Ανάλυση – Γιατί αυξάνονται oι τιμές;… Του Βασίλη Π. Πανουσόπουλου

330

Του Βασίλη Π. Πανουσόπουλου*

Η κλασική οικονομική θεωρία υποστηρίζει ότι οι εγχώριες και οι διεθνείς τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών διαμορφώνονται από το μέγεθος της προσφοράς τους και το μέγεθος της ζήτησής τους.

Η τρέχουσα αύξηση των διεθνών και εγχώριων τιμών χαρακτηρίζεται από όλους τους αναλυτές και από τον γράφοντα, ως ένα παγκόσμιο καταναλωτικό ξέσπασμα (overshooting), που προκαλείται με τη λήξη (;) της πανδημικής κρίσης.

Σε αυτό το καταναλωτικό ξέσπασμα,  ο μηνιαίος ρυθμός της αύξησης της παγκόσμιας ζήτησης για προϊόντα και υπηρεσίες  υπερβαίνει τον μηνιαίο ρυθμό της αύξησης της προσφοράς τους, με αποτέλεσμα να προκαλείται η αύξηση των τιμών.

Τι συμβαίνει όμως όταν ο ρυθμός της αύξησης της παραγωγής και της προσφοράς διατηρείται εσκεμμένα από τις επιχειρήσεις σε χαμηλότερα επίπεδα από τον αντίστοιχο ρυθμό της αύξησης της ζήτησης; Και σε αυτή την περίπτωση προκαλείται η αύξηση των τιμών αλλά οι τιμές χειραγωγούνται.

Η εύκολη δικαιολογία

Η διεθνής μακροχρόνια εμπειρία από τον κλάδο της παραγωγής του πετρελαίου προσφέρει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της συνεχής προσπάθειας ορισμένων εταιριών παραγωγής πετρελαίου να  χειραγωγήσουν τις διεθνείς τιμές του.

Ο Οργανισμός ΟΠΕΚ, ουσιαστικά ένα αναγνωρισμένο διεθνές cartel χωρών παραγωγής πετρελαίου, ρυθμίζει περιοδικά το επίπεδο της παραγωγής και τον ρυθμό της αύξησης της παραγωγής του πετρελαίου που παράγεται από τα κράτη μέλη του  και από τα κράτη εταίρους του (ΟΠΕΚ+).

Παρόμοιες προσπάθειες χειραγώγησης των τιμών, όχι επίσημες βέβαια, εμφανίζονται περιοδικά και σε άλλα προϊόντα, σε διεθνές και εθνικό επίπεδο, στο επίπεδο παραγωγής ή/και στο επίπεδο της εμπορίας και της διανομής τους.  Στην περίπτωση όμως του πετρελαίου, οι (τρέχουσες) αυξήσεις στην διεθνή τιμή του δεν παρουσιάζουν τις υπερβολές που παρουσιάζουν οι τρέχουσες αυξήσεις στις τιμές π.χ. του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα και στην Ευρώπη.

Σύμφωνα με τα στοιχεία, η τρέχουσα αύξηση της διεθνής τιμής του πετρελαίου δεν υπερβαίνει το 16%  (Σεπτέμβριος 2021), συγκριτικά με τη διεθνή τιμή του, τον αντίστοιχο μήνα  του έτους 2019 (Brent, WTI).

Στην Ευρώπη όμως, οι τιμές πολλών προϊόντων έχουν αυξηθεί δραματικά τους τελευταίους μήνες (Ιούλιος, Αύγουστος, Σεπτέμβριος 2021), συγκριτικά με τους αντίστοιχους μήνες του έτους 2019 και του 2020. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις στην Ευρώπη είναι η  τιμή του φυσικού αερίου και, η τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας στις Ευρωπαϊκές αγορές χονδρικής, οι οποίες έχουν τριπλασιαστεί συγκριτικά με τις τιμές τους τους αντίστοιχους μήνες το έτος 2019 και το έτος 2020.

Συνεπώς, είναι λάθος  ο οιοσδήποτε, στο πλαίσιο της αναφοράς  του  στις τρέχουσες αυξήσεις των τιμών στην Ελλάδα και την Ευρώπη, να θέτει ως βάση της ανάλυσης του, τις εξελίξεις στις διεθνείς τιμές πετρελαίου.

Οι παράμετροι που διαμορφώνουν την τρέχουσα αύξηση των τιμών

Οι επίσημοι θεσμοί, οι κεντρικές τράπεζες ως οι δημόσιοι θεματοφύλακες της συγκράτησης του πληθωρισμού, εκτιμούν ότι η τρέχουσα αύξηση του πληθωρισμού στις αναπτυγμένες οικονομίες είναι συγκυριακή, οφειλόμενη αποκλειστικά στην προσπάθεια της προσαρμογής της παγκόσμιας αλυσίδας της παραγωγής και της προσφοράς των αγαθών στην αυξανόμενη παγκόσμια ζήτηση . Έτσι καμία μεγάλη κεντρική τράπεζα, μέχρι στιγμής, δεν έχει προχωρήσει στην αύξηση των διατραπεζικών επιτοκίων (FED,ECB,CBJ).

Οι αποφάσεις των κεντρικών τραπεζών να διατηρούν αμετάβλητα τα διατραπεζικά επιτόκια, δεν βασίζεται αποκλειστικά στην προσδοκία της εξέλιξης της διεθνής και εγχώριας παραγωγής και της ζήτησης.

Όλες οι κεντρικές τράπεζες των αναπτυγμένων κρατών γνωρίζουν πως η παραμικρή αύξηση των επιτοκίων ,αυτή τη χρονική περίοδο, θα αυξήσει σημαντικά τις δανειακές υποχρεώσεις του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα  μειώνοντας σημαντικά τη ρευστότητα των εθνικών οικονομιών, θέτοντας παράλληλα σε κίνδυνο την παγκόσμια οικονομική ανάκαμψη.

Στην παρούσα συγκυρία, οι αυξήσεις στις διεθνείς και εγχώριες τιμές δεν φαίνεται να υπηρετούν αποκλειστικά τον κλασικό  κανόνα της προσφοράς και της ζήτησης.

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία η τρέχουσα παγκόσμια παραγωγή και η παγκόσμια ζήτηση μόλις που έχουν προσεγγίσει τα επίπεδα της αντίστοιχης παραγωγής του έτους 2019 και όμως, οι τιμές των προϊόντων έχουν ξεπεράσει τις τιμές που επικρατούσαν το έτος 2019 και το έτος 2018 αντίστοιχα. (σ.σ. Δεν συμπεριλαμβάνουμε το έτος 2020 στη σύγκριση των ετήσιων οικονομικών στοιχείων διότι το 2020, εκδηλώθηκε η πανδημία).

Από τη θεωρία και την εμπειρία γνωρίζουμε ότι  για τις επιχειρήσεις, η εξέλιξη της ζήτησης των προϊόντων τους είναι μια από τις πολλές παραμέτρους που καθορίζουν τη μεταβολή της τιμολογιακής τους πολιτικής.

Την τρέχουσα περίοδο,  οι επιχειρήσεις φαίνεται να επιδιώκουν τη γρήγορη ανάκτηση των χαμένων τους εσόδων από την προηγούμενη «χαμένη χρονιά» λόγω της πανδημίας, με την αύξηση των τιμών των προϊόντων τους.

Για τους παραγωγούς, τους εμπόρους, τους προμηθευτές προϊόντων και υπηρεσιών προέχει: α) η ανάγκη εξυπηρέτησης του (συσσωρευμένου)  χρέους  τους, που δεν εξυπηρετήθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας (2020) , β)  η ανάγκη της κάλυψης των αυξανόμενων λειτουργικών εξόδων τους, γ) η ικανοποίηση των απαιτήσεων των μετόχων των επιχειρήσεων αλλά και δ) η ανάγκη ικανοποίησης των νέων ρυθμιστικών απαιτήσεων των κρατών και των διεθνών οργανισμών.

Όσον αφορά τη ζήτηση, η αύξηση του ρυθμού της ζήτηση, ως ένα βαθμό, είναι αποτέλεσμα των χρηματοοικονομικών ενισχύσεων που προσέφεραν, (σε μικρό σχετικά χρονικό διάστημα),  οι κυβερνήσεις των αναπτυγμένων κρατών για την στήριξη των εισοδημάτων των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών.  Στην Ελλάδα, οι χρηματοοικονομικές ενισχύσεις που έχουν αποφασιστεί ξεπερνούν τα 14 δισεκατομμύρια ευρώ, που είναι το 7% του Ελληνικού ΑΕΠ. Την ίδια περίοδο στις ΗΠΑ, οι κρατικές ενισχύσεις ξεπέρασαν το 25% του Αμερικάνικου ΑΕΠ.

Οι εθνικές κυβερνήσεις από την πλευρά τους δεν φαίνεται να είναι διατεθειμένες να επηρεάσουν ιδιαίτερα το κύμα των ανατιμήσεων. Άλλωστε οι αυξανόμενες τιμές προϊόντων οδηγούν και σε αυξημένα δημόσια έσοδα, ΦΠΑ.

Μην ξεχνάμε ότι για τις  χρηματοοικονομικές ενισχύσεις που δόθηκαν αφειδώς από όλες τις κυβερνήσεις των αναπτυγμένων κρατών, σε ορισμένες  επαγγελματικές ομάδες και επιχειρήσεις, το προηγούμενο έτος, κάποιοι ή όλοι οι φορολογούμενοι θα πρέπει κάποια στιγμή να καλύψουν αυτές τις έκτακτες δαπάνες.

Η περίπτωση της ενέργειας

Σε ορισμένους βασικούς οικονομικούς κλάδους, όπως είναι η ενέργεια (ηλεκτρική ενέργεια, πετρέλαιο, φυσικό αέριο), ο ρυθμός ανάπτυξης της παραγωγής  παραμένει συγκρατημένος παρ’ όλο που οι τιμές συνεχίζουν να αυξάνονται και να διατηρούνται σε πολύ υψηλά  επίπεδα.

Στην περίπτωση της ελληνικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, η αύξηση της κατανάλωσης τον Ιούλιο, τον Αύγουστο και το τρέχον Σεπτέμβριο  2001 ήταν μόλις 1% συγκριτικά με την κατανάλωση  στις αρχές της πανδημίας (Μάρτιος 2020)  και όμως ,οι αυξήσεις στην αγορά χονδρικής έχουν τριπλασιαστεί στην Ευρώπη και διπλασιαστεί στην Ελλάδα και κινούνται σταθερά άνω των 100 ευρώ η μεγαβατώρα (στοιχεία ENTSO-E).

Η χονδρική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας της Ελλάδας παραμένει αδικαιολόγητα η ακριβότερη αγορά της Ευρώπης και σε αυτή την περίοδο έξαρσης των τιμών.

Ανακεφαλαιώνοντας,  στην περίπτωση της ενέργειας όπως και σε πολλούς άλλους κλάδους της οικονομίας, η εκτίναξη των τιμών στην Ευρώπη δεν είναι αποκλειστικά αποτέλεσμα της εκδήλωσης της «άδολης» ανισορροπίας μεταξύ του ρυθμού αύξησης της παραγωγής έναντι του ρυθμού αύξησης της  κατανάλωσης.

Ειδικά στην ηλεκτρική ενέργεια, οι αυξήσεις είναι κυρίως το αποτέλεσμα: α) της οικονομικής συμπεριφοράς  ισχυρών ολιγοπωλίων, σε διεθνές και εγχώριο επίπεδο, β) των δημόσιων ρυθμιστικών πολιτικών (βλέπε κλιματική πολιτική – ευρωπαϊκές αποφάσεις μείωσης της  παροχής δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων και της εμπορίας αυτών) και γ) των σημαντικών ατελειών στη λειτουργία των οργανωμένων αγορών των συναλλαγών τους.

Συμπερασματικά

Τελικά, είναι η τρέχουσα περίοδος ανατιμήσεων ένα συγκυριακό φαινόμενο της άδολης εκδήλωσης της παγκόσμιας οικονομικής ανισορροπίας (προσφοράς- ζήτησης);

Προσωπική μας  εκτίμηση είναι ότι σε πολλούς κλάδους, οι τρέχουσες ανατιμήσεις δεν είναι ένα συγκυριακό φαινόμενο.

Οι εθνικές κυβερνήσεις δεν πρέπει να εφησυχάσουν αν στο τέλος του έτους  2021 «δουν» ετήσιους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης 6% και 7%. Αυτοί οι ρυθμοί ανάπτυξης μπορεί να ανακτούν τη χαμένη αξία του ΑΕΠ, πολλών Ευρωπαϊκών κρατών, που προκλήθηκε από την πανδημία αλλά η ανάπτυξη αυτή βασίζεται σε πρωτόγνωρες κρατικές χρηματοοικονομικές ενισχύσεις των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών.  που είναι φυσικό να προκαλούν αύξηση της ζήτησης και τελικά αυξανόμενο πληθωρισμό.

Αν παύσουν οι κρατικές ενισχύσεις, υπάρχει ο κίνδυνος αυτό που θα μείνει να είναι ο πληθωρισμός χωρίς ανάπτυξη. Για το λόγο αυτό, τα αίτια των υπερβολικών αυξήσεων των διεθνών και των εγχώριων τιμών σε ορισμένους κλάδους, όπως είναι ο κλάδος της ηλεκτρικής ενέργειας, οφείλουν να ελεγχθούν, σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο και να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά.

Αν δεν αντιμετωπιστούν από τις κυβερνήσεις, σε ευρωπαϊκό και σε εθνικό επίπεδο, τα δομικά αίτια της αύξησης των τιμών, τότε η ευρωπαϊκή οικονομία και πολύ περισσότερο η ελληνική οικονομία, θα κινδυνεύσουν να βρεθούν σε κατάσταση στασιμοπληθωρισμού τα επόμενα έτη.

*Οικονομολόγος – Διεθνολόγος, ειδικός επιστήμονας, Βαθμός Α,  στη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας.

Οι απόψεις που εκφράζει είναι αποκλειστικά προσωπικές.

Πηγή: ot.gr