ΑΚΙΝΗΤΑ ΚΑΙ ΚΟΣΤΟΣ ΖΩΗΣ… Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου

335

Εδώ και μήνες τώρα, τονίζουμε προς ώτα μη ακουόντων ότι τα πραγματικά αίτια του πληθωρισμού και της ακρίβειας δεν βρίσκονται μόνον στη φέτα, τις τομάτες και το ελαιόλαδο…

Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου

Ενώ η κυβέρνηση σε μια προσπάθεια παραπλανητικού λαϊκισμού επιδιώκει με διάφορες ενέργειες της και την προπαγάνδα της να πλήξει τη βιομηχανία ειδών διατροφής και ποτών, αποδίδοντας στις εταιρίες που συνθέτουν τον κλάδο ευθύνες για την ακρίβεια και τον πληθωρισμό, η πραγματικότητα για μιαν ακόμη φορά την διαψεύδει.

Κατ’ επανάληψη σε άρθρα μας τονίζουμε ότι τεράστιο πρόβλημα για τα νοικοκυριά είναι το θέμα της στέγασης και του κόστους της και έπονται οι τηλεπικοινωνίες, καύσιμα κλπ.

Επισημαίνουμε επίσης ότι στην παρούσα κατάσταση, η βιομηχανία ειδών διατροφής, κορυφαίος μεταποιητικός κλάδος της οικο0νομίαςς, είναι ο εύκολος και βολικός “αποδιοπομπαίος τράγος”,κυρίως επειδή στο χώρο αυτόν δραστηριοποιούνται κάποιες επώνυμες πολυεθνικές, οι οποίες εξ’ ορισμού είναι «κακές». Όμως ο “τράγος” αυτός συμμετέχει μόνον 22% στις δαπάνες ενός νοικοκυριού, έναντι 47% που είναι η αντίστοιχη συμμετοχή της στέγασης. Πάνω στο θέμα αυτό.αποκαλυπτικόείναι το άρθρο που έγραψε στην “Καθημερινή” ο σοβαρός συνάδελφος Νίκος Ρουσάνογλου, γνώστης της κτηματαγοράς, πριν λίγες ημέρες και στο οποίο μεταξύ άλλων αναφέρει:

“To 2013 στον Νέο Κόσμο ημιυπόγεια γκαρσονιέρα 26 τ.μ. πωλούνταν μόλις προς 6.000 ευρώ, ενώ στο Παγκράτι γκαρσονιέρα 27 τ.μ. είχε τιμή πώλησης 9.500 ευρώ. Επίσης, το 2011, στο Μετς μεζονέτα 110 τ.μ. (τριών επιπέδων, κατασκευής 1987), με απεριόριστη θέα ενοικιαζόταν προς 1.200 ευρώ.

Οι αξίες αυτές σήμερα είναι ανύπαρκτες, έχοντας αυξηθεί, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), από το 2017 έως το α’ τρίμηνο της φετινής χρονιάς κατά 66,4%, ως απόρροια της βελτίωσης των ρυθμών ανάπτυξης της οικονομίας και των θετικών προσδοκιών που δημιουργεί ο τουρισμός. Ωστόσο, όπως έχει αναφέρει σε πρόσφατη ανάλυσή της η ΤτΕ, η πορεία των τιμών ακινήτων είναι δυσανάλογη σε σχέση με την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος.

Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά τη δεκαετία 2012-2022, στην Ελλάδα καταγράφηκε η χαμηλότερη αύξηση του μέσου μισθού, σε ονομαστικούς όρους, μεταξύ των κρατών-μελών του ΟΟΣΑ, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα.

Με τα δεδομένα αυτά γίνεται αντιληπτό ότι η απόκτηση ακινήτου παραπέμπει σε ηράκλειο άθλο, ιδίως για νέα νοικοκυριά που δεν διαθέτουν συσσωρευμένες αποταμιεύσεις ή πρόσβαση σε χρηματοδότηση.

Σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση της συμβουλευτικής εταιρείας Cerved Property Services, απαιτούνται μισθοί 11,5 ετών σήμερα για την αγορά ενός διαμερίσματος επιφάνειας 60 τ.μ. και ηλικίας 20-30 ετών, λόγω του τριπλάσιου ρυθμού αύξησης των τιμών πώλησης κατοικιών, σε σύγκριση με τον αντίστοιχο ρυθμό ανόδου των μισθολογικών απολαβών….

Την ίδια περίοδο, (2018-2023) η μέση τιμή πώλησης κατοικίας στην Ελλάδα έχει σημειώσει αύξηση κατά 57%, αγγίζοντας τις 274.830 ευρώ, από 175.000 ευρώ το 2018. Αυτό σημαίνει ότι πλέον απαιτούνται 11,5 χρόνια για την απόκτηση ενός διαμερίσματος 60 τ.μ. Μόλις πριν από τρία χρόνια, το 2021, απαιτούνταν μισθοί 8,5 ετών για την απόκτηση του ίδιου ακινήτου (60 τ.μ., 30 ετών), διάστημα που ήταν εναρμονισμένο με τον διεθνή μέσο όρο.

Βάσει ανάλυσης της εταιρείας Green Estate, πέρυσι για την απόκτηση κατοικίας στις 20 περιοχές της Αττικής με την υψηλότερη αύξηση τιμών (Βάρη – Βούλα – Βουλιαγμένη, Γλυφάδα, Κηφισιά, Ελληνικό κ.λ.π.) προστέθηκαν 2,8 και 1,9 έτη εργασίας για μισθωτούς με μηνιαίες απολαβές 800 και 1.250 ευρώ αντίστοιχα. Για την εξασφάλιση στέγης σε 20 από τις φθηνότερες περιοχές, δηλαδή με τη μικρότερη άνοδο αξιών (π.χ. Μάνδρα, Φυλή, Ιλιον κ.ά.) απαιτούνται από πέρυσι από 5,5 έως 8 μήνες επιπρόσθετης εργασίας”.

Στα παραπάνω στοιχεία του αρθρογράφου προσθέτουμε και τις αυξήσεις στα ενοίκια οι οποίες μέσα σε μια τετραετία είναι ΔΕΚΑΠΛΑΣΙΕΣ του μέσου ετήσιου πληθωρισμού, με ότι αυτό συνεπάγεται για το κόστος ζωής και την οικονομική επιβίωση των νοικοκυριών.

Τώρα, το γιατί οι εξελίξεις αυτές δεν συγκινούν ιδιαίτερα το σύνολο του πολιτικού συστήματος είναι μια άλλη “πονεμένη ιστορία”, στην οποίαν κάποι στιγμή θα επανέλθουμε.