Της Σώτης Τριανταφύλλου
Η Καμπούλ έπεσε και το Αφγανιστάν πέρασε στα χέρια των Ταλιμπάν. Τι σημαίνει αυτό σε μια άμεση ανάλυση από την Σώτη Τριανταφύλλου
Το έχω γράψει αρκετές φορές σχολιάζοντας την εξωτερική αμερικανική πολιτική. Όποιος την ερμηνεύει βάσει «συμφερόντων», βάσει κάποιας κακόβουλης ιμπεριαλιστικής στρατηγικής, δεν γνωρίζει τις ΗΠΑ και δεν κατανοεί πώς λειτουργούν οι συσχετισμοί των δυνάμεων στο εσωτερικό τους. Η αμερικανική πολιτική δεν είναι ορθολογική: μερικές φορές επηρεάζεται από μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα, πάντοτε από το δόγμα «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου» και κατά καιρούς από κάποια μορφή ιδεαλισμού. Προπάντων, επηρεάζεται από την ανάγκη επίδειξης παγκόσμιας πρωτιάς και ισχύος. Από την άλλη πλευρά, οι διεθνείς πολιτικές δυνάμεις που πιέζουν υπέρ της τάχα αυτοδιάθεσης των λαών και εναντίον των επεμβάσεων έχουν προσφέρει κακές υπηρεσίες στους λαούς τους οποίους υποτίθεται ότι στηρίζουν. Όταν υπήρχε η Σοβιετική Ένωση, ένα μέρος των αντι-ιμπεριαλιστών με τη χρυσή καρδιά χειροκροτούσε τις σοβιετικές επεμβάσεις και καταδίκαζε τις αμερικανικές -ίσως παραδεχόταν τουλάχιστον ότι μερικοί λαοί έχουν υποστεί τέτοιες καταστροφές από την έλλειψη πόρων και τις θρησκείες ώστε χρειάζονται εξωτερική βοήθεια, τουτέστιν «ξένη επέμβαση»· παραλλήλως, επιθυμούσαν την επέκταση της σοβιετικής αυτοκρατορίας.
Χθες οι Ταλιμπάν μπήκαν στην Καμπούλ και ο πρόεδρος της χώρας Ασράφ Γκάνι κατέφυγε στο Τατζικιστάν. The game is over. Το αποτέλεσμα ήταν προδιαγεγραμμένο: μετά την 9/11 ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζορτζ Γ. Μπους, διέταξε την εισβολή στο Αφγανιστάν με σκοπό την ανατροπή του καθεστώτος των Ταλιμπάν, που ήταν, γενικά μιλώντας, υπεύθυνο για την ισλαμική τρομοκρατία. Στη συνέχεια, διασκόρπισε, εσφαλμένα, τις δυνάμεις του εισβάλλοντας στο Ιράκ με ψεύτικους ισχυρισμούς, εντείνοντας τον αντιαμερικανισμό στη Μέση Ανατολή και καθιστώντας ακόμα δυσκολότερη οποιαδήποτε αμερικανική παρουσία στην ευρύτερη περιοχή, ιδιαίτερα στην ισλαμική Κεντρική Ασία. Οι Αφγανοί δεν ήθελαν τους Αμερικανούς στο έδαφός τους: εξάλλου, κανείς δεν τους θέλει. Οι Αμερικανοί έχουν ταλέντο στο να επιβαρύνουν τη θέση τους: κατηγόρησαν το Ιράκ για κατοχή βιολογικών ή και πυρηνικών όπλων, εκτέλεσαν τον Σαντάμ Χουσεΐν χωρίς καμιά δικαιοδοσία και φρόντισαν να μη δαπανήσουν μεγάλα ποσά για την ανάπτυξη του Αφγανιστάν. Εξάλλου, είχαν ιστορικό αλαζονείας, φρικαλεοτήτων και αποτυχίας. Η τελευταία τους επιτυχία χρονολογούνταν από τον πόλεμο της Κορέας όταν η νότια Κορέα διασώθηκε από τον κομμουνισμό με τη βοήθεια πολλών χωρών, όχι μόνο των ΗΠΑ. Εν πάση περιπτώσει, οι ΗΠΑ αποφάσισαν να βάλουν τάξη στο Αφγανιστάν χωρίς να ξέρουν τίποτα από τη χώρα· από την παράδοσή της, από το βάρος του Ισλάμ κι από τα όσα είχαν συμβεί όταν επενέβησαν οι Σοβιετικοί στηρίζοντας ένα μαρξιστικό καθεστώς με καλή προαίρεση αλλά ισχνά λαϊκά ερείσματα.
…ένα μεγάλο μέρος του αφγανικού λαού, αν και επιθυμεί την ειρήνη, επιθυμεί επίσης καθεστώς Σαρία και εθνική ανεξαρτησία
Είκοσι χρόνια μετά την 9/11 τα εναπομείναντα αμερικανικά και νατοϊκά στρατεύματα αποχώρησαν. Έτσι κι αλλιώς, η παρουσία τους δεν ήταν τέτοια ώστε να μπορεί να αλλάξει τα δεδομένα: ένα μεγάλο μέρος του αφγανικού λαού, αν και επιθυμεί την ειρήνη, επιθυμεί επίσης καθεστώς Σαρία και εθνική ανεξαρτησία. Χωρίς βεβαίως να έχει τις απαραίτητες πληροφορίες για το πώς θα μπορέσει να επιζήσει με τέτοιο καθεστώς και χωρίς εξωτερική βοήθεια. Από την πλευρά της, η αμερικανική διοίκηση προβάλλει το λογικοφανές επιχείρημα ότι οι ΗΠΑ δεν μπορούν να παραμείνουν στο Αφγανιστάν για πάντα, πράγμα που ωστόσο προϋποθέτει ότι η εικοσαετής αμερικανική παρουσία έχει αποφέρει καρπούς, έχει δημιουργήσει δηλαδή κάποιες δομές και θεσμούς οι οποίοι ωφέλησαν τόσο τους Αφγανούς ώστε να μην επιζητούν το καθεστώς που τους υπόσχονται οι Ταλιμπάν. Αυτό δεν συνέβη για πολλούς λόγους, κυρίως όμως διότι οι Αμερικανοί πήγαν στο Αφγανιστάν με σφιχτό μπάτζετ και με την αποστολή «εναντίον της τρομοκρατίας». Δεν πήγαν για να χτίσουν κράτος, πήγαν για να εμποδίσουν την εκροή τρομοκρατίας στη Δύση. Η δε απόφαση του Τζο Μπάιντεν δεν ήταν ούτε ξαφνική, ούτε βιαστική: ο Ντόναλντ Τραμπ είχε διαπραγματευτεί με τους Ταλιμπάν και είχε ορίσει την ημερομηνία της αποχώρησης με αντάλλαγμα τη σχετική ασφάλεια των Αμερικανών στρατιωτών, οι απώλειες των οποίων ήταν λίγες τα τελευταία χρόνια.
Για να γίνει αποδεκτή η αμερικανική επέμβαση, έπρεπε να δαπανηθούν τεράστια ποσά έτσι ώστε η οικονομική ευμάρεια να αντισταθμίσει την εθνικιστική και θρησκευτική αντίσταση των Αφγανών. Η οικονομική ευμάρεια συγκινεί όλους τους λαούς οι οποίοι διαφέρουν σε αξίες, προκαταλήψεις, όνειρα και αυταπάτες -αλλά βεβαίως οι ΗΠΑ δεν ούτε είχαν απεριόριστες οικονομικές δυνατότητες, ούτε μπορούν να αφοσιωθούν στο Αφγανιστάν, έχουν κι άλλες έγνοιες. Εκτός του οικονομικού προβλήματος, δεν κατάφεραν να εκπαιδεύσουν στρατιωτικά τον, ας πούμε, επίσημο αφγανικό στρατό ώστε να μπορεί να αντιμετωπίσει τους Ταλιμπάν με τις δικές του δυνάμεις: πώς να εκπαιδεύσεις ανθρώπους που δεν καταλαβαίνεις καθόλου; Και που δεν σε καταλαβαίνουν κι αυτοί; Οι Αμερικανοί στο Αφγανιστάν ήταν σαν εξωγήινοι. Και ήσαν λίγοι, πολύ λίγοι: τα τελευταία δύο χρόνια, οι στρατιωτικές δυνάμεις είχαν μειωθεί στα 2.500 άτομα· το να μιλάμε για «αποχώρηση στρατευμάτων» είναι υπερβολή. Ήδη από την εποχή του Ομπάμα, ο οποίος απέφευγε τις δραστικές αλλαγές στην εξωτερική πολιτική, η αμερικανική παρουσία ήταν καχεκτική, πράγμα που, μεταξύ άλλων, εμπόδισε την καλή οργάνωση ενός εθνικού στρατού τόσο στο Ιράκ όσο και στο Αφγανιστάν, προκειμένου, όπως λέει σήμερα ο Τζο Μπάιντεν, «να τα βγάλουν πέρα μοναχοί τους». Υπάρχει και μια υποσημείωση: είναι κάπως ασυνάρτητο να οργανώνεις αποτελεσματικό, καλά εξοπλισμένο, εθνικό στρατό σε χώρες όπου ο υπόλοιπος πληθυσμός δεν έχει επαρκή τροφή. Σήμερα, οι λεγόμενοι κομάντος ή Ειδικές Δυνάμεις τις οποίες συγκρότησαν οι Αμερικανοί δεν ξεπερνούν τους 25.000 στρατιώτες: για να μιλάμε για εθνικό στρατό που να μπορεί να αντιμετωπίσει τους Ταλιμπάν, υπολογίζω ότι το Αφγανιστάν θα χρειαζόταν πάνω από 300.000 καλά εκπαιδευμένους άνδρες χωρίς επαφές με τους Ταλιμπάν και χωρίς πολιτικοθρησκευτικές αμφισημίες. Ένας τέτοιος στόχος ήταν ανέφικτος.
Προπάντων, οι Αμερικανοί δεν καταλάβαιναν και δεν καταλαβαίνουν πώς ένας Αφγανός μπορεί να είναι σήμερα με το μέρος τους και αύριο να συντάσσεται με τους Ταλιμπάν: κι όμως, σε λαούς χωρίς εγγραμματισμό και με φανατικές θρησκείες το φαινόμενο είναι πάρα πολύ συνηθισμένο· οι άνθρωποι ακολουθούν εκείνον που θα τους δώσει ψωμί, πολύ περισσότερο όταν στο πρόσωπό του βλέπουν τον ίδιο τους τον εαυτό. Η άγνοια και η αμηχανία των Αμερικανών σχετικά με το Αφγανιστάν αποδεικνύεται κι αυτές τις μέρες όπου έχουν εκπλαγεί με την επέλαση και τον θρίαμβο των φονταμενταλιστών. Επιβεβαιώνεται το στερεότυπο της αμερικανικής αφέλειας που μπορεί να πάρει διαστάσεις κακοήθους ηλιθιότητας: αν και οι ΗΠΑ διατηρούν δήθεν φιλικές σχέσεις με τις χώρες που τροφοδοτούν και ενισχύουν τους Ταλιμπάν -το Πακιστάν, το Κατάρ- δεν φαίνεται να κάνουν τον κόπο να πιέζουν ή/και να εκβιάζουν αυτές τις χώρες προκειμένου να εγκαταλείψουν τις ισλαμιστικές τους εκστρατείες. Η αμερικανική διπλωματία είναι για τα μπάζα: δεν υπάρχει κρυφό νόημα, ούτε ιδιαίτερη εκζήτηση και πολυπλοκότητα. Είναι απλούστατα λάθος.
Για να καταλάβουμε πώς έχουν τα πράγματα στο Αφγανιστάν, πρέπει να φανταστούμε μια προνεωτερική κατάσταση χωρίς οργανωμένο κράτος και με κοινωνικούς θύλακες όπου παίρνουν αποφάσεις αυτοσχέδιες τοπικές πολιτοφυλακές: δεν τίθεται κανένα ζήτημα πολιτικής λογοδοσίας ή δικαίου. Το Αφγανιστάν δείχνει σε όσους από μας δεν πιστεύουν στον νόμο και στην τάξη τι μπορεί να συμβεί χωρίς νόμο και τάξη. Έτσι, οι Αμερικανοί σήκωσαν τα χέρια ψηλά· δεν έκαναν τίποτα για να καταπολεμήσουν τη διαφθορά αυτών των πολιτοφυλακών· για παράδειγμα, το εμπόριο ναρκωτικών από όπου αντλούν πόρους. Το ίδιο είχαν κάνει και οι Σοβιετικοί, ή μάλλον δεν είχαν κάνει: το εμπόριο ναρκωτικών χρονολογείται από πολύ παλιότερα και, αν οι Σοβιετικοί είχαν την ευκαιρία να χτίσουν κράτος στο Αφγανιστάν, δεν την εκμεταλλεύτηκαν. Ή, εν πάση περιπτώσει, απέτυχαν. Και στη δική τους περίπτωση η διεθνής κατακραυγή μέτρησε εναντίον τους: το 1979 δεξιοί, σοσιαλιστές και υπεραριστεροί έπεσαν να τους φάνε για την επέμβαση η οποία τους στοίχισε πολύ ακριβά. Η διαφορά πάντως ανάμεσα στην αμερικανική και στη σοβιετική επέμβαση είναι ότι η πρώτη είχε «αντιτρομοκρατικό» χαρακτήρα (whatever that means), ενώ η δεύτερη είχε στόχο δημιουργίας κράτους. Οι Σοβιετικοί ήξεραν να χτίζουν κράτη -με τον τρόπο τους.
Δυο γενιές Αφγανών έχουν γεννηθεί, μεγαλώσει, γεράσει και ίσως πεθάνει βιαίως μέσα στον πόλεμο και στην ακραία φτώχεια
Αλλά, όλα αυτά τα χρόνια, και καθώς οι μουτζαχεντίν μεταμορφώθηκαν στους Ταλιμπάν, οι εκτεταμένες ζημιές από τους πολέμους και το brain drain φτώχυναν ακόμα περισσότερο τη χώρα. Το Αφγανιστάν per se δεν έχει οικονομικό ενδιαφέρον για τη Δύση: δεν γίνονται εισβολές και πόλεμοι ούτε για τα ρόδια, ούτε για τα κιλίμια· και παρότι σήμερα είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας οπίου παγκοσμίως, τα έσοδα από την ηρωίνη δεν στάζουν στους Αφγανούς. Όσο για τα περιβόητα μεταλλεύματα, αν και η αξία τους εκτιμάται σε 1-3 τρις δολάρια, θα πρέπει να δούμε στην πράξη πόσο θα στοίχιζε η εξόρυξη.
Δυο γενιές Αφγανών έχουν γεννηθεί, μεγαλώσει, γεράσει και ίσως πεθάνει βιαίως μέσα στον πόλεμο και στην ακραία φτώχεια. Όσο για την τρομερή και καταστροφική άνοδο του Ισλάμ, το οποίο φυσικά προϋπήρχε, ευθύνονται, σε μεγάλο βαθμό, οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους· όχι μόνο στο Αφγανιστάν αλλά και στο Ιράν όπου η ευθύνη τους είναι ακόμα πιο χειροπιαστή ήδη από το πραξικόπημα του 1953. Σήμερα, η αμερικανική διοίκηση μοιάζει να λέει «σας βαρεθήκαμε», ενώ οι liberals, ενώ αντιτίθενται στις εξωτερικές επεμβάσεις γενικά, ισχυρίζονται ότι οι εμφύλιοι πόλεμοι στο Αφγανιστάν δεν οφείλονται στους Αφγανούς αλλά στη Σοβιετική Ένωση η οποία μπούκαρε ως μη όφειλε το 1979. Δεν είναι τόσο απλό και σίγουρα η κατάσταση στο Αφγανιστάν είναι αποτέλεσμα πολλών παραγόντων μερικοί από τους οποίους εξαρτώνται από τις ΗΠΑ, ενώ άλλοι είναι πλέον εντελώς ανεξάρτητοι.
Το διακύβευμα στο Αφγανιστάν δεν είναι η δημοκρατία, είναι η επιβίωση σε περιβάλλον σχετικής ειρήνης, η ελαχιστοποίηση της βίας και της αυθαιρεσίας
Τι πρέπει να γίνει για να αποφευχθεί η αιματοχυσία (το άλλο πρόβλημα, το προσφυγικό κύμα, μου φαίνεται αυτή τη στιγμή δευτερεύον αν και αφορά περισσότερο τους ίδιους τους Αφγανούς παρά εμάς): πρέπει να στριμωχτεί και να τιμωρηθεί το Πακιστάν· να μηδενιστεί η στρατιωτική και υλική βοήθεια σε όλες τις χώρες που στηρίζουν τους Ταλιμπάν, ακόμα και σ’ εκείνες που κρατούν διφορούμενη στάση (Σαουδική Αραβία, Εμιράτα). Πιστεύω ότι δεν υπάρχει καμιά, μα καμιά, πιθανότητα διαπραγμάτευσης με τους Ταλιμπάν: δεν είναι ρεαλιστικό ―το αν είναι «ηθικό» καλύτερα να μην το συζητάμε. Το Αφγανιστάν βρίσκεται υπό την εξουσία δολοφόνων οι οποίοι ωστόσο έχουν πείσει ένα μέρος των Αφγανών για τις καλές τους προθέσεις (με αφγανικά κριτήρια): πώς θα επιζήσει αυτή η εξουσία χωρίς εξωτερική βοήθεια, μόνο ο Αλλάχ το ξέρει. Κι εδώ μπαίνει ενδεχομένως ο ρόλος των ΗΠΑ και της Ευρώπης· οι Ταλιμπάν δεν θα αντέξουν σε οικονομική απομόνωση. Εννοείται ότι την οικονομική απομόνωση δεν θα την πληρώσουν μόνο οι Ταλιμπάν, θα την πληρώσουν όλοι οι Αφγανοί. Δεν βλέπω όμως άλλη λύση.
Τι περιμένουμε να γίνει: κατ’ αρχάς να δούμε πώς οι Ταλιμπάν θα μεταχειριστούν τους εχθρούς τους (θα τους αποκεφαλίσουν όλους; θα τους φυλακίσουν σε στρατόπεδα; κτλ)· στη συνέχεια, πώς θα εξελιχθεί η πείνα -οι συγκρούσεις έχουν καταστρέψει την αγροτική παραγωγή: τα βερίκοκα, τα πεπόνια- τέλος, και προπάντων, ποιες θα είναι οι συμμαχίες που θα επιδιώξουν οι ισλαμιστές. Το διακύβευμα στο Αφγανιστάν δεν είναι η δημοκρατία, είναι η επιβίωση σε περιβάλλον σχετικής ειρήνης, η ελαχιστοποίηση της βίας και της αυθαιρεσίας. Αυτοί που έχουν μιλήσει για ανθρωπιστική κρίση στην Ελλάδα, ας κοιτάξουν με τα μυωπικά τους μάτια το Αφγανιστάν: το φιάσκο της πολιτικής, το φιάσκο της οικονομίας, το φιάσκο της θρησκείας και της ανθρώπινης κατάστασης.
Πηγή: athensvoice.gr