Αφγανιστάν: Η «μεγάλη αυταπάτη» έφερε το χάος στον «τάφο των αυτοκρατοριών»… Της Σοφίας Βούλτεψη

269

Της Σοφίας Βούλτεψη

Όποιος πιστεύει πως στο Αφγανιστάν το λάθος έγινε τώρα, μάλλον κάνει λάθος. Είκοσι χρόνια τώρα οι Δυτικοί ζούσαν μέσα σε μια αυταπάτη: Είχαν γίνει αποδεκτοί από την ελίτ της χώρας και φαντάστηκαν πως αυτή εκπροσωπούσε το σύνολο του λαού. Όχι δεν συμβαίνουν αυτά. Και πάντως όχι στη χώρα που έλαβε το προσωνύμιο «ο τάφος των αυτοκρατοριών».

Οι Ταλιμπάν άνοιξαν απλά την πόρτα και μπήκαν χωρίς να δοθεί ούτε μια μάχη. Όποιος γνωρίζει το Αφγανιστάν και την Ιστορία του δεν ένιωσε την παραμικρή έκπληξη.

Στα τελευταία σαράντα χρόνια πολέμου και ταραχών, εκατομμύρια Αφγανοί έχουν εγκαταλείψει τη χώρα. Μόνο μέσα σε έξι μήνες από τη χώρα έχουν φύγει 500.000 άνθρωποι.

Στο Πακιστάν βρίσκονται ήδη 3 εκατομμύρια Αφγανοί, από τους οποίους οι μισοί έχουν αναγνωριστεί ως πρόσφυγες. Στο Ιράν βρίσκονται επισήμως 1 εκ. Αφγανοί πρόσφυγες, ενώ υπολογίζεται πως άλλα 2,5 εκ. παραμένουν εκεί παράνομα και με ληγμένα τα αφγανικά τους διαβατήρια. Χώρια εκείνοι που βρίσκονται στην Τουρκία.

Ναι, αλλά αφού, όπως έλεγαν τέσσερις Αμερικανοί Πρόεδροι, δύο Ρεπουμπλικανοί και δύο Δημοκρατικοί, η επιχείρηση πήγαινε καλά και, κατά τον Μπάιντεν, «ολοκληρώθηκε επιτυχώς» – «δεν θα παραδώσω αυτόν τον πόλεμο σε έναν πέμπτο Πρόεδρο», δήλωσε ο Μπάιντεν – τότε γιατί οι Αφγανοί συνέχισαν να φεύγουν από τη χώρα τους;

Η αλήθεια είναι πως η χώρα δεν απέκτησε ποτέ ούτε θεσμούς, ούτε κοινοβουλευτική λειτουργία – μόνο κυβέρνηση. Οι μεταρρυθμίσεις εφαρμόστηκαν επιφανειακά και μόνο στην Καμπούλ και σε μερικές μεγάλες πόλεις. Η ύπαιθρος είχε αφεθεί στο έλεος της ισλαμικής τρομοκρατίας, που στα μεγάλα κέντρα εκδηλωνόταν με φονικές βομβιστικές επιθέσεις.

Οι Ταλιμπάν ουδέποτε εκριζώθηκαν. Οι αφέντες του πολέμου επέβαλλαν τους νόμους τους στην ύπαιθρο, την οποία χρησιμοποιούσαν ως ορμητήριο. Έχοντας περιβάλει τον σκοταδισμό τους με ιδεολογικό μανδύα, την κρίσιμη ώρα αποδείχθηκαν πιο αποτελεσματικοί από έναν πολυπληθή στρατό, οι επικεφαλής του οποίου έγιναν τμήμα μιας προνομιούχας νομενκλατούρας, με αποτέλεσμα ο στρατός αυτός να αποκτήσει μισθοφορικά χαρακτηριστικά.

Οι ΗΠΑ επένδυσαν περί τα 83 δις δολάρια στην εκπαίδευση και τον εξοπλισμό του αφγανικού στρατού. Αλλά την κρίσιμη ώρα άνθρωποι και (αμερικανικά) όπλα παραδόθηκαν στους Ταλιμπάν που δεν αριθμούν πάνω από 75.000 άνδρες. Πολλοί προσχώρησαν στους Ταλιμπάν, λέγοντας πως δεν ήθελαν να υπηρετούν άλλο μια διεφθαρμένη κυβέρνηση που μερικές φορές δεν τους παρείχε ούτε την τροφή τους.

Επιπλέον, δεν δημιουργήθηκαν κόμματα. Οι Παστούν, αλλά και οι Χαζάροι και οι Τατζίκοι συνδέονται λόγω εθνοτικής καταγωγής. Από την άλλη πλευρά στη συνείδηση του λαού οι Ταλιμπάν είχαν ταυτιστεί με εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες, κυρίως κατά της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.

Κρύβονταν πίσω από τον πόλεμο στη Συρία

Έτσι, την ώρα που η Δύση κατασκεύαζε ένα υβριδικό κράτος με Στρατό άνω των 300.000 πολύ καλά εξοπλισμένο, δημιουργούσε συγχρόνως την αίσθηση πως επρόκειτο για μια… ειρηνευτική αποστολή.

Δεν ήταν! Η Δύση επέμεινε να εθελοτυφλεί μπροστά σε μια αδύναμη κυβέρνηση περιορισμένης ευθύνης που κατηγορείτο για διαφθορά. Και συνέχισε να παρακολουθεί τον κόσμο να φεύγει – από την φτώχεια και την τρομοκρατία – από μια χώρα που διατηρεί σύνορα με πέντε άλλες χώρες (Ιράν, Τατζικιστάν, Τουρκμενιστάν, Κίνα και Πακιστάν).

Κρύφτηκαν όλοι πίσω από τον υπερδεκαετή πλέον πόλεμο στη Συρία (άλλη αποτυχία κι’ αυτή) και προτιμούσαν να βλέπουν μόνο Σύρους πρόσφυγες. Διαφορετικά, έπρεπε να εξηγήσουν για ποιον λόγο τόσοι πολλοί Αφγανοί φεύγουν από την πατρίδα τους. Και να παραδεχθούν άλλο ένα λάθος.

Από εθελοτυφλία σε εθελοτυφλία, έκαναν πως δεν έβλεπαν από πού έφθαναν οι Αφγανοί στην Τουρκία. Από το Πακιστάν, βέβαια, μεγάλο σύμμαχο της Τουρκίας, χώρα με την οποία και τώρα δηλώνει πως θέλει να «συνεργαστεί» ο Ερντογάν.

Για τους Αμερικανούς, ο στόχος επετεύχθη: Οι ΗΠΑ, με την υποστήριξη του ΝΑΤΟ (δηλαδή με την παρουσία εκεί και άλλων χωρών) μπήκαν στο Αφγανιστάν μετά τις βομβιστικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στην καρδιά της Αμερικής, για να εξουδετερώσουν την Αλ Κάιντα, στα μέλη της οποίας οι Ταλιμπάν πρόσφεραν καταφύγιο.

Πόσο διαρκεί η… διάρκεια;

Ο στόχος επετεύχθη το 2011 με την εκτέλεση του Οσάμα Μπιν Λάντα. Ο πόλεμος στο Αφγανιστάν, ο «πρώτος του 21ου αιώνα», ονομάστηκε εκ των προτέρων «Δεκαετής Πόλεμος», προκειμένου να προετοιμαστεί η αμερικανική κοινή γνώμη για την διάρκειά του. Αυτήν την «διάρκεια» είχαν στο νου τους και όσοι ονόμαζαν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του «Διαρκή Δικαιοσύνη» και «Διαρκή Ελευθερία».

Τη διάρκεια είχε άλλωστε στο νου του και ο Πρόεδρος Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι, όταν επέλεγε τη ακόλουθη προπαγανδιστική τακτική για να περιγράψει τον Ψυχρό Πόλεμο και την κούρσα των εξοπλισμών, στις 20 Ιανουαρίου 1961, ημέρα της ορκωμοσίας του: «Η σάλπιγγα μας καλεί ξανά. Δεν μας καλεί στη μάχη, αν και σε μάχη βρισκόμαστε. Δεν μας καλεί στα όπλα, αν και θα χρειαστούμε όπλα. Αλλά μας καλεί να σηκώσουμε το βάρος ενός μακροχρόνιου αγώνα που θα διεξάγεται στο λυκαυγές, χρόνος  μπαίνει, χρόνος βγαίνει…».

Πόσο, όμως, διαρκεί η… διάρκεια; Κράτησε είκοσι χρόνια – εκ των οποίων τα τελευταία δέκα εντελώς αποτυχημένα. Στις Ηνωμένες Πολιτείες έφθαναν καθημερινά οι ειδήσεις για την δράση των Ταλιμπάν. Στο τέλος της εικοσαετίας, πέντε χιλιάδες Αμερικανοί στρατιώτες έχασαν τη ζωή τους και επέστρεψαν στην πατρίδα σε φέρετρα τυλιγμένα την Αστερόεσσα.

Ο Μπιν Λάντεν πέθανε, αλλά οι Ταλιμπάν ήταν εκεί. Και σκορπούσαν τον τρόμο. Η Ιστορία επαναλαμβανόταν. Η Δύση δεν είχε μάθει το μάθημά της. Ότι δηλαδή δεν αρκεί να καταλαμβάνεις μια χώρα και να την ελέγχεις στρατιωτικά. Πρέπει να της προσφέρεις Θεσμούς και ευημερία.

Και αφού κάτι τέτοιο και πάλι δεν συνέβη, συνέβη αυτό που είχε διατυπώσει στην ιστορική πια φράση του ο Καναδός θεωρητικός της επικοινωνίας Μάρσαλ Μακλούαν:

«Ο πόλεμος στο Βιετνάμ δεν χάθηκε στα πεδία των μαχών, αλλά στα σαλόνια των αμερικανικών σπιτιών»…

Τους έδωσαν το δαχτυλίδι!

Η μοίρα του Αφγανιστάν, λοιπόν, ήταν προδιαγεγραμμένη. Οι Αμερικανοί δεν θα έμεναν για πάντα. Και εφόσον αποφάσισαν να ζήσουν (και) την αυταπάτη της Καμπούλ, η δική τους στρατιωτική παρουσία θα αντικαθίστατο από μία άλλη – αυτή των Ταλιμπάν.

Έτσι πάει αυτό, όταν, όπως είπαμε, δεν δημιουργείς θεσμούς, αλλά στηρίζεσαι σε κυβερνήσεις που με τη σειρά τους στηρίζουν την ύπαρξή τους στη δική σου στρατιωτική παρουσία.

Και μια αξιοπρόσεκτη «λεπτομέρεια»: Ο σημερινός ηγέτης των Ταλιμπάν Αμπντούλ Γκάνι Μπαραντάρ (ιδρυτής μαζί με τον γαμπρό του Μοχάμαντ Ομάρ) των Ταλιμπάν,  και που βρέθηκαν μαζί στην εξουσία το 1996 για πέντε χρόνια, κρατείτο σε μια φυλακή του Πακιστάν όταν, το 2018, η διοίκηση Τραμπ ζήτησε την απελευθέρωσή του για να διαπραγματευτεί μαζί του!

Οι διαπραγματεύσεις έγιναν στο Κατάρ και κατέληξαν, τον Φεβρουάριο του 2020, στην Συμφωνία της Ντόχα, βάσει της οποίας οι Αμερικανοί θα αποχωρούσαν από τη χώρα ως το τέλος του 2021, χωρίς η μία πλευρά να… ενοχλήσει την άλλη! Έτσι άνοιξε ο δρόμος για τις σημερινές εξελίξεις, με τον Τζον Μπάιντεν να εφαρμόζει τη συμφωνία. Στην ουσία δηλαδή οι Ταλιμπάν πήραν το δαχτυλίδι.

Το λεπίδι και τα ναρκωτικά

Υπάρχει στρατηγικός στόχος πέραν της επιστροφής των παιδιών της Αμερικής στην πατρίδα; Χωρίς αμφιβολία. Οι Αμερικανοί φεύγουν αφήνοντας ένα αμφίστομο λεπίδι στα πλευρά της Ρωσίας και της Κίνας. Βέβαια, επισήμως έχει διατυπωθεί η άποψη πως η διαφορά ανάμεσα στους Ταλιμπάν και στον ISIS είναι πως, αν και διατηρούν μια ισχυρή «θυγατρική» στο γειτονικό Πακιστάν, υποστηρίζουν πως δεν φιλοδοξούν να επεκταθούν εκτός Αφγανιστάν.

Από την πλευρά της, η Μόσχα ανακάλυψε πως οι Ταλιμπάν είναι πιο συνεννοήσιμοι από την προηγούμενη «κυβέρνηση μαριονεττών». Προφανώς, αφού τα νήματα των «μαριονεττών» κινούσαν τάχα οι Δυτικοί. Αυτό, όμως, μένει να το δείξει ο χρόνος. Στο παρελθόν, ούτε η Ρωσία είχε πέσει μέσα στις εκτιμήσεις της.

Όσο για τους Ταλιμπάν, δεν έχουν πρόβλημα χρηματοδότησης του χαλιφάτου τους. Το φονταμενταλιστικό κίνημά τους ζει από το εμπόριο της ηρωίνης και τους φόρους των αγροτών.

Στα είκοσι αυτά χρόνια, οι Ταλιμπάν συνέχισαν, όπως είπαμε, να ελέγχουν μεγάλο μέρος της χώρας, κυρίως στα ανατολικά, στα σύνορα με το Πακιστάν. Και βέβαια, συνέχισαν την καλλιέργεια του οπίου από όπου παράγεται η ηρωίνη. Οι Ταλιμπάν επιβάλλουν φόρους σε κάθε φάση της παραγωγής και του εμπορίου, ενώ δραστηριοποιούνται και στο παράνομο εμπόριο ορυκτών.

Σύμφωνα με μια μελέτη του ΝΑΤΟ, μόνο το 2020 κέρδισαν 1,6 δις δολάρια, γεγονός που τους προσφέρει μια πρωτοφανή οικονομική αυτονομία. Το λεπίδι πασπαλίζεται με ναρκωτικά και στρέφεται εναντίον όλης της ανθρωπότητας.

Σαράντα χρόνια πόλεμοι

Οι ΗΠΑ δεν είναι η μόνη υπερδύναμη που αναμίχθηκε στο Αφγανιστάν. Στη δεκαετία του 1980, είχαμε την ανάμιξη της τότε Σοβιετικής Ένωσης. Η οποία, όμως, στηρίχθηκε σε ένα ισχυρό γηγενές κομμουνιστικό κόμμα υπό τον Μοχάμεντ Νατζιμπουλάχ. Στέλεχος του Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος του Αφγανιστάν από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, επικεφαλής της μυστικής αστυνομίας για πολλά χρόνια, κάθισε στην προεδρική καρέκλα το 1986.

Και άρχισε ο πόλεμος. Οι Ταλιμπάν πολέμησαν σκληρά τον σοβιετικό στρατό, υποστηριζόμενοι από την Δύση. Και εξεδίωξαν τα σοβιετικά στρατεύματα το 1989. Ο Νατζιμπουλάχ παρέμεινε μεταβατικά στην εξουσία για άλλα τρία χρόνια. Και τελικά, το 1996, πέθανε στα χέρια των Ταλιμπάν.

Προσπάθησε να διαφύγει στην Ινδία, δεν τα κατάφερε, έζησε στα γραφεία των Ηνωμένων Εθνών μέχρι το 1996, οπότε οι Ταλιμπάν, τους οποίους οι δυτικοί συνέχιζαν να ενισχύουν, μπήκαν στην Καμπούλ. Άρπαξαν τον Νατζιμπουλάχ και τον αδελφό του από τα χέρια του ΟΗΕ, τους βασάνισαν μέχρι θανάτου και κρέμασαν τα νεκρά κορμιά τους σε ένα φανάρι.

Η Σοβιετική Ένωση έδειξε το ενδιαφέρον της για το Αφγανιστάν ήδη από την δεκαετία του 1920, καθώς οι μπολσεβίκοι θεωρούσαν σημαντική την σταθερότητα στην χώρα αυτή για την ασφάλεια της δικής τους νεοσύστατης κομμουνιστικής αυτοκρατορίας. Ο σοβιετικός στρατός πολέμησε και συνέτριψε τους μουσουλμάνους αντάρτες, τους «μπασμάτσι» όπως τους αποκαλούσαν, στη δεκαετία του 1930, με την βοήθεια του Βασιλικού Αφγανικού Στρατού.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 το Αφγανιστάν εντασσόταν ήδη στους τέσσερις μεγαλύτερους αποδέκτες σοβιετικής βοήθειας – οικονομικής και στρατιωτικής.

Το «Μεγάλο Παιχνίδι» στην καρδιά του Ψυχρού Πολέμου

Σύντομα το Αφγανιστάν βρέθηκε στο επίκεντρο του Ψυχρού Πολέμου – εκεί όπου, όπως όλα δείχνουν, βρίσκεται και πάλι. Η χώρα εδραιωνόταν στη δική της ξεχωριστή θέση στο κατά Ράντγιαρντ Κίπλινγκ «Μεγάλο Παιχνίδι», που διεξαγόταν στη «Μεγάλη Σκακιέρα».

Άλλωστε, ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα στην περιοχή αντιμέτωπες είχαν βρεθεί η Αγγλία και η Ρωσία. Οι δύο χώρες κινούσαν τα πιόνια στην ασιατική σκακιέρα και δημιουργούσαν συμμαχίες και αντιπαλότητες ανάλογα με τις συνθήκες της στιγμής.

Το «Μεγάλο Παιχνίδι» συνεχίστηκε με τη σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν, το 1979. Τη θέση της Αγγλίας είχαν πλέον πάρει οι ΗΠΑ, που επίσης έσπευσαν να αναζητήσουν συμμάχους στην περιοχή. Ανάμεσά τους και το Πακιστάν. Μετά την αποχώρηση των σοβιετικών στρατευμάτων και τη διάλυση της ΕΣΣΔ, το Πακιστάν εξέθρεψε τους Ταλιμπάν, που το 1996 κυριάρχησαν στο Αφγανιστάν.

Δεν ήταν καινούργιο το αμερικανικό ενδιαφέρον. Ξεκίνησε παράλληλα με το σοβιετικό. Στο τέλος της δεκαετίας του 1950, οι Αμερικανοί κατασκεύασαν το φράγμα στον ποταμό Χελμάντ, που πηγάζει από τον μεγάλο ορεινό όγκο Χίντου Κους, για να υδρεύονται και να ηλεκτροδοτούνται οι νότιες περιοχές της χώρας. Οι Σοβιετικοί από την πλευρά τους κατασκεύασαν την Σήραγγα στο Πέρασμα του Σαλάνγκ, που συνέδεσε τις βόρειες και τις νότιες επαρχίες.

Οι πρώτοι ηγέτες των μουτζαχεντίν, που αγωνίστηκαν κατά της σοβιετικής εισβολής, συμπεριλαμβανομένου και του Ισμαήλ Χαν, ο οποίος τέθηκε επικεφαλής της εξέγερσης από την πόλη Χεράτ, το 1979, είχαν εκπαιδευτεί στη Σοβιετική Ένωση. Ενώ πολλοί Αφγανοί διανοούμενοι και πολιτικοί, ανάμεσά τους ο πρωθυπουργός Χαφιζουλάχ Αμίν, είχαν σπουδάσει στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Κομμουνισμός και Ισλάμ: Η μεγάλη σύγκρουση

Είχαν προηγηθεί δύσκολα χρόνια για τη χώρα. Το 1969 ξεκίνησε μια μακρά περίοδος ξηρασίας και λιμού. Για τέσσερα χρόνια οι άνθρωποι πέθαιναν από την πείνα. Το 1973 ο στρατηγός Μοχάμεντ Νταούντ ανέτρεψε τον αδελφό του, βασιλιά Μοχάμεντ Ζαχίρ Σαχ, κατήργησε την μοναρχία και έγινε ο πρώτος πρόεδρος της Δημοκρατίας. Αντιμετώπισε με βία τους ισλαμιστές και τους κομμουνιστές, που μάχονταν μεταξύ τους, και έστειλε τους ηγέτες τους στην εξορία, στο Πακιστάν.

Με αφορμή την δολοφονία ενός υψηλόβαθμου στελέχους τους, οι Αφγανοί κομμουνιστές πραγματοποιούν επίθεση στο προεδρικό μέγαρο, σκοτώνουν τον Νταούντ και καταλαμβάνουν την εξουσία. Το κομμουνιστικό κόμμα παραμένει διχασμένο, ανάμεσα στο «Χαλκ» (Λαός) και το Παρτσάμ. Ακολουθούν μεγάλες μεταρρυθμίσεις, που ωστόσο συνοδεύονταν από βίαιες εκκαθαρίσεις.

Με το Ισλάμ βαθιά ριζωμένο, γρήγορα οι κομμουνιστές βρέθηκαν αντιμέτωποι με τους ισλαμιστές, που τους κατηγορούσαν ότι δεν πίστευαν στο Ισλάμ και έφερναν καινά δαιμόνια στην εκπαίδευση των γυναικών.

Δημιουργήθηκε έτσι ένας νέος διχασμός – ανάμεσα στις πόλεις και την ύπαιθρο, τους μεταρρυθμιστές και τους ισλαμιστές.

Τον Μάρτιο του 1979, οι ισλαμιστές της Χεράτ πήραν τα όπλα, ενθαρρυμένοι και από την καθαίρεση του Σάχη και την επιστροφή του Χομεϊνί στο γειτονικό Ιράν.

Τον Σεπτέμβριο του 1979, ο πρόεδρος Ταράκι, εκλεκτός των Σοβιετικών, βρίσκεται νεκρός, δεμένος στο κρεβάτι του. Του έχουν προκαλέσει πνιγμό με ένα μαξιλάρι. Με εντολή του μετέπειτα πρωθυπουργού, συντρόφου του και ανταγωνιστή του στο «Χαλκ», Χαφιζουλάχ Αμίν. Το Κρεμλίνο θεωρεί ότι η δολοφονία διατάχθηκε από τις ΗΠΑ, καθώς στη δεκαετία του 1960 ο Αμίν είχε κάνει το διδακτορικό του στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια.

Τον Δεκέμβριο του 1979, ο Κόκκινος Στρατός εισβάλλει στο Αφγανιστάν και σκοτώνει τον Αμίν. Αναλαμβάνει ο Μπαμπράκ Καρμάλ, στέλεχος των μετριοπαθών κομμουνιστών. Τον Ιούλιο του 1979 οι ΗΠΑ αρχίζουν να εξοπλίζουν τους μουτζαχεντίν.

Ο πόλεμος κρατά δέκα χρόνια. Τον Φεβρουάριο του 1989, το τελευταίο σοβιετικό τανκ πέρασε από την Γέφυρα Φιλίας, στο βόρειο τμήμα του ποταμού Αμού-Ντάρια (Ώξος της αρχαιότητας).

Και τότε άρχισε ο νέος κύκλος της βίας. Μέχρι τις μέρες μας…

Μόνο που αυτή τη φορά για τους Αφγανούς που εδώ και σαράντα χρόνια εγκαταλείπουν κατά εκατοντάδες χιλιάδες την πατρίδα τους, ο δρόμος της μετανάστευσης δεν σταματά στις γειτονικές χώρες. Υπάρχει η Τουρκία, πάντα έτοιμη να τους εργαλειοποιήσει.

Κι’ αν η Ευρώπη δεν συνειδητοποιήσει πως το «Μεγάλο Παιχνίδι» παίζεται πια στο έδαφός της, μας περιμένουν δραματικές στιγμές…

Πηγή: elzoni.gr