Του Π.Κ. Ιωακείμιδη*
Η ενδεχόμενη αποχώρηση του προέδρου Ερντογάν από την εξουσία (όποτε συμβεί) θα αλλάξει κάτι στη στάση της Τουρκίας απέναντι στην Ελλάδα; Η άμεση απάντηση είναι «εξαρτάται από το ποιος κομματικός σχηματισμός και ποια προσωπικότητα θα τον διαδεχθούν». Εάν λ.χ. είναι ένας εκ των δημάρχων Κωνσταντινούπολης ή Άγκυρας, το πιθανότερο είναι ότι το ύφος, το στυλ, η ρητορική της Άγκυρας θα αλλάξουν. Και το ύφος είναι ήθος. Παίζει ρόλο ιδιαίτερα στην εξωτερική πολιτική. Εάν δε ακολουθήσουν και κάποιες δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις με διάλυση αυταρχικών δομών που εγκαθίδρυσε ο Ερντογάν, τότε μπορεί να αλλάξουν περισσότερα. Αλλά η βασική επιχειρηματολογία υποβάθρου και οι θέσεις της Αγκυρας μάλλον δεν πρόκειται να αλλάξουν. Από το 1954 και ιδιαίτερα από την περίοδο 1973-74 που διαμορφώθηκαν και στη συνέχεια εμπλουτίστηκαν παραμένουν αναλλοίωτες και θα συνεχίσουν να παραμένουν έτσι. Και η κύρια τουρκική επιχειρηματολογία μπορεί να συνοψιστεί σε τρεις κύριους τίτλους:
Πρώτον, για την Άγκυρα η Ελλάδα και όχι η Τουρκία είναι η επεκτατική, αναθεωρητική χώρα που επιδιώκει την ανατροπή του status quo (νέα Μεγάλη Ιδέα). Καθώς η Ελλάδα επιδιώκει την επέκτασή της στο Αιγαίο από τα έξι στα δώδεκα ναυτικά μίλια και οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών με «πλήρη επήρεια» (full effect) για τα νησιά, αποκλείοντας έτσι παντελώς την Τουρκία και μετατρέποντας το Αιγαίο σε «ελληνική λίμνη». Όθεν και το (παράνομο) casus belli κ.λπ. Επιπλέον η Ελλάδα, σύμφωνα με την τουρκική άποψη, στοχεύει να αποκλείσει την Τουρκία και από την Αν. Μεσόγειο με επιδίωξη οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ χωρίς καμία έκπτωση για το Καστελλόριζο, έστω κι αν είναι μόλις δέκα τ.χ., ενώ η Τουρκία έχει εκτεταμένο χερσαίο εδαφικό όγκο και ακτογραμμή.
Δεύτερον, η Ελλάδα οικοδομεί αντιτουρκικές συμμαχίες με όλες τις χώρες που έχουν εχθρικές σχέσεις με την Τουρκία (Ισραήλ, Αίγυπτος, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Σαουδική Αραβία κ.λπ.). Επιδιώκοντας έτσι την περικύκλωσή της και ίσως και τη διάλυσή της σε αναβίωση της λογικής της Συνθήκης των Σεβρών. Η Συνθήκη αυτή στοιχειώνει την Τουρκία και σήμερα.
Τρίτον, η Ελλάδα εξοπλίζεται ως αστακός με σύγχρονα όπλα, υπογράφει συμφωνίες (Γαλλία, ΗΠΑ κ.λπ.) και στρατιωτικοποιεί τα νησιά, με κύριο στόχο να επιτεθεί (sic) στην Τουρκία ακόμη και με πυρηνικά όπλα! Ενώ οι τουρκικοί εξοπλισμοί έχουν άλλους στόχους.
Μπορεί το μέγιστο των επιχειρημάτων αυτών να αποτελεί για την Αθήνα μια ακραία φαντασίωση που αγνοεί κανόνες διεθνούς δικαίου (UNCLOS-1982 κ.ά.), ενώ τροφοδοτείται από νεοοθωμανική νοσταλγία, για την Τουρκία όμως διαμορφώνει εξωτερική πολιτική. Και η επιχειρηματολογία αυτή θα παραμείνει και μετά την αποχώρηση Ερντογάν. Αν και μπορεί όμως παράλληλα με το ύφος και τη ρητορική να αλλάξει το διαδικαστικό πλαίσιο για την επίλυση των προβλημάτων (προσφυγή στη διεθνή Δικαιοσύνη / ΔΔΧ, διάλογος κ.λπ.). Ενα θέμα στο οποίο επίσης δεν θα υπάρξει θεαματική αλλαγή είναι το Κυπριακό, ανεξαρτήτως προτύπου λύσης (δικοινοτική ομοσπονδία, δύο κράτη). Η Τουρκία θα επιμείνει στη λογική της πλήρους πολιτικής ισότητας για την τουρκοκυπριακή κοινότητα.
Επομένως, η Αθήνα θα πρέπει να πορευθεί με αυτά τα δεδομένα για την Τουρκία. Και βάσει αυτών να διαμορφώσει στρατηγική αναζήτησης λύσεων εγκλωβίζοντας την Τουρκία σε μια διαπραγματευτική διαδικασία με βάση το διεθνές δίκαιο / τη διεθνή Δικαιοσύνη όσο το δυνατόν συντομότερα.
*καθηγητής, πρώην πρεσβευτής – σύμβουλος του ΥΠΕΞ και μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής των FEPS και ΕΛΙΑΜΕΠ, από τις εκδόσεις Θεμέλιο κυκλοφορεί το τελευταίο του βιβλίο «Επιτεύγματα και στρατηγικά λάθη της εξωτερικής πολιτικής της Μεταπολίτευσης»