Μετά την αποτυχία των Ρεπουμπλικανών να ανακαλέσουν το Obamacare, ρίχνουν όλο το βάρος της ατζέντας για την οικονομία στη μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος της χώρας. «Φορολογική μεταρρύθμιση» είναι, όμως, μια λανθασμένη ονομασία, διότι αυτό που προτείνουν οι Ρεπουμπλικανοί δεν είναι παρά μόνον μεγάλες περικοπές στη φορολογία των επιχειρήσεων και των πλουσίων, κάτι που επιζητούσαν εδώ και καιρό.
Θα χρειαστεί πραγματική μεταρρύθμιση του συστήματος για να καταφέρει το κράτος να αντλήσει επιπλέον έσοδα 4,5 τρισ. δολαρίων εντός της επόμενης δεκαετίας. Αυτά χρειάζονται για να αντεπεξέλθει το κράτος στις υποχρεώσεις του και να μην αναγκαστεί να αυξήσει το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ. Θα χρειαστούν ακόμη περισσότερα κεφάλαια εάν η κυβέρνηση αποφασίσει να δρομολογήσει μεγαλόπνοες επενδύσεις για την ενίσχυση της παραγωγικότητας και του βιοτικού επιπέδου στη χώρα μέσα από την αναβάθμιση της παιδείας, των υποδομών και της επιστημονικής έρευνας. Μία ουσιαστική μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος θα στόχευε ιδιώτες και κλάδους που διαθέτουν τους πόρους για να καλύψουν αυτές τις πτυχές της οικονομίας. Ενώ οι μισθοί των Αμερικανών έχουν παραμείνει στάσιμοι εδώ και χρόνια, τα εισοδήματα των πλουσιότερων έχουν αυξηθεί.
Οπότε θα ήταν λογικό να αυξηθούν οι φορολογικοί συντελεστές στα ανώτερα στρώματα και να καταργηθούν οι φορολογικές ελαφρύνσεις στα εισοδήματα από επενδύσεις. Παραδείγματος χάριν, ζευγάρι γιατρών με ετήσιο εισόδημα 470.700 δολαρίων έχει τον ίδιο φορολογικό συντελεστή (39,6%) με ζευγάρι εκατομμυριούχων. Την ίδια ώρα, τα μερίσματα και τα κέρδη κεφαλαίου φορολογούνται έως και 23,8%. Θα ήταν λογικό να φορολογεί κανείς τους μισθούς και τις επενδύσεις με τον ίδιο φορολογικό συντελεστή. Σε συνολική βάση, το 1% των πλουσιότερων στις ΗΠΑ επιβαρύνονται με φορολογικό συντελεστή 33% στα εισοδήματά τους. Εάν αυξανόταν ο συντελεστής στο 40%, τότε το αμερικανικό κράτος θα κατάφερνε να αντλήσει επιπλέον έσοδα 170 δισ. δολαρίων από τον πρώτο χρόνο, υπολογίζει το Κέντρο Φορολογικής Πολιτικής.
Αξίζει να σημειωθεί πως υπάρχει διακομματική συναίνεση για τη μείωση του φορολογικού συντελεστή των επιχειρήσεων από το υφιστάμενο 35%, προκειμένου να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητά τους στην παγκόσμια οικονομία. Αλλά δεν υπάρχει συναίνεση για τον τρόπο που θα επιτευχθεί αυτός ο στόχος. Ενα «νομικό παράθυρο» που πρέπει να κλείσει είναι ο αναβαλλόμενος φόρος στα κέρδη του εξωτερικού ή η μεταφορά της κερδοφορία τους σε εταιρείες του εξωτερικού. Αν και στόχος ήταν να έχουν οι αμερικανικές επιχειρήσεις περισσότερη ευελιξία στο εξωτερικό και να επενδύουν τα κέρδη τους με μεγαλύτερη ευκολία, αυτό το νομικό πλαίσιο έχει βοηθήσει στη δημιουργία ενός φορολογικού «καταφυγίου» 2,6 τρισ. δολαρίων. Μία ακόμη πρόταση είναι η φορολόγηση των συναλλαγών σε μετοχές, ομόλογα ή παράγωγα. Ενας συντελεστής 0,01% για κάθε πράξη θα εξασφάλιζε 185 δισ. δολάρια εντός δεκαετίας. Μια πραγματική μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος δεν προϋποθέτει μόνον τη μείωση των φόρων. Απαιτεί σκληρή δουλειά. Αλλά το αποτέλεσμα θα οδηγήσει σε ένα δικαιότερο και πιο παραγωγικό σύστημα.