Από την κρίση στην ευζωία, με όχημα την κοινή ευθύνη… Του Γιάννη Ρούντου

213

Του Γιάννη Ρούντου

Η μεγάλη πίεση που δέχεται στις μέρες μας η ανθρώπινη ύπαρξη από την παγκόσμια συγκυρία καταστάσεων τις οποίες ένας τυπικός, μέσος πολίτης αδυνατεί να κατανοήσει και να ελέγξει, προκαλεί μια απορρύθμιση των ισορροπιών του νου και της ψυχής. Το ένστικτο της «επιβίωσης» συχνά υπερτερεί του αιτήματος της «βιωσιμότητας» (δύο διαφορετικές έννοιες με ευδιάκριτη απόσταση).

Εδώ, σίγουρα, θα πρέπει να τεθεί και μια «κόκκινη γραμμή» σε ορισμούς και διεκδικήσεις της υπεύθυνης επιχειρηματικότητας υπό το καθεστώς μιας πολλαπλής κρίσης όπως η σύγχρονη, αφού είναι εύκολο η πολυσυζητούμενη «βιώσιμη ανάπτυξη» (sustainable development) -ως αίτημα με έρεισμα επιχειρηματικής ηθικής- να διολισθήσει προς την «επιβίωση». Έχω την πεποίθηση πως η σοβαρή προσέγγιση, ανάγνωση και ερμηνεία των παγκοσμίων Στόχων (SDGs) της ατζέντας του Ο.Η.Ε. μπορεί να προφυλάξει από ένα τέτοιο ενδεχόμενο.

Στην περίπτωση της επιβίωσης, μιλούμε για τη διεκδίκηση του ελάχιστου ανεξαρτήτως πλαισίων ηθικής, κοινωνικής και πολιτισμικής αναφοράς. Μια ακραία έκφραση του ενστίκτου επιβίωσης είναι «ο θάνατός σου η ζωή μου». Μου έρχεται στη θύμηση ως χαρακτηριστικό παράδειγμα ο τρόπος που επιβίωσαν οι 16 διασωθέντες ενός αεροπορικού δυστυχήματος το 1972 στις Άνδεις σε συνθήκες πολικού ψύχους μέχρι να εντοπιστούν μετά από 72 μέρες, τρώγοντας τις συντηρημένες από τον πάγο σάρκες όσων είχαν σκοτωθεί.

Η υπαρξιακή αγωνία, ωστόσο, συνεχίζει να βρίσκει και σήμερα διεξόδους απαντήσεων και μοντέλα βιωσιμότητας, τα οποία στερεώνουν και την «επιβίωση» στη βάση ενός ισορροπημένου, πολιτισμικού κοινωνισμού που δεν αφήνει καμμιά ζωή να πάει χαμένη. Διαχρονικά, η πνευματική κληρονομιά της διανόησης, της φιλοσοφίας και της στάσης ζωής σημαντικών ανθρώπων προτείνει πολλά σχήματα και πρότυπα συμπεριφοράς. Λειτουργεί δυνητικά με έναν κανονιστικό τρόπο, τακτοποιώντας το «δέον γενέσθαι» μέσα στην καθημερινότητα.

Η παράξενη περίοδος που ζούμε, με τον καταναγκασμό του μονήρους, περιοριστικού εγκλεισμού στο προσωπικό δωμάτιο της τηλε-κοινωνίας και τηλεπικοινωνίας ως υπέρτατη άμυνα στον φρενήρη καλπασμό του κορονοϊού, μπορεί κατά την έννοια της ευκαιρίας (τί κρίμα που η λέξη αυτή στην παρακμιακή εποχή μας παίρνει και πρόστυχη απόχρωση…) να λειτουργήσει ευεργετικά.

Σε κάποιο ράφι (και οπωσδήποτε στον κυβερνοχώρο – ιδού ένα από τα πολλά καλά του ψηφιακού περιβάλλοντος, όταν αυτό αξιοποιείται ως μια εκθετικής απόδοσης δυνατότητα για να σμιλευτεί παιδεία) υπάρχουν σελίδες από τον Αριστοτέλη, τον Πλάτωνα, τους Προσωκρατικούς, των Επικούρειους και Στωικούς μέχρι και τους σημερινούς διανοητές, με προτάσεις αξιών για να αντιλαμβανόμαστε ότι «πατρίδα όλων είναι η κοσμόπολις της ανθρωπότητας». Αντίληψη, που προϋποθέτει το ξεκλείδωμα και την απεξάρτηση από τα ζωώδη ένστικτα, όπου χρησιμοποιούνται συχνά οι «τρόποι», όπως π.χ. η «ομαδικότητα» (να θυμηθούμε την οχλομαδική εισβολή στο Καπιτώλιο των Η.Π.Α., πρόσφατα) αντί της ευγενούς «εταιρικότητας» που υπερβαίνει τον «τρόπο» όντας «αξία», δηλαδή έννοια με ηθική υπόσταση (όπου μοιραζόμαστε ζωή και αλληλοπροσδιοριζόμαστε).

Και σίγουρα, η ρύθμιση των πραγμάτων της ζωής γίνεται ευκολότερη υπόθεση απέναντι στον «αόρατο εχθρό», όταν αναζητείται ο κοινός τόπος στον μέγιστο και όχι στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή, όπου συχνά καταλήγουμε («ώδινεν όρος και έτεκεν μυν»). Από κάτω προς τα πάνω και αντιστρόφως στις κοινωνικοπολιτικές, οικονομικές, επιχειρηματικές και συνεργατικές δομές, σε μια διαρκή διαδικασία παλινδρομικής ανατροφοδοσίας, χρειαζόμαστε τη θετική σκέψη σε αρμονικό διάλογο με το υγιές συναίσθημα, ώστε να φθάνουμε στη γνώση που οδηγεί στη μεγάλη συναίνεση και αποφασιστικά σε κοινές επιλογές και πράξεις για έναν καλύτερο κόσμο.

Ο τελευταίος σημαντικός των συγχρόνων φιλοσόφων και θεωρητικός του «δημόσιου χώρου» Γιούργκεν Χάμπερμας, σε πρόσφατη συνέντευξή του στην εφημερίδα Liberation, έδωσε με σαφήνεια τη μεγάλη εικόνα. Σε σχολιασμό της συνέντευξής του ο Μιχ. Μητσός (εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 5/2/2021) παρατηρεί: «Ο Χάμπερμας ανησυχεί, δεν το κρύβει. Το φαινόμενο που τον ανησυχεί περισσότερο είναι αυτό το νέο είδος κινημάτων διαμαρτυρίας, όπου συμμετέχουν υπέρμαχοι του αυταρχισμού, συνωμοσιολόγοι, χούλιγκαν και σκληροί δεξιοί, έτοιμοι να καταφύγουν στη βία».

Λέει μεταξύ άλλων, ο φιλόσοφος (αντιγράφω από το άρθρο του Μιχ. Μητσού): «Η πανδημία δεν θέτει σε δοκιμασία ούτε τα δημοκρατικά μας συστήματα ούτε τις ιδέες της προόδου και του ορθού λόγου. Αυτά που δοκιμάζονται είναι από τη μια πλευρά η συνείδηση του πολίτη και από την άλλη, η δυνατότητα δράσης των κυβερνήσεών μας. Το αν θα τα καταφέρουμε, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την αλληλεγγύη, την ευθυκρισία και την πειθαρχία των πολιτών, το πόσο είναι δηλαδή διατεθειμένοι να δεχθούν ορισμένους περιορισμούς και, σε ορισμένα επαγγέλματα, σοβαρούς προσωπικούς κινδύνους. Η αξία του θεμελιώδους δικαιώματος στη ζωή μετριέται καθημερινά σε σχέση με άλλα δικαιώματα, και αυτό είναι διδακτικό».

Το σημαντικό που πρέπει να κρατήσει κάποιος είναι πως ο Χάμπερμας καταλήγει ότι «μπορούμε να τα καταφέρουμε». Για μια Ευρώπη βασισμένη στη φιλαλληλία και αλληλεγγύη, όπου θα πρόσθετα ερμηνευτικά πως οι μεν δυνατοί δεν θα «πράττουσιν τα εαυτών», οι δε αδύναμοι δεν θα βρίσκονται στην ανάγκη που τους φέρνει η μειονεκτική θέση τους, να «ξυγχωρούσιν» – για να θυμηθούμε και τον Θουκυδίδη.