του, όπως αυτό συνέβη στην Τουρκία του Eρντογάν, την Ουγγαρία του Ορμπαν, την Ινδία του Modi, τη Βενεζουέλα του Μαδούρο και το Ελ Σαλβαδόρ του Μπακέλε, τότε το νέα για τον φιλελεύθερο δυτικά κόσμο δεν θα είναι ιδιαίτερα καλά.

Ωστόσο στις παραπάνω διαπιστώσεις των δύο Αμερικανών Καθηγητών, θα πρέπει να προσθέσουμε ότι ο καλύτερος σύμμαχος του Τράμπ στην Αμερική, ήταν αυτό το ίδιο το Δημοκρατικό Κόμμα.

Διαπράττονται σοβαρά λάθη στρατηγικής αλλά και πολιτικής κουλτούρας, το Δημοκρατικό Κόμμα, έβαλε στην άκρη ένα μεγάλο μέρος της αμερικανικής μεσαίας τάξης και πλειοδότησε σε κουλτούρα αφύπνισης (woke), η οποία στην ουσία δεν είναι τίποτε περισσότερο από την ιδεολογική οργάνωση ενός νέου σκοταδισμού.

Υπό αυτές τις συνθήκες, η σημερινή Αμερική βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι, το οποίο θα μπορούσε να την οδηγήσει και σε σοβαρά για το δυτικό κόσμο αδιέξοδα. Και στην ΕΕ πολλά εξαρτώνται από ποιαν «γνώσιν έχουν οι φύλακες» και οι περί αυτούς πολίτες.