Ανώτατη εκπαίδευση: Στη δεκαετία του ’80 ή άλμα στο μέλλον… Του Τάσου Αβραντίνη

299

Του Τάσου Αβραντίνη*

Την ίδια ημέρα που ανακοινώθηκαν στην Ελλάδα τα αποτελέσματα εισαγωγής των υποψηφίων στα πανεπιστήμια, στις ΗΠΑ ο ιδρυτής της TESLA Ίλον Μασκ παρουσίασε το ΤESLA BOT, το πρώτο ανθρωποειδές ρομπότ που σύμφωνα με την ανακοίνωση φιλοδοξεί να αντικαταστήσει μεγάλο μέρος του φθηνού εργατικού δυναμικού και στο πολύ άμεσο μέλλον να καταστήσει τις συζητήσεις γύρω από την ανάγκη ύπαρξης κατώτατου μισθού άνευ αντικειμένου καθώς η ανειδίκευτη εργασία θα πραγματοποιείται από ρομπότ με πολύ χαμηλό κόστος. Η υποτιμητική φράση «μισθοί Βουλγαρίας» θα αντικατασταθεί πιθανότατα από την καθόλου υποτιμητική φράση «δωρεάν εργασία από έξυπνα ρομπότ».

Οι δύο ειδήσεις είναι εκ πρώτης αναγνώσεως άσχετες μεταξύ τους. Στον βαθμό όμως που οι νέοι και οι γονείς τους ζητούν απάντηση στο ερώτημα: «κατά πόσο η επιλογή μιας σχολής επηρεάζει το επαγγελματικό μέλλον των νέων;» οι δύο ειδήσεις αρχίζουν να αποκτούν κάποιο κοινό ενδιαφέρον. Θα μπορούσαμε να επαναδιατυπώσουμε το ερώτημα ελαφρώς παραλλαγμένο: «τι να σπουδάσω σήμερα όταν στο άμεσο μέλλον η τεχνητή νοημοσύνη θα επιδρά όλο και περισσότερο στην αγορά εργασίας;».

Ήδη οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές και τα ρομπότ έχουν αντικαταστήσει σε μεγάλο βαθμό τους ανθρώπους σε μια σειρά από επαγγέλματα ή δραστηριότητες (βιομηχανικοί εργάτες, αποθηκάριοι, ταμίες κ.ο.κ.) και η εξέλιξη της τεχνολογίας προεξοφλεί ότι αυτό θα συμβεί σε πολύ περισσότερα (διαχειριστές κεφαλαίων, οδηγοί επαγγελματικών οχημάτων, στρατιώτες, πιλότοι, μεσίτες, τηλεπωλητές, χρηματοοικονομικοί αναλυτές, λογιστές κ.ά.), αλλά και όσα επαγγέλματα δεν κινδυνεύουν άμεσα με εξαφάνιση θα αυτοματοποιηθούν σε τόσο μεγάλο βαθμό που η άσκησή τους θα γίνεται από διαρκώς λιγότερους ανθρώπους, ενώ κάποιες επιμέρους ειδικότητες αυτών θα εξαφανιστούν.

Εάν, για παράδειγμα, ένας νέος εισάγεται σήμερα στην ιατρική σχολή, δεν θα ήταν καθόλου φρόνιμο εκ μέρους του να θέλει να γίνει χειρουργός ή ακτινολόγος. Τέτοιες ειδικότητες στο εγγύς μέλλον απλά δεν θα υπάρχουν. Περισσότερο από το 60% των δραστηριοτήτων των δικηγορικών γραφείων θα αυτοματοποιηθούν περαιτέρω σε λιγότερο από μια δεκαετία και ακούγονται ήδη φωνές που υποστηρίζουν με σοβαρά επιχειρήματα ότι η επιτάχυνση, η αμεροληψία, η διαφάνεια και η ποιοτικότερη απονομή της δικαιοσύνης μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη χρήση δικαστών-ρομπότ μέσω συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης.

Δεν είναι λίγοι επίσης όσοι υποστηρίζουν ότι, κάποια στιγμή, στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον όλα τα επαγγέλματα θα ασκούνται από ρομπότ και υπολογιστικές μηχανές. Εφιαλτική προοπτική; Μπορεί και όχι. Είναι αρκετά πιθανό να οδηγηθούμε προς μια «Ψηφιακή Αθήνα», όπως εξηγεί ο καθηγητής ψηφιακής οικονομίας στο πανεπιστήμιο του Στάνφορντ Έρικ Μπρίνγιολφσον (Erik Brynjolfsson), όπου οι άνθρωποι δεν θα είναι υποχρεωμένοι να εργάζονται για να έχουν εισόδημα, όπως στην Αρχαία Αθήνα δεν εργάζονταν οι πολίτες αλλά οι δούλοι καλλιεργούσαν τα κτήματά τους. Στην περίπτωσή μας, τα ρομπότ και οι μηχανές τεχνητής νοημοσύνης θα έχουν αντικαταστήσει τους δούλους και οι άνθρωποι θα ζουν άνετα απολαμβάνοντας τα οφέλη της δημοκρατίας, του πολιτισμού και της ψηφιακής τεχνολογίας.

Ωστόσο μέχρι να γίνει πράξη το όραμα της «Ψηφιακής Αθήνας» και τα ρομπότ να ασκούν αποκλειστικά τα περισσότερα σχεδόν επαγγέλματα, η επαγγελματική αποκατάσταση και το μέλλον των νέων ανθρώπων εξαρτάται από το εκπαιδευτικό σύστημα. Όσο το σύστημα της ανώτατης και επαγγελματικής εκπαίδευσης εξυπηρετεί τοπικά πελατειακά συμφέροντα ή συντεχνιακά συμφέροντα διαφόρων ακαδημαϊκών κύκλων, είναι αποξενωμένο από τις ανάγκες της αγοράς εργασίας και δεν διατηρεί διαύλους επικοινωνίας με τις δυνάμεις της πραγματικής οικονομίας τόσο οι απόφοιτοι των σχολών μας θα οδηγούνται σε μακροχρόνια ανεργία και επαγγελματικό αδιέξοδο.

Υπό την έννοια αυτή, η καθιέρωση της ελάχιστης βάσης εισαγωγής, την οποία θεσμοθέτησε η κυβέρνηση αλλά όρισαν τα ίδια τα πανεπιστήμια για κάθε τμήμα τους αποτελεί ένα πρώτο βήμα εξορθολογισμού του ακαδημαϊκού χάρτη της χώρας, ποιοτικής αναβάθμισης των πανεπιστημίων, εξοικονόμησης πολύτιμων πόρων για το δημόσιο ταμείο και ταυτόχρονης αναβάθμισης της επαγγελματικής εκπαίδευσης.

Το παλιό σύστημα των εισαγωγικών εξετάσεων χωρίς την ελάχιστη βάση εισαγωγής ήταν ένα πολύ αποτελεσματικό μέσο εξαπάτησης όσων νέων -και των οικογενειών τους- δεν είχαν προετοιμαστεί σωστά για να γίνουν ακαδημαϊκοί πολίτες. Κάποια σχολή θα βρισκόταν να περάσει κάποιος όσο χαμηλή κι αν ήταν η βαθμολογία που συγκέντρωνε στις εξετάσεις, αρκεί να είχε την επιμέλεια να συμπληρώσει το μηχανογραφικό δελτίο. Έτσι οι εκάστοτε κυβερνήσεις ικανοποιούσαν την αυξημένη ζήτηση για πανεπιστημιακή εκπαίδευση χωρίς να παρέχουν στην ουσία εκπαίδευση πανεπιστημιακού επιπέδου.

Το μεγαλύτερο μέρος μάλιστα των φοιτητών που δεν πληρούσαν τα ακαδημαϊκά κριτήρια να είναι φοιτητές δεν ολοκλήρωναν ποτέ τις σπουδές τους. Στα τμήματα «χαμηλής ζήτησης» συσσωρεύονταν φοιτητές που μόλις το 5% με 10% από αυτούς θα αποφοιτούσε κάποτε. Το κόστος της α-παιδείας των υπολοίπων κατανεμόταν μεταξύ των ευχαριστημένων σε πρώτη φάση οικογενειών τους και των φορολογουμένων. Ευχαριστημένο ήταν και το πολιτικό σύστημα που πάντα στα δύσκολα «πετά την μπάλα στην εξέδρα», γιατί κέρδιζε χρόνο αποφεύγοντας την γκρίνια ή τις αντιδράσεις των υποψηφίων και των γονέων τους. Την αδυναμία των φοιτητών αυτών να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους ή και όσων τις ολοκλήρωναν να βρουν εργασία θα την χρέωνε στη συνέχεια κατά τη γνωστή του συνήθεια στον… καπιταλισμό.

Αξίζει να επισημανθεί ότι για πρώτη φορά φέτος, σε όσους απέτυχαν δόθηκε η δυνατότητα μέσω του παράλληλου μηχανογραφικού να επιλέξουν την επαγγελματική τους κατάρτιση σε δημόσια ινστιτούτα επαγγελματικής κατάρτισης, σε ειδικότητες που εξασφαλίζουν σε μεγάλο βαθμό την πρόσβαση στην αγορά εργασίας. Περίπου 22.000 υποψήφιοι προτίμησαν αυτή την επιλογή.

Πολλά επαγγέλματα που σήμερα δεν μπορούμε να διανοηθούμε καν την ύπαρξή τους θα γεννηθούν πολύ σύντομα από την ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας. Δυστυχώς, όμως το σημερινό ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα -αποτυχημένο άλλωστε και κατά το προηγούμενο διάστημα- δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί τις εντυπωσιακές αλλαγές που συντελούνται εξαιτίας της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης που αλλάζουν συνολικά την εικόνα του κόσμου.

Εάν θέλουμε να ακολουθήσουμε τον υπόλοιπο προηγμένο κόσμο θα πρέπει σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης να εφαρμόσουμε ένα περισσότερο ανταγωνιστικό και αξιοκρατικό μοντέλο που δεν θα έχει καμία απολύτως σχέση με το ισοπεδωτικό «σοβιετικό» εκπαιδευτικό σύστημα που μας κληρονόμησε η δεκαετία του ?80 και κυριαρχεί ακόμη και σήμερα παντού.

* Ο Τάσος Ι. Αβραντίνης είναι δικηγόρος και πρόεδρος του Ινστιτούτου Δημοσιονομικών Μελετών

Πηγή: liberal.gr