Τι διδάσκει η ιστορία για τον στόχο του Πούτιν στην Ουκρανία… Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου

47

Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου

Είναι λυπηρό να βλέπει κανείς Δυτικούς διπλωμάτες, πολιτικούς και δημοσιογράφους να προσεγγίζουν τη ρωσική πραγματικότητα μόνο με δυτικά κριτήρια και με πενιχρή γνώση της χιλιόχρονης ρωσικής ιστορίας.

Ακόμη δε πιο λυπηρή είναι η σχεδόν παντελής άγνοια της αποκαλούμενης «βαθιάς Ρωσίας», η οποία απέχει αισθητά από του να μοιάζει με τη Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη. Οι θύλακες δυτικών αξιών και αρχών, που υπάρχουν όντως στις δύο μεγάλες ρωσικές πόλεις, αποπροσανατολίζουν τον δυτικό παρατηρητή και άρα οδηγούν σε λάθος εκτιμήσεις και διαπιστώσεις.

Όπως έγραφε στο περιεκτικό βιβλίο του ο συγγραφέας και βαθύς γνώστης της ρωσικής πραγματικότητας Δημήτρης Τριανταφυλλίδης (1959-2024), «Η αυτοκρατορική νοσταλγία της Ρωσίας», η χώρα των τσάρων και μετέπειτα παγκόσμια μητρόπολη του κομμουνισμού, αυτοπροσδιορίζεται ως ένας ξεχωριστός και διάφορος από τον ευρωπαϊκό και εν γένει δυτικό πολιτισμό οργανισμός.

«…Στηριζόμενη στους τρεις βασικούς της πυλώνες: τον ρωσικό εθνικι­σμό, τη ρωσική εκδοχή της Ορθόδοξης πίστης και τον εγγενή απολυταρχισμό, η Ρωσία πορεύτηκε και πορεύεται στους αιώνες, προσπαθώντας να συνδυάσει τη σαγήνη που ασκεί επάνω της ο ευρωπαϊκός πολιτισμός και την ορμέφυτη ροπή της προς την ασιατική σκληρότητα..», έγραφε ο Δημ. Τριανταφυλλόπουλος. Και με τη διαπίστωσή του, έδινε κλειδί ερμηνείας της θηριωδίας του σταλινισμού – λενινισμού την περίοδο του κομμουνισμού στη Ρωσία.

Αυτή η δισυπόστατη φύση της, αυτός ο εσωτε­ρικός διχασμός, αυτή η διττή διάσταση στη λει­τουργία της, αποτελεί το κεντρικό υπαρξιακό πρόβλημα του ρωσικού πολιτισμού. Κάθε φορά που η Ρωσία αυτοκαταστρέφεται, νιώθει την ανά­γκη να προσεγγίσει τον ευρωπαϊκό πολιτισμό και να δανειστεί από αυτόν βέλτιστες πρακτικές και θεσμούς, προκειμένου να αναλάβει δυνάμεις και να ανακάμψει στο ιστορικό προσκήνιο. Αυτό έγινε και το 1992, όταν το σοβιετικό σύστημα κατέρρευσε.

Οι αντίπαλοι του συστήματος βοήθησαν το τότε νεοπαγές ρωσικό καθεστώς να σταθεί στα πόδια του. Κάθε φορά, όμως, που η Ρωσία νιώθει δυνατή και γεμάτη αυτοπεποίθηση, όχι μόνο απομακρύνεται από τον δυτικό πολιτισμό, αλλά υποκύπτει στον πειρασμό να του αντιπαρατεθεί, ακόμη και δια της ισχύος των όπλων.

Έτσι, ενώ τη δεκαετία του ’90 του 20ου αιώνα, η Ρωσία προσπάθησε, ανεπιτυχώς, να προσεγγίσει την Ευρώπη και τη Δύση εν γένει, γοητευμένη από την ικανότητά της να απορροφά τους κραδασμούς του συστήματος που προέρχονται από τις εσωτε­ρικές του αντιθέσεις, με την αυγή του νέου 21ου αιώνα, καταβάλλοντας ιδιαίτερες προσπάθειες, δημιούργησε όλες τις προϋποθέσεις για την ανα­βίωση των προαναφερθέντων τριών πυλώνων  της,

Η ανάληψη της ηγεσίας από τον Βλαντίμιρ Πούτιν, προϊόν συμβιβασμού ανάμεσα στην παλιά – κομματική, κρατική και οικονομική νομενκλατού­ρα και τις μυστικές υπηρεσίες, ήταν το έναυσμα για την αναβίωση του μεγάλου, αυτοκρατορικού οράματος της Ρωσίας.

Με την άνοδό του στην εξουσία, ο Πούτιν και το σύστημα που ο ίδιος προσωποποιεί και ενσαρκώνει, δήλωσαν ξεκάθαρα πως στόχος τους είναι η αναγόρευση της Ρωσίας σε παγκόσμιο γεωπολιτι­κό παίκτη, αμφισβητώντας όλες τις διευθετήσεις τόσο μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, όσο και μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και του λεγόμενου «σοσιαλιστικού στρατοπέδου», γεγονότα που οι ίδιοι θεωρούσαν «τη μεγαλύτερη γεωπολιτική καταστροφή του 20ου αιώνα».

Νιώθοντας πως χάρη στα έσοδα από τις ενεργειακές της εξα­γωγές, η Ρωσία ξεπερνάει τις οικονομικές δυσκολίες και ανακτά μέρος της παλιάς ισχύος και κλέ­ους, η ρωσική ηγεσία άρχισε να καταστρώνει σχέδια επανόδου στην παγκόσμια γεωπολιτική σκακιέρα, αναζητώντας, παράλληλα, τη θεωρητική τεκμηρίωση των μεγαλεπήβολων σχεδίων της.

Στο πλαίσιο αυτό, η ρωσική ηγεσία, σήμερα εφαρμόζει δύο στρατηγικές:

Η πρώτη, που έχει και θεωρητικό – ιδεολογικό χαρακτήρα, όπως πολύ σωστά επισήμαινε και ο Δημ. Τριανταφυλλίδης, έγκειται στην «γεωπολιτική επιστροφή» στην αποκαλούμενη Σλαβοφιλία. Αυτή η τελευταία, τριακόσια και πλέον χρόνια τώρα, αποτελεί την κυρίαρχη σχολή σκέψης, όχι μόνο για το κατεστημένο της Ρωσίας, αλλά και για τον λεγόμενο «βαθύ ρωσικό λαό».

Η ιδεολογία αυτή, συνοδεύεται από πρακτικής πλευράς και από την εγκατάσταση στη Ρωσία μιας «οικονομίας πολέμου», από την οποίαν σε καμιά περίπτωση ο Πούτιν δεν θέλει να κάνει πίσω. Διότι αν συμβεί κάτι παρόμοιο τότε το βίαιο καθεστώς του κλονίζεται. Ήδη υπάρχουν ενδείξεις για μια τέτοια εξέλιξη.

Υπό τις παραπάνω συνθήκες, όπως πολύ εύστοχα έγραψε ο Γιάννης Πρεντεντέρης, «ο Πούτιν δεν θέλει ειρήνη, την Ουκρανία θέλει».

Κορυφαίοι ειδικοί έτσι, προειδοποιούν, ο καθένας με τα δικά του λόγια, πως «ο Πούτιν θέλει να καταρρίψει την παγκόσμια τάξη που επικράτησε από το 1945» (Badie, Wieviorka, Vimont..,)

Κάποιοι γείτονες της Ρωσίας το βλέπουν αυτό. Η Φινλανδία για παράδειγμα, ετοιμάζεται να αποτελέσει τον επόμενο στόχο. Και θα ακολουθήσουν οι βαλτικές χώρες. Συνεπώς σήμερα, ο Πούτιν δεν διαπραγματεύεται. Κερδίζει απλώς χρόνο με απαιτήσεις που ξέρει ότι κανείς δεν μπορεί να αποδεχτεί.

Ουσιαστικά ζητεί τη μετατροπή της Ουκρανίας σε μια υποτελή ουδέτερη χώρα. Κάτι ανάλογο με την «φινλανδοποίηση», που είχε πετύχει με τη Φινλανδία η Σοβιετική Ένωση μετά το 1945. Τι άλλο μπορεί να σημαίνει η ουσιαστική κατάργηση της ανεξαρτησίας της Ουκρανίας που καταφανώς ο Πούτιν διεκδικεί με κάθε μέσο;

Και αυτός είναι ο λόγος που τώρα συγκεντρώνει στρατεύματα στα ρωσοφινλανδικά σύνορα. Μόνο οι ηλίθιοι ή οι πράκτορες κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν τι επιδιώκει να επιβάλει με την απειλή ότι «θα πολεμούμε όσο χρειαστεί».

Η τακτική του έχει μια λογική. Προφανώς ποντάρει στην αδυναμία του Τραμπ να αφοσιωθεί επί μακρόν σε ένα θέμα, το οποίο δεν καταλαβαίνει ή δεν τον νοιάζει ιδιαίτερα. Αλλά και στη βαρεμάρα που θα επικρατήσει στη Δύση με έναν ατέλειωτο πόλεμο.

Είναι προφανές έτσι ότι οι επιδιώξεις και οι μέθοδοι του Πούτιν αμφισβητούν την ουσία του πολιτισμού μας. Αν γίνουν αποδεκτές, τότε κανείς δεν θα μπορεί να αισθάνεται ασφαλής πουθενά και για οτιδήποτε. Με πιο απλά λόγια, η ανασυγκρότηση μιας ζώνης «ρωσικής κυριαρχίας» στη οποία θα υπάρχει και κινεζική εγγύηση, μας αφορά όλους. Κι από την ιστορία έχουμε μάθει πως τέτοιες επιχειρήσεις κυριαρχίας αναχαιτίζονται μόνο με έναν τρόπο: την ήττα.

Και εδώ στην Ελλάδα, ας μη ξεχνάμε, ότι πάντα η σημερινή «μεγάλη φίλη» της Τουρκίας και της αρχαίας Περσίας, είχε έναν κορυφαίο στόχο: την έξοδο και παρουσία στο Αιγαίο. Στο οποίο, εμμέσως, ήδη έχουν πρόσβαση οι σημερινοί προστάτες και χρηματοδότες του Πούτιν, οι Κινέζοι.

Κατά τα άλλα…. εις υγείαν.

Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

Πηγή: euro2day.gr