Άγιο Όρος : Στην άκρη του γκρεμού

71
Αναζητώντας τη Θέωση στην άκρη του γκρεμού. Καρούλια, Άγιο Όρος.
image.jpeg

Η εφημερίδα Guardian βρέθηκε εκεί για ένα μεγάλο φωτογραφικό οδοιπορικό στο Άγιον Όρος και μεταξύ άλλων επισκέφθηκε και τους ερημίτες στα Καρούλια  Είναι σκήτη και βρίσκεται ανάμεσα στη Μικρή Αγία Άννα και τα Καρούλια. Υπάρχουν 22 ερημητήρια με 35 μοναχούς. Υπάγεται στη Μονή της Μεγίστης Λαύρας.
Το Άγιον Όρος, φιλοξενεί μία από τις παλαιότερες μοναστικές κοινότητες στη Γη.

Το βουνό κατοικήθηκε από τους αρχαίους χρόνους και είναι γνωστό για τη σχεδόν 1800χρονη συνεχή χριστιανική του παρουσία και τις μακρές ιστορικές μοναστικές παραδόσεις του, οι οποίες χρονολογούνται τουλάχιστον από τον 9ο αιώνα.
Στα μοναστήρια, πάνω από δύο χιλιάδες μοναχοί ζουν μια ασκητική ζωή, απομονωμένη από τον υπόλοιπο κόσμο.

Στα Καρούλια οι ασκητές ζουν σαν τα πουλιά. Μένουν σε αυτοσχέδια σπίτια στην άκρη των γκρεμών, δεν καλλιεργούν και δεν αποθηκεύουν τίποτα, και τρέφονται με ό,τι βρουν – ό,τι τους στείλει ο Θεός. Πρόκειται για μια περιοχή  στην «έρημο» του Αγίου Όρους και στην οποία βρίσκονται ησυχαστήρια της. Είναι συνέχεια από τα Κατουνάκια (ησυχαστήρια και αυτά σε ομαλό έδαφος στη διαδρομή από τη Μονή Μεγίστης Λαύρας προς τη Σκήτη της Αγίας Άννας) προς τη θάλασσα. Η περιοχή είναι βραχώδης, άνυδρη και ιδιαίτερα απόκρημνη. Υπάρχουν σπηλιές ορισμένες από τις οποίες χρησιμοποιήθηκαν από ασκητές και στην επέκτασή τους ενσωμάτωσαν αυτοσχέδια ησυχαστήρια. Το όνομα της περιοχής προέρχεται από την τροχαλία (καρούλι) που χρησιμοποιούν οι ερημίτες για να κρεμάσουν το καλάθι, όπου οι περαστικοί μοναχοί, προσκυνητές ή ψαράδες βάζουν νερό και κομμάτι ψωμιού.

Σε όλη την περιοχή των Καρουλίων διασώζονται δεκαέξι και κατοικούνται δέκα από αυτά. Σήμερα κατοικούν δέκα γέροντες που ασχολούνται με την ξυλογλυπτική, την ζωγραφική και εργόχειρα.
 

image.jpeg

Ένας απόκρημνος ορεινός όγκος τα Καρούλια και εκεί, μια χούφτα μοναχών έχουν χτίσει μικρά σπιτάκια που κρέμονται επισφαλώς στην άκρη του βράχου με τα κύματα να γλύφουν τα βράχια μερικά μέτρα πιο κάτω.
 

image.jpeg

Οι ξύλινες σκάλες που είναι καρφωμένες στα βράχια, χρησιμεύουν στους ερημίτες για να ανέβουν και να κατέβουν το βουνό.

image.jpeg

Μερικοί από αυτούς τους μοναχούς, ειδικά εκείνοι που είναι γέροι και αδύναμοι, δεν έχουν εγκαταλείψει το βουνό εδώ και 60 χρόνια!

image.jpeg

 
Ο πατέρας Αρσένιος στην είσοδο του κελιού του. Δεν έχει φύγει από εκεί εδώ και 64 χρόνια και πλέον είναι αρκετά ηλικιωμένος για να μπορέσει να κατέβει από τους βράχους που κυκλώνουν την απόκρημνη μοναστική κατοικία του
Τα οστά του μοναχού που κατοικούσε σε αυτό το κελί φυλάσσονται σε ασημένιο κουτί. Συνηθίζεται, ο μοναχός ακόμη και μετά τον θάνατο του να παραμένει στον χώρο που έζησε.
 

image.jpeg

Αυτή η ζωή είναι ένα ράπισμα στον δικό μας σύγχρονο τρόπο ζωής.
 

image.jpeg

Ο Νίκος Καζαντζάκης όταν επισκέφθηκε τα τρομερά ΚΑΡΟΥΛΙΑ του Αγίου Όρους το 1914

image.jpeg

 
Να και η περιγραφή του για τους ασκητές στα Καρούλια:
 

image.jpeg

Ἀπὸ τὴν «Ἀναφορὰ στὸν Γκρέκο», ἐκδ. Ἑλ. Καζαντζάκη, 1964.
«Τελείωνε πιὰ τὸ προσκύνημά μας. Τὶς παραμονὲς τοῦ μισεμοῦ πῆρα τὸν ἀνήφορο μοναχός, ν᾿ ἀνέβω στ᾿ ἄγρια ἡσυχαστήρια, ἀνάμεσα στοὺς βράχους ἀψηλὰ ἀπάνω ἀπὸ τὴ θάλασσα, στὰ Καρούλια. Τρυπωμένοι μέσα σὲ σπηλιές, ζοῦν ἐκεῖ καὶ προσεύχουνται γιὰ τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου, καθένας μακριὰ ἀπὸ τὸν ἄλλο, γιὰ νὰ μὴν ἔχουν καὶ τὴν παρηγοριὰ νὰ βλέπουν ἀνθρώπους, οἱ πιὸ ἄγριοι, οἱ πιὸ ἅγιοι ἀσκητὲς τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Ἕνα καλαθάκι ἔχουν κρεμασμένο στὴ θάλασσα, κι οἱ βάρκες ποὺ τυχαίνει κάποτε νὰ περνοῦν ζυγώνουν καὶ ρίχνουν μέσα λίγο ψωμί, ἐλιές, ὅ,τι ἔχουν, γιὰ νὰ μὴν ἀφήσουν τοὺς ἀσκητὲς νὰ πεθάνουν τῆς πείνας. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἄγριους αὐτοὺς ἀσκητὲς τρελαίνουνται· θαρροῦν πὼς ἔκαμαν φτερά, πετοῦν ἀπάνω ἀπὸ τὸν γκρεμὸ καὶ γκρεμίζουνται· κάτω ὁ γιαλὸς εἶναι γεμάτος κόκκαλα.
Ἀνάμεσα στοὺς ἐρημίτες τούτους ζοῦσε τὰ χρόνια ἐκεῖνα, ξακουστὸς γιὰ τὴν ἁγιοσύνη του, ὁ Μακάριος ὁ Σπηλαιώτης. Αὐτὸν κίνησα νὰ δῶ· ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ πάτησα στὸ ἱερὸ βουνό, εἶχα πάρει τὴν ἀπόφαση νὰ πάω νὰ τὸν δῶ, νὰ σκύψω νὰ τοῦ φιλήσω τὸ χέρι καὶ νὰ τοῦ ξομολογηθῶ. Ὄχι τὰ κρίματά μου, δὲν πίστευα νά ῾χα κάμει ὡς τότε πολλά, ὄχι τὰ κρίματά μου παρὰ τὴν ἑωσφορικὴ ἀλαζονεία ποὺ συχνὰ μ᾿ ἔσπρωχνε νὰ μιλῶ μὲ ἀναίδεια γιὰ τὰ ἑφτὰ μυστήρια καὶ τὶς δέκα ἐντολὲς καὶ νὰ θέλω νὰ χαράξω δικό μου δεκάλογο.
Ἔφτασα κατὰ τὸ μεσημέρι στ᾿ ἀσκηταριά· τρῦπες μαῦρες στὸν γκρεμό, σιδερένιοι σταυροὶ καρφωμένοι στοὺς βράχους, ἕνας σκελετὸς πρόβαλε ἀπὸ μιὰ σπηλιά, τρόμαξα· σὰ νὰ ῾χε φτάσει κιόλας ἡ Δευτέρα Παρουσία καὶ ξεπρόβαλε ὁ σκελετὸς αὐτὸς ἀπὸ τὴ γῆς καὶ δὲν εἶχε ἀκόμα προφτάσει νὰ ντυθεῖ ὅλες τὶς σάρκες του. Φόβος κι ἀηδία μὲ κυρίεψε, καὶ συνάμα κρυφὸς ἀνομολόγητος θαμασμός· δὲν τόλμησα νὰ τὸν ζυγώσω, τὸν ρώτησα ἀπὸ μακριά· ἅπλωσε τὸ ξεραμένο μπράτσο, ἀμίλητος, καὶ μοῦ ῾δειξε μιὰ μαύρη σπηλιὰ ἀψηλὰ στὰ χείλια τοῦ γκρεμοῦ.
Πῆρα ν᾿ ἀνεβαίνω πάλι τοὺς βράχους, μὲ καταξέσκισαν τ᾿ ἀγκρίφια τους, ἔφτασα στὴ σπηλιά. Ἔσκυψα νὰ δῶ μέσα· μυρωδιὰ χωματίλα καὶ λιβάνι, σκοτάδι βαθύ· σιγὰ-σιγὰ διέκρινα ἕνα σταμνάκι δεξά, σὲ μιὰ σκισμάδα τοῦ βράχου, τίποτα ἄλλο· ἔκαμα νὰ φωνάξω, μὰ ἡ σιωπὴ μέσα στὸ σκοτάδι ἐτοῦτο μοῦ φάνηκε τόσο ἱερή, τόσο ἀνησυχαστική, ποὺ δὲν τόλμησα· σὰν ἁμαρτία, σὰν ἱεροσυλία μοῦ φάνηκε ἐδῶ ἡ φωνὴ τοῦ ἀνθρώπου.
Εἶχαν πιὰ συνηθίσει τὰ μάτια μου στὸ σκοτάδι, κι ὡς τὰ γούρλωνα καὶ κοίταζα, ἕνας φωσφορισμὸς ἁπαλός, ἕνα πρόσωπο χλωμό, δυὸ χέρια σκελεθρωμένα κουνήθηκαν στὸ βάθος τῆς σπηλιᾶς κι ἀκούστηκε γλυκιὰ ξεπνεμένη φωνή:
— Καλῶς τον!
Ἔκαμα κουράγιο, μπῆκα στὴ σπηλιά, προχώρησα κατὰ τὴ φωνή. Κουλουριασμένος χάμω, εἶχε σηκώσει τὸ κεφάλι ὁ ἀσκητής, καὶ διέκρινα στὸ μεσόφωτο τὸ πρόσωπό του ἄτριχο, φαγωμένο ἀπὸ τὶς ἀγρύπνιες καὶ τὴν πείνα, μὲ ἀδειανοὺς βολβούς, νὰ γυαλίζει βυθισμένο σὲ ἀνείπωτη μακαριότητα· τὰ μαλλιά του εἶχαν πέσει, ἔλαμπε τὸ κεφάλι του σὰν κρανίο.
— Εὐλόγησον, πάτερ, εἶπα κι ἔσκυψα νὰ τοῦ φιλήσω τὸ κοκαλιασμένο χέρι.
Κάμποση ὥρα σωπαίναμε· κοίταζα μὲ ἀπληστία τὴν ψυχὴ τούτη ποὺ εἶχε ἐξαφανίσει τὸ κορμί της, αὐτὸ βάραινε τὶς φτεροῦγες της καὶ δὲν τὴν ἄφηνε ν᾿ ἀνέβει στὸν οὐρανό. Ἀνήλεο, ἀνθρωποφάγο θεριὸ ἡ ψυχὴ ποὺ πιστεύει· κρέατα, μάτια, μαλλιά, ὅλα τοῦ τά ῾χε φάει.
Δὲν ἤξερα τί νὰ πῶ, ἀπὸ ποῦ ν᾿ ἀρχίσω. Σὰν ἕνα στρατόπεδο ὕστερα ἀπὸ φοβερὴ σφαγή μοῦ φάνταζε τὸ σαράβαλο κορμὶ μπροστά μου· ξέκρινα ἀπάνω του τὶς νυχιὲς καὶ τὶς δαγκωματιὲς τοῦ Πειρασμοῦ.
Ἀποκότησα τέλος:
— Παλεύεις ἀκόμα μὲ τὸ Διάβολο, πάτερ Μακάριε; τὸν ρώτησα.
— Ὄχι πιά, παιδί μου· τώρα γέρασα, γέρασε κι αὐτὸς μαζί μου· δὲν ἔχει δύναμη· παλεύω μὲ τὸ Θεό.
— Μὲ τὸ Θεό! ἔκαμα ξαφνιασμένος· κι ἐλπίζεις νὰ νικήσεις;
— Ἐλπίζω νὰ νικηθῶ, παιδί μου· μοῦ ἀπόμειναν ἀκόμα τὰ κόκαλα· αὐτὰ ἀντιστέκουνται.
— Βαριὰ ἡ ζωή σου, γέροντά μου· θέλω κι ἐγὼ νὰ σωθῶ, δὲν ὑπάρχει ἄλλος δρόμος;
— Πιὸ βολικός; ἔκαμε ὁ ἀσκητὴς καὶ χαμογέλασε μὲ συμπόνια.
— Πιὸ ἀνθρώπινος, γέροντά μου.
— Ἕνας μονάχα δρόμος.
— Πῶς τὸν λέν;
— Ἀνήφορο· ν᾿ ἀνεβαίνεις ἕνα σκαλί· ἀπὸ τὸ χορτασμὸ στὴν πείνα, ἀπὸ τὸν ξεδιψασμὸ στὴ δίψα, ἀπὸ τὴ χαρὰ στὸν πόνο· στὴν κορφὴ τῆς πείνας, τῆς δίψας, τοῦ πόνου κάθεται ὁ Θεός. Στὴν κορφὴ τῆς καλοπέρασης κάθεται ὁ Διάβολος· διάλεξε.
— Εἶμαι ἀκόμα νέος· καλή ῾ναι ἡ γῆς, ἔχω καιρὸ νὰ διαλέξω.
Ἅπλωσε ὁ ἀσκητὴς τὰ πέντε κόκαλα τοῦ χεριοῦ του, ἄγγιξε τὸ γόνατό μου, μὲ σκούντηξε:
— Ξύπνα, παιδί μου, ξύπνα, πρὶν σὲ ξυπνήσει ὁ Χάρος.
Ἀνατρίχιασα».

Πέτρος Μάνεσης