Ανάγκη για μια νέα, «επιθετική» στρατηγική… Του Θάνου Π. Ντόκου

237

Παρουσίαση του νέου βιβλίου του Γιάννη Βαληνάκη

Η Ελλάς των Τεσσάρων Θαλασσών. Το Σχέδιο «Ελλάς επί Τέσσερα»
εκδ. Ι. Σιδέρης, σελ. 335

Του Θάνου Π. Ντόκου*

Ο Γιάννης Βαληνάκης ανήκει στη σπάνια κατηγορία των πανεπιστημιακών με ικανότητα παραγωγής ρεαλιστικών και υλοποιήσιμων προτάσεων πολιτικής. Η πολιτική εμπειρία, αλλά και η πολυετής δραστηριοποίησή του στον χώρο των ερευνητικών ινστιτούτων καθιστούν τις απόψεις του στο «καυτό» ζήτημα των ελληνοτουρκικών σχέσεων ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες. Ενα «πυκνό» βιβλίο 335 σελίδων δεν μπορεί ασφαλώς να παρουσιαστεί επαρκώς μέσα σε μερικές παραγράφους. Θα περιοριστώ λοιπόν στην παράθεση ορισμένων απόψεων του συγγραφέα τις οποίες θεωρώ –προφανώς με ένα στοιχείο υποκειμενικότητας– εξαιρετικά επίκαιρες και χρήσιμες.

Ο Γ. Βαληνάκης δίδει μεγάλη σημασία στην αξιοποίηση της συμμετοχής της χώρας μας στην Ε.Ε., θεωρώντας την πολλαπλασιαστή ισχύος. Στο πλαίσιο αυτό, εκτιμά ότι η Ελλάδα πρέπει να αξιοποιήσει πλήρως την Ευρωπαϊκή Συνοριοφυλακή/Ακτοφυλακή, ενώ κεντρικό ζητούμενο πλέον είναι να εντάξουμε τον καθαρά εθνικό προβληματισμό και σχεδιασμό σεναρίων στην κατά καιρούς και με διαφορετικές μορφές και εντάσεις εμφανιζόμενη ευρωπαϊκή κινητικότητα στα ζητήματα άμυνας και ασφάλειας. Αναφέρεται στην «έξυπνη» στήριξη των εθνικών προσπαθειών μέσα από ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες που θα δρουν αποτρεπτικά προς τις στρατιωτικές επιδιώξεις της Τουρκίας. Αντιλαμβάνεται, βεβαίως, ότι με τη σημερινή κατάσταση της Ε.Ε., δεν προοιωνίζεται αυτόματη και πρακτική συνδρομή σε μια δύσκολη στιγμή.

Καυτηριάζει τη διαχρονική έλλειψη προγραμματισμού, θεωρώντας ότι τις περισσότερες φορές η αντίδρασή μας ήταν καθαρά ανακλαστική και πρόχειρη, χωρίς σχέδιο και ένταξη σε ένα στρατηγικό πλαίσιο αντιμετώπισης της γείτονος. Σημειώνει ότι «αλλαγή νοοτροπίας σημαίνει έμφαση στην περίσκεψη και τους χαμηλούς τόνους αντί των απερίσκεπτων λεονταρισμών που διατυπώνονται συνήθως για εσωτερική κατανάλωση, αλλά έχουν συχνά εξωτερικές παρενέργειες» και κάνει αναφορά σε «πατριωτικά πυροτεχνήματα» που υπόσχονται μαγικές λύσεις, ενώ στην πραγματικότητα κινδυνεύουν να προκαλέσουν μεγαλύτερες (και μάλιστα πολύ δαπανηρές) αποτυχίες.

Λέει επίσης κάτι (θεωρητικά) αυτονόητο: «Οι εναρκτήριες θέσεις μιας διαπραγμάτευσης (όσο απόλυτα και αν διατυπώνονται έναντι των τρίτων ή ενώπιον της κοινής γνώμης) αποτελούν μια αποδεκτή βάση για έναρξη της συζήτησης. Όσον επιθυμητό και αν είναι να μην αλλάξουν καθ’ οδόν, δεν μπορούν να μετατρέπονται απαραίτητα και πάντα σε αυτοσκοπό και άρα σε θέσεις αυτοεγκλωβισμού και στείρου αρνητισμού» και ότι «…δογματικές φωνές επέβαλαν έναν ιδιότυπο διαγωνισμό μαξιμαλιστικής “καθαρότητας” στον δημόσιο διάλογο και τις εθνικές επιδιώξεις. Οδήγησαν έτσι στο ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα: στην επί δεκαετίες πλήρη αποχή της Ελλάδας από την άσκηση οποιουδήποτε δικαιώματος από το δίκαιο της θάλασσας».

Θεωρεί ότι η γεωγραφική συνέχεια του ελληνικού νησιωτικού χώρου δημιουργεί ένα ενιαίο μέτωπο που δεν έχει καμία σχέση με τις περιπτώσεις εκείνες μεμονωμένων νησιών που είναι διάσπαρτα σε μια διαφορετικά ελεύθερη θάλασσα. Ωστόσο, σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΔΧ και τη διεθνή πρακτική, «αυτό δεν σημαίνει ότι κάθε νησί αυτόματα αποκτά το δικαίωμα απεριόριστων θαλάσσιων ζωνών. Οι γεωγραφικές συνθήκες της περιοχής, το μέγεθος των νησιών, το μήκος των ακτών τους, το μήκος του αντικείμενου/γειτονικού κράτους θα είναι τελικοί προσδιοριστικοί παράγοντες στις αναλογίες απόκτησης των σχετικών δικαιωμάτων».

Θεωρεί ότι το αξίωμα «δεν διεκδικούμε τίποτα» λειτούργησε παραλυτικά σε σχέση με την εκπόνηση οποιασδήποτε στρατηγικής και σχεδίου, την αξιοποίηση του μεγάλου όπλου της συμμετοχής μας στην Ε.Ε. όταν ακόμη υπήρχαν σημαντικές ευκαιρίες και βέβαια για την εις βάθος προετοιμασία και προβολή διεκδικητικών θέσεων προς τη γείτονα. Μιλά για «λογική» διεκδίκηση και «διεκδικητική εξομάλυνση» και αναφέρεται σε έμμεση επέκταση χωρικών υδάτων μέσω υιοθέτησης ευθειών γραμμών βάσης, κλεισίματος μεγάλων κόλπων, αρχιπελαγικών γραμμών βάσης, και στη συνέχεια αιγιαλίτιδας ζώνης 12 ν.μ., συνορεύουσας ζώνης 24 ν.μ. και αρχαιολογικής ζώνης, αλλά και Αποκλειστικής Ζώνης Αλιείας στα Δωδεκάνησα. Θεωρεί αναγκαίες τις διμερείς συνομιλίες με καθένα χωριστά από τους γείτονές μας και σύναψη σχετικών συμφωνιών για ΑΟΖ, καθώς και διμερείς συμφωνίες με ισχυρές ναυτικές δυνάμεις. Αναφέρεται στην ανάγκη ειδικής μέριμνας για τα νησιά και τη νησιωτικότητα και τη θαλάσσια πολιτική γενικότερα, καθώς και για πρακτικά μέτρα ανάπτυξης του Αιγαίου και ενίσχυσης της ελληνικής παρουσίας.

Παραθέτει μία σειρά στοιχείων «επιθετικής» στρατηγικής: (1) επιθετική πολιτικο-νομική διεκδίκηση όσων η Ελλάδα δικαιούται να απαιτήσει από πλευράς διεθνούς δικαίου, (2) στρατιωτική ενδυνάμωση με έμφαση στους πολλαπλασιαστές ισχύος, (3) αποτελεσματικότερη χρήση της ευρωπαϊκής διάστασης της χώρας, (4) «έξυπνη» αμοιβαία διασύνδεση των διαφόρων πτυχών της εθνικής στρατηγικής, (5) διπλωματική σχεδίαση και διεθνή εξωτερίκευση των αποφάσεων για την εξασφάλιση των ερεισμάτων ενίσχυσης της στρατηγικής (προσθέτει εδώ ότι η σκέψη πως η επιτυχία είναι δυνατή χωρίς ανταλλάγματα προς τους κρίσιμους τρίτους είναι σχεδόν αφελής).

Η φιλόδοξη ιδέα

Ο Γ. Βαληνάκης θεωρεί ότι χρειάζεται να σκεφτούμε out-of-the-box, με νέες ιδέες και προσεγγίσεις και παραθέτει μία σειρά από ενδιαφέροντες χάρτες στο βιβλίο του που απεικονίζoυν με ακρίβεια τα δικαιώματα και τις διεκδικήσεις. Παρουσιάζει την ιδιαίτερα φιλόδοξη ιδέα της «Ελλάδας των Τεσσάρων Θαλασσών», μια έκταση 550.000 τετρ. χλμ. στο Ιόνιο Πέλαγος, το Κρητικό/Λιβυκό, το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο (τέσσερις φορές μεγαλύτερη από την κατά ξηρά επικράτεια). Αυτή θα μπορούσε ενδεχομένως να είναι η ελληνική –μαξιμαλιστική μεν [για διαπραγματευτικούς λόγους], αλλά όχι σουρεαλιστική– απάντηση στο τουρκικό αφήγημα της «Γαλάζιας Πατρίδας».

Μπορεί κανείς να συμφωνήσει (σε πολλά) ή να διαφωνήσει (σε πολύ λιγότερα). Το γεγονός είναι ότι το βιβλίο προβληματίζει θετικά καθώς δεν περιορίζεται σε διαπιστώσεις, αλλά παρουσιάζει επεξεργασμένες και στην πλειονότητά τους ρεαλιστικές προτάσεις πολιτικής, κάτι που δυστυχώς σπανίζει στον δημόσιο διάλογο.

*διδάκτωρ διεθνών σχέσεων και στρατηγικών σπουδών Πανεπιστημίου Cambridge, πρώην γεν. διευθ. στο ΕΛΙΑΜΕΠ