Του Xρίστου Χ. Λιάπη*
Η Ρωσία, η Λευκορωσία, η Ουκρανία και η Ομοσπονδία της Υπερκαυκασίας (Transcaucasian Socialist Federative Soviet Republic – δηλαδή η Γεωργία, μαζί με τις όμορες χώρες της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν ήταν οι τέσσερεις Δημοκρατίες που το 1922, ίδρυσαν τη Σοβιετική Ένωση.
Οι βίαιες συγκρούσεις, τόσο με τη μορφή των εμπόλεμων συρράξεων μεταξύ κρατών όσο και ως ενδοκοινωνικές διαμάχες ταλανίζουν έντονα την περιοχή γύρω από τον Εύξεινο Πόντο, από το 1991 που έλαβε χώρα η διάλυση της ΕΣΣΔ και εντεύθεν, εγείροντας συνεχώς νέες προκλήσεις για τις δομές υγειονομικής περίθαλψης και τα προνοιακά αντανακλαστικά των εμπλεκομένων κρατών αλλά και των διεθνών φορέων.
Με την πιθανή εισβολή των δυνάμεων του Βλαντιμίρ Πούτιν, στα εδάφη της Ουκρανίας να βρίσκεται προ των πυλών, χρήσιμα διδάγματα μπορούν να αντληθούν από την ανασκόπηση μιας αναλόγων χαρακτηριστικών εμπόλεμης σύγκρουσης που έλαβε χώρα τον Αύγουστο του 2008 ανάμεσα στη Ρωσία και τη Γεωργία. Με δεδομένο πως η συγκεκριμένη κρίση βρέθηκε στο επίκεντρο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος, μονοπώλησε τη διεθνή ειδησεογραφία, μεσούσης –μάλιστα- της Ολυμπιακής Εκεχειρίας των Αγώνων του Πεκίνου και αποτέλεσε αφετηρία στρατηγικών αναδιατάξεων στη γεωπολιτική ισορροπία της περιοχής, συνάμα δε και μία πρώτης τάξεως ευκαιρία για να δοκιμαστεί η ικανότητα προσφοράς περίθαλψης σε συνθήκες κρίσεως, μαζικών απωλειών και καταστροφής υποδομών, θεωρείται απαραίτητη η ξεχωριστή και εκτενής ανάπτυξή της.
Στις 7 Αυγούστου του 2008, στρατιωτικές δυνάμεις της Γεωργίας επιτέθηκαν στην επαρχία της Νότιας Οσετίας, επιχειρώντας την προσάρτησή της και την αλλαγή του επί δεκαεξαετίας καθεστώτος ημιαυτονομίας της. Η Ρωσία απάντησε στέλνοντας τεθωρακισμένες δυνάμεις στη Νότια Οσετία και εξαπολύοντας αεροπορικές επιδρομές βαθιά στο έδαφος της Γεωργίας.
Με τη διαμεσολάβηση του τότε Προέδρου της Γαλλίας, η οποία ασκούσε και την Προεδρεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Νικολά Σαρκοζί, επετεύχθη –τελικώς- η κατάπαυση του πυρός και η σχετική συμφωνία υπογράφηκε στις 16/08/2008. Η Ρωσία απέσυρε τα στρατεύματά της, διατήρησε όμως ουδέτερες ζώνες γύρω από την Αμπχαζία και τη Νότια Οσετία, καθώς και σημεία ελέγχου στο εσωτερικό της Γεωργίας, (στο Πότι και στο Σενάκι). Η αποχώρηση των Ρωσικών στρατευμάτων από το έδαφος της Γεωργίας ολοκληρώθηκε στις 8/10/2008 και αφού προηγουμένως η Ρωσία αναγνώρισε την ανεξαρτησία της Γεωργίας και της Αμπχαζίας, στα εδάφη των οποίων παραμένουν Ρώσοι στρατιώτες.
Η σύρραξη και οι συνέπειές της αποτελούν, σίγουρα, μία σύνθετη κρίση, συνδυάζοντας, ανάμεσα στα άλλα, χαρακτήρες ανθρωπιστικής κρίσης, για τη φροντίδα των περίπου 35.000 αμάχων που έχασαν τα σπίτια τους, είτε λόγω βομβαρδισμών είτε λόγω βιαίας μετακινήσεως, καθώς και χαρακτηριστικά ενεργειακής κρίσης, καθώς πολλοί τοποθετούν στον πυρήνα της το αυξημένο γεωπολιτικό ενδιαφέρον του αγωγού μεταφοράς πετρελαίου που διασχίζει το έδαφος της Γεωργίας και αποτελεί τη μοναδική ενεργειακή δίοδο μεταφοράς των πετρελαίων της Κασπίας στη Μαύρη Θάλασσα, η οποία παρακάμπτει το έδαφος της Ρωσίας.
Από την πλευρά της ερευνητικής και ακαδημαίκής μελέτης των Κρίσεων Υγείας, η συγκεκριμένη σύρραξη παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιατί αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα, αλλά και πρότυπο, διατήρησης της λειτουργικότητας και της αποτελεσματικότητας του συστήματος υγειονομικής φροντίδας, σε εμπόλεμη περίοδο.
Αυτό αποκτά ξεχωριστή σημασία, με δεδομένες τις διαπιστούμενες αναλογίες με την κατάσταση που διαμορφώνεται σήμερα στην ευρύτερη παρευξείνια περιοχή η οποία βρίσκεται στα χρονικά και γεωστρατηγικά πρόθυρα της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Η Ουκρανία, όπως και η Γεωργία δεν είναι ούτε γεωγραφικά, ούτε γλωσσικά, ούτε ενθοτικά ομογενοποιημένη χώρα, με ανατολικά και νότια μέρη της να κυριαρχούνται από εθνική Ρωσική πλειονότητα του πληθυσμού. Εάν ο Βλαντιμίρ Πούτιν εισβάλει τελικώς στην Ουκρανία, διεκδικώντας την ανασύσταση της σφαίρας επιρροής της πάλαι ποτέ ΕΣΣΔ στην Ανατολική Ευρώπη (και στις χώρες του πρώην Συμφώνου της Βαρσοβίας, τις οποίες ο Ρώσος ηγέτης προσπαθεί να κρατήσει εκτός των βορειοαντλαντικών δομών, ή τουλάχιστον να περιορίσει τη στρατιωτική επιρροή του ΝΑΤΟ στα προ του 1997 όριά της) δύναται να προκύψει μια κρίση που κυριολεκτικά θα ενοποιεί «όλες τις κρίσεις σε μία». Αυτό δικαιολογείται από το γεγονός πως πέρα από τις στρατιωτικές της συνέπειες, η εισβολή θα πυροδοτήσει ένα εκρηκτικό γεωπολιτικό και ενεργειακό συμπίλημα, καθώς η Ρωσία οπλοποιεί την ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης από το φυσικό αέριο το οποίο εξορύσσεται από το ρωσικό υπέδαφος και διοχετεύεται μέσω αγωγών που διέρχονται, κατά κόρον, του ουκρανικού εδάφους, με κύριο αποδέκτη τη γερμανική βιομηχανική και κοινωνικοοικονομική ζωή, ενώ σημαντικές θα είναι τόσο οι ανθρωπιστικές προεκτάσεις σε επίπεδο αμάχων όσο και ο υγειονομικός απόηχος, ο οποίος ήδη καταγράφεται, με τους Ρώσους στρατιώτες που διαβιούν σε θερμαινόμενες σκηνές πλησίον των ουκρανικών συνόρων να εμφανίζονται ευάλωτοι στις συνθήκες μετάδοσης της COVID-19, με ότι αυτό συνεπάγεται για το αξιόμαχό τους.
Παράλληλα, λοπόν, με την ενεργειακή σκακιστική παρτίδα που παίζεται ήδη -με τον Πούτιν να τοποθετεί στην πρώτη γραμμή του γεωστρατηγικού του οπλοστασίου την κατά 40% εξάρτηση των ενεργειακών αναγκών της Ευρώπης από το «δικό του» φυσικό αέριο και τον Μπάιντεν να συνυπολογίζει στις αντιδράσεις του τις προοπτικές κερδοφορίας που θα αναδυθούν για το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλοκο των Ηνωμένων Πολιτειών, αν η πολεμοχαρής πρόθεση του αντιπάλου του εκφρασθεί τόσο με το τράβηγμα της σκανδάλης (που θα σημάνει αύξηση των πωλήσεων αμερικανικών οπλικών συστημάτων), όσο και με το κλείσιμο της στρόφιγγας των ρωσικών αγωγών (η οποία θα σηματοδοτήσει αύξηση των τιμών του αμερικανικού φυσικού αερίου το οποίο θα μεταφέρεται υγροποιημένο, σε ακόμη μεγαλύτερες ποσότητες, δια πλοίων, στην ενεργειακώς στραγγαλισμένη Ευρώπη), θα διεξαχθεί και ένα κρίσιμο παιχνίδι στην υγειονομική σκακιέρα, με την κρίση της Πανδημίας να επιπλέκεται τοπικά από στρατιωτικές και ενδεχομένως και προσφυγικές μετακινήσεις, αν φτάσουμε να δούμε εκτοπισμούς πληθυσμών και προβλήματα περίθαλψης αμάχων, εν μέσω της COVID-19.
Οι ιθύνοντες του τομέα Υγείας της Γεωργίας έδειξαν, το 2008, πως είχανε διδαχθεί πάρα πολλά από τα στρατηγικά λάθη στα οποία υπέπεσαν οι αντίστοιχες διοικήσεις κατά τον εμφύλιο πόλεμο της περιόδου 1991-92, ο οποίος είχε ξεσπάσει όταν η Νότια Οσσετία κήρυξε την ανεξαρτησία της, πυροδοτώντας μία διαρκή εστία συγκρούσεων και εντάσεων που εξακολουθεί να εκρήγνυται στο μαλακό υπογάστριο του Καυκάσου μέχρι της μέρες μας.
Η διαφορετική προσέγγιση διαχείρισης της υγειονομικής κρίσης που ξεκίνησε από την πρώτη κιόλας ημέρα των μαχών του Αυγούστου του 2008, κινήθηκε τόσο στο ψυχολογικό όσο και στο οργανωτικό επίπεδο.
Το 1991-92 ο Υπουργός Υγείας της Γεωργίας φορούσε στολή παραλλαγής και βρισκόταν στην πρώτη γραμμή, γεγονός που έσπερνε πανικό στους πολίτες και δυσχέραινε τον συντονισμό τον υγειονομικών μονάδων στα μετόπισθεν. Κάτι που δεν συνέβη τον Αύγουστο του 2008.
Παρά τις κατεστραμμένες από τους βομβαρδισμούς υγειονομικές μονάδες, την έλλειψη προμηθειών και τον μεγάλο αριθμό προσφύγων, η εμπειρία του παρελθόντος φαίνεται πως είχε διδάξει επαρκώς το κράτος της Γεωργίας, ώστε να απαντήσει με αμεσότητα και αποφασιστικότητα, σύμφωνα με τις δηλώσεις του τότε Υπουργού Υγείας της Γεωργίας Alexander Kvitashvili.
Κατά την προηγούμενη εμφύλια σύγκρουση, όλα τα Νοσοκομεία της χώρας συνέχισαν αδιάκριτα να δέχονται ασθενείς, με αποτέλεσμα το υγειονομικό προσωπικό και οι μηχανισμοί περίθαλψης να είναι διασκορπισμένοι, σε μια περίοδο που η επικοινωνία, άρα και η διασυνδετικότητα, ήταν δυσχερής. Έτσι οι ασθενείς κατέληγαν συχνά σε δομές που δεν είχαν τις απαιτούμενες δυνατότητες παροχής της κατάλληλης για την περίπτωσή τους φροντίδας.
Από την πρώτη στιγμή της έκρηξης των συγκρούσεων στήθηκε ένα Νοσοκομείο Πεδίου Μάχης, κοντά στην εμπόλεμη ζώνη, για ‘triage’ (διαλογή) και σταθεροποίηση των τραυματιών, οι οποίοι εν συνεχεία διακομίζονταν σε ένα στρατιωτικό Νοσοκομείο στο Γκόρι, την κοντινότερη, στη Νότια Οσετία πόλη και συγκοινωνιακό κόμβο για τη μετακίνηση από την ανατολική στη Δυτική Οσετία. Από εκεί οι σοβαρότερα τραυματισμένοι στέλνονταν σε ένα από τα 3 Νοσοκομεία που λειτουργούσαν στις περιοχές μακριά από το θέρετρο των συγκρούσεων. Το σύστημα αυτό κατάφερε και διαχειρίστηκε με επιτυχία γύρω στους 2.400 ασθενείς, τις δύο πρώτες εβδομάδες των συγκρούσεων.
Το 4% των υγειονομικών υποδομών της Γεωργίας, δηλαδή 1 Νοσοκομείο, 4 κέντρα ασθενοφόρων και 17 μονάδες εξωτερικών ασθενών, καταστράφηκαν από τους βομβαρδισμούς, παρόλα αυτά το σύστημα διατήρησε την ικανότητά του να ανταποκριθεί στις αυξημένες ανάγκες περίθαλψης.
Σημαντική πρόκληση απετέλεσε και η φροντίδα των 150.000 προσφύγων που εγκατέλειψαν τα πεδία των συγκρούσεων. Ανάμεσά τους και 200 εκτοπισθέντες εργαζόμενοι του χώρου της Υγείας, οι οποίοι αξιοποιήθηκαν στα προσωρινά κέντρα συλλογής τραυματιών που λειτουργούσαν στα σχολεία. Από τους πρόσφυγες, 10.000 είχαν επιστρέψει στις εστίες τους στις αρχές του Σεπτεμβρίου του 2008 και 25.000 ακόμη είχαν επιστρέψει εντός εξαμήνου. Η κυβέρνηση δημιούργησε προκατασκευασμένους οικισμούς, κοντά στο Γκόρι, για τη στέγαση των υπολοίπων, μέχρι τον οριστικό επαναπατρισμό τους.
Το γεγονός πως το Σύστημα Υγείας της Γεωργίας δεν ήταν τόσο προηγμένο και πολύπλοκο όσο τα αντίστοιχα συστήματα της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής, μπορεί τελικά να απέβει προς όφελος της διατήρησης των αντανακλαστικών του κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων.
Το Σύστημα Υγείας της Γεωργίας διήλθε από διάφορες φάσεις και κλήθηκε να ανταποκριθεί σε πολύπλευρες προκλήσεις, από το 1991 και μετά οπότε και η χώρα ανεξαρτητοποιήθηκε από την Σοβιετική Ένωση, περνώντας από τη βάσανο δύο εμφυλίων πολέμων οι οποίοι εκτόπισαν, αθροιστικώς, περίπου 350.000 κατοίκους.
Οι εμπόλεμες συγκρούσεις και η κατάρρευση του σοβιετικού εμπορίου οδήγησε τη γεωργιανή οικονομία σε θανάσιμη περιδίνηση, με τις δαπάνες Υγείας να ανέρχονται μόλις στα 0.81$ κατ’ άτομο το 1994.
Η κατάσταση, όμως, φαίνεται πως είχε κατορθωθεί να αλλάξει ραγδαίως, με τις αντίστοιχες δαπάνες να ανέρχονται, το 2008, στα 123$ κατ’ άτομο και τη χώρα να διαθέτει, κατά την ίδια χρονική περίοδο, 47 γιατρούς ανά 10.000 κατοίκους, μια αναλογία υπερδιπλάσια από την αντίστοιχη στον Καναδά.
Ο προϋπολογισμός του προγράμματος ανακούφισης των πληγέντων ανερχόταν, σύμφωνα με τις σχετικές πληροφορίες στα 3.5 εκατομμύρια $, ενώ άλλα τόσα φαίνεται να δαπανήθηκαν για την προσπάθεια ανοικοδόμησης και αναδιοργάνωσης των καταστραφέντων υποδομών. Ο ΟΗΕ συγκέντρωσε από δωρεές το ποσό των 7.7 εκατομμυρίων $ για τις δαπάνες υγείας και διατροφής στις πληγείσες περιοχές της Γεωργίας.
Σε κάθε περίπτωση, είμαστε μπροστά σε μία ενεργειο-κεντρική κρίση που, για πρώτη φορά δεν έχει ως γεωγραφικό επίκεντρο τη Μέση Ανατολή, ενώ επικάθεται σε μια πρωτόφαντη διετή παγκόσμια υγειονομική κρίση η οποία διαμορφώθηκε από την COVID-19 και τα ήδη δραματικά βιο-κοινωνικο-οικονομικά συνδηλούμενά της, τα οποία δύνανται να επιδεινωθούν ραγδαίως σε περίπτωση ενός στατιωτικού και ενεργειακού πολέμου στις ανατολικές πύλες της Ευρώπης.
*Ψυχίατρος – Διδάκτωρ Παν/μίου Αθηνών
Πρόεδρος ΔΣ ΚΕΘΕΑ
Μέλος Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων Δημόσιας Υγείας