Του Βασίλη Λογοθέτη*
Η εμπειρική έρευνα στα οικονομικά -και όχι μόνο- συχνά απαιτεί τη χρήση δεδομένων τα οποία δεν είναι διαθέσιμα από τους φορείς που είναι επιφορτισμένοι με το έργο της συλλογής και διάθεσης στατιστικών στοιχείων στο ευρύ κοινό. Το τι σημαίνει μια τέτοια έλλειψη για τον ερευνητή δεν είναι πάντοτε ξεκάθαρο, μια και δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου βρίσκεται αντιμέτωπος με μια σειρά μικρότερων ή μεγαλύτερων δυσκολιών. Στις τελευταίες περιλαμβάνονται η απροθυμία συνδρομής είτε λόγω του επιπλέον εργασιακού φόρτου που κάποιο αίτημα μπορεί να συνεπάγεται είτε λόγω μιας εκτεταμένης ευθυνοφοβίας που συχνά καλύπτεται πίσω από θολές δικαιολογίες περί προστασίας προσωπικών δεδομένων ή ακόμα και την απουσία ρητής εντολής περί διάθεσης στοιχείων από τη διοίκηση κάποιου οργανισμού ή υπουργείου.
Δεν είναι λίγες και οι φορές, ειδικά στις περιπτώσεις που το αίτημα αφορά τη χρήση αρχειακού υλικού, που τα εμπόδια στον ερευνητή δεν τίθενται μόνο σαν αποτέλεσμα μια κάποιας ρητής άρνησης αλλά και μέσα από ένα χρονοβόρο σύστημα πρόσβασης στους ίδιους τους φακέλους του αρχείου, με την προσπέλαση των ευρετηρίων καταλόγων να γίνεται υποχρεωτικά και μόνο από συγκεκριμένα τερματικά στον χώρο που φυλάσσεται το αρχείο ή δια μέσου της ύπαρξης ημερήσιου περιορισμού στο πλήθος των φακέλων που ο ερευνητής δύναται να δει. Το τελευταίο μπορεί επί της ουσίας να απαγορεύσει την πρόσβαση κάποιου στο αρχειακό υλικό, ειδικά στην περίπτωση όπου το τελευταίο στεγάζεται σε διαφορετική πόλη από τη βάση του ερευνητή και ο ερευνητής αδυνατεί να χρηματοδοτήσει από μόνος του, κάτι όχι ασυνήθιστο ανάμεσα στους υποψηφίους διδάκτορες, την παραμονή του σε μια άλλη πόλη επί μακρόν. Και τα προβλήματα δεν σταματούν εκεί, αφού και η συλλογή πειραματικών δεδομένων, μεθοδολογία με σημαντική ανάπτυξη και σημασία τα τελευταία χρόνια στην οικονομική επιστήμη, μπορεί να δυσχεραίνεται από άσχετες φορολογικού τύπου αποφάσεις της κεντρικής κυβέρνησης που μπλέκονται με τα πειραματικά πρωτόκολλα όταν τα τελευταία απαιτούν την επ’ αμοιβή συμμετοχή κάποιου στο πείραμα είτε από όποιου τύπου φοβικότητες γύρω από διενέργεια πειραμάτων, παρά την ύπαρξη συγκεκριμένων κανόνων συλλογής και διαχείρισης δεδομένων που λειτουργούν δεσμευτικά για τον εκάστοτε ερευνητή.
Φυσικά τα παραπάνω δεν αφορούν μόνο τον δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα αλλά και ιδιωτικές επιχειρήσεις όπου τα εμπόδια δύναται να είναι και ακόμα μεγαλύτερα. Το τελικό αποτέλεσμα όλων αυτών είναι συχνά ένα τεράστιο κόστος σε εργατοώρες ή ακόμα και πλήρης αδυναμία διεξαγωγής του ερευνητικού έργου- και με τα δύο να οδηγούν τον ερευνητή σε άλλα πιο βατά μονοπάτια. Τα τελευταία δεν είναι απαραίτητα λιγότερο ενδιαφέροντα ή μη σημαντικά, αλλά το πρόβλημα της μη εκπλήρωσης του όποιου ερευνητικού έργου κα της μη παραγωγής προτάσεων πολιτικής που θα εκπορευθούν από αυτό λόγω των όσων προαναφέρθηκαν δεν μπορεί να είναι αποδεκτό.
Υπάρχει η ανάγκη αλλαγής της νοοτροπίας σχετικά με τη βοήθεια στους ερευνητές και αυτό πρέπει να ξεκινήσει από τη γενική κυβέρνηση. Ευδιάκριτοι φορείς υποδοχής αιτημάτων σε οργανισμούς και υπουργεία, η ύπαρξη συγκεκριμένου συνδέσμου μεταξύ αυτών και των ερευνητών, συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα πρώτης απάντησης και υπολογισμός των ωρών απασχόλησης για τη βοήθεια προς τους ερευνητές στο ωράριο όσων συνδράμουν θα ήταν ένα σημαντικό πρώτο βήμα. Φυσικά η επιτάχυνση και η ολοκλήρωση της ψηφιοποίησης συλλογών και αρχείων είναι αυταπόδεικτης σημασίας για τη διευκόλυνση του έργου των ερευνητών. Μα πάνω από όλα όμως πρέπει να αλλάξει και η κουλτούρα γύρω από τα ίδια τα δεδομένα και τις αρχειακές πηγές. Ότι δηλαδή δεν αποτελούν κτήμα κάποιου αλλά πόρο που πρέπει να είναι στη διάθεση της ερευνητικής κοινότητας.
*λέκτορας Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Cardiff