Απολογισμός 200 ετών Εθνικής Ιστορίας… Του Παναγιώτη Γεννηματά

943

Μια εντυπωσιακή ανασκόπηση που προκαλεί αναστοχασμό και ανοικτούς ορίζοντες

Του Παναγιώτη Γεννηματά*

Η συρροή επετείων (1821-2021, 1922-2022) εν μέσω υπερφορτισμένης διεθνούς συγκυρίας δεν συνιστά απλώς ευκαιρία για εθνικό αναστοχασμό. Επιβάλλει την περισυλλογή ως εθνική υποχρέωση επανεκτίμησης των συντεταγμένων του εθνικού βίου.

Το 1922, ως έτος οριστικού ναυαγίου του νεοελληνικού μεγαλοϊδεατικού ονείρου στα νερά της Ιωνίας, πρέπει να αντιμετωπίζεται ως κομβική χρονολογία στο διάνυσμα των διακοσίων ετών της εθνικής πορείας.

Μέχρι το 1922 το έθνος συσσώρευε σταθερά εδάφη και δυνάμεις στην επιδίωξη ολοκλήρωσης της εθνικής του υπόστασης. Στη δεκαετία 1910-20 η εθνική ενεργητικότητα εκτινάχτηκε σε όρια που άγγιξαν ακραίους εθνικούς οραματισμούς του νεοελληνικού εθνικού μυθολογήματος. Το 1922 αποτελεί το χρονικό όριο αυτής της υπερεντατικής προσπάθειας που ταυτόχρονα σηματοδοτεί το άδοξο τέλος της Μεγάλης Ιδέας. ‘Αδοξο όχι γιατί σημαδεύεται από την καταστροφή λαϊκών δυνάμεων που ξερριζώθηκαν από βαθύρριζες ιστορικές πατρίδες. Μια καταστροφή ούτως ή άλλως ανεπανόρθωτη. Ούτε γιατί κατέρρευσε η μεγαλεπήβολη ιδεολογική δομή του νεοελληνικού μεγαλοϊδεατισμού που είχε οικοδομηθεί στο διάστημα της πρώτης εθνικής εκατονταετίας με το απόθεμα εθνικών υλικών της ελαχιστοποιημένης επαναστατικής απόπειρας του 1821. Άδοξο γιατί το καταστροφικό αποτέλεσμα επήλθε ως συνέπεια εμπλοκών στο επίπεδο της ηγετικής δομής του νεοελληνισμού και όχι γιατί ο δυναμισμός του εθνικού υποκειμένου είχε φτάσει στα πραγματικά του όρια. Το ένοπλο δυναμικό του επί δώδεκα έτη επίστρατου νεοελληνισμού επέδειξε εκπληκτική αντοχή στην παρατεταμένη πολεμική προσπάθεια και υπό τις πλέον αντίξοες διπλωματικές συνθήκες. Η ηγετική του όμως κεφαλή δεν κατόρθωσε δυστυχώς να επιτύχει τη βέλτιστη στρατηγική του εξοικονόμηση.

Παρά το μέγεθος της καταστροφής, ο επόμενος αιώνας δεν υπήρξε εθνικά λιγότερο παραγωγικός σε σημαντικές εθνικές κατακτήσεις. Η Συμφωνία της Λωζάνης (1923) καταγράφεται ως μια νέα εθνική αφετηρία εθνικής πρώτον ανασύνταξης και φιλόδοξων δεύτερον επιδιώξεων σε περισσότερους τομείς προσπαθειών. Ως πρώτη πρέπει να καταγραφεί η αποκατάσταση σχέσεων λειτουργικής γειτονίας με τον νέο, συρρικνωμένο σε περιορισμένα πλέον εδαφικά σύνορα, γείτονα που εφεξής ονομάζεται Τουρκία. Οι εθνικοί στόχοι όμως πρωτίστως εσωτερικεύονται. Η εθνική ομογενοποίηση, που μεταφράζεται στην ταχύτερη δυνατή ενσωμάτωση των προσφυγικών εισροών εθνικού δυναμικού που προέκυψαν από τη μαζική καταστροφή, ανάγεται σε απόλυτη εθνική προτεραιότητα. Στρατηγική προϋπόθεση για την αφομοίωση των πληθυσμών καθίσταται αυτοδικαίως η επιδίωξη ταχύρρυθμης οικονομικής ανάπτυξης, ικανής να υπηρετήσει το αίτημα μιας κοινωνίας συνοχής. Η εκπαιδευτική ανάπτυξη αποτελεί την άλλη όψη της ίδιας εθνικής προτεραιότητας. Και στα δύο παράλληλα μέτωπα εσωτερικής προσπάθειας σημειώνεται αξιόλογη εθνική πρόοδος, εις πείσμα διεθνών δυσκολιών που συνεχίζουν να καταπονούν τις δυνάμεις του έθνους μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1940 (διεθνής οικονομική κρίση μεσοπολέμου, πολεμική περίοδος 1940-45, πενταετία εσωτερικού σπαραγμού (1945-50).

Στην μεταπολεμική περίοδο η εθνική επέκταση σημειώνει την ακρότατη δυνατή ολοκλήρωση. Το 1947 τα Δωδεκάνησα έρχονται να ολοκληρώσουν την θαλάσσια κυριαρχία του Αιγαίου, ενώ το 1959 η χειραφέτηση της Κύπρου από την αγγλική κυριαρχία προσθέτει και την απώτατη Μεγαλόνησο στο δυναμικό του ανεξάρτητου ελληνισμού. Όσο και αν οι εσωτερικές επιπλοκές του 1973-74 είχαν ως αποτέλεσμα τον ακρωτηριασμό της Κύπρου δια μέσου μιας ευκαιριακής τουρκικής αντεπίθεσης στην ακραία και απεγνωσμένη προσπάθεια ολοκλήρωσης του νεοελληνικού μεγαλοϊδεατισμού από τις οπισθοφυλακές της δικτατορίας, το γεγονός ότι ο ελληνισμός κατόρθωσε να διασφαλίσει μια σφηνοειδή παρουσία στο γεωπολιτικό υποσύστημα της Μέσης Ανατολής, περιβεβλημένη μάλιστα με το καθεστώς εγγυήσεων της συμμετοχής στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εγγράφεται στην επιτυχή τροχιά της εθνικής πορείας από το 1821.

Η συνολική ένταξη του ελληνισμού στην Ευρωπαϊκή Ένωση συνιστά την απόλυτη ολοκλήρωση των επαναστατικών προταγμάτων της επανάστασης του 1821. Συγκεφαλαιωτικά, αποτελεί την ολοκλήρωση της εθνικής παρακαταθήκης του Αδαμαντίου Κοραή.

Στην συνολική επανεκτίμηση της εθνικής πορείας των διακοσίων ετών της αυτόνομης εθνικής πορείας, υπό καθεστώς σχετικής πάντοτε εθνικής ανεξαρτησίας, η σημασία της οποίας αναιρείται όμως εκ του γεγονότος της συμμετοχής στην Ε.Ε., δύο συνθήκες εθνικού βηματισμού πρέπει να ληφθούν σοβαρώς υπ΄όψη:

Πρώτον: Από το 1821 μέχρι το τέλος του 20ου αιώνα, η Ελλάδα, ως το νέο κρατικό μόρφωμα του ελληνισμού στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου είναι ο σταθερά επιτιθέμενος. Η Ελλάδα είναι ο τοπικός κρατικός σχηματισμός που συνεχώς επεκτείνει τον εδαφικό ζωτικό του χώρο εις βάρος της γειτονικής Τουρκίας, ως υπολειμματικής διαδόχου της παλαιάς οθωμανικής αυτοκρατορίας. Το πολιτικοπολιτισμικό συγκρότημα των δυτικών δυνάμεων με τις οποίες το νέο ελληνικό κράτος έχει από το 1821 επιλέξει να συμπράττει, κατά κανόνα στηρίζουν αυτή την επιθετικότητα και εγγυούνται αμυντικά-διπλωματικά τα αποτελέσματά της. Όσον και αν ένας εθνικός συμπλεγματισμός, οφειλόμενος κατά μεγάλο ποσοστό σε διαθλασμένη από τη θρησκευτική/εκκλησιαστική παρέμβαση στην νεοελληνική παιδεία αντίληψη συμφερόντων και πολιτισμική συνείδηση, έχει διαχρονικά τυφλώσει την πλειοψηφία του ελληνικού λαού σε ό,τι αφορά τις προϋποθέσεις της εθνικής του επιβίωσης, η οργανική ως σήμερα διαπλοκή των συμφερόντων του ελληνισμού με τα συμφέροντα του δυτικού κόσμου δεν μπορεί να αποσιωπάται. Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι οι μόνες επιθέσεις που στα διακόσια χρόνια της εθνικής πορείας του ο νεοελληνισμός έχει εκ των έξω υποστεί προέρχονταν εκ δυσμών και μάλιστα από τον ανταγωνιστικό μεγαλοϊδεατισμό της Ιταλίας (Σεπτέμβριος 1923 και Οκτώβριος 1940). Η επιθετικότητα αυτή εκδηλώθηκε σε φάση εκτροπής του ιταλικού μεγαλοϊδεατισμού από τον ευρωπαϊκό δημοκρατικό κανόνα. Αντίθετα, οι τουρκικές μορφές οχλήσεων στο οριοθετημένο θεμελιακά από το 1923 καθεστώς των ελληνοτουρκικών συμφερόντων, τις οποίες κατά την τελευταία πεντηκονταετία (μετά το 1973) η ελληνική κοινή γνώμη καταλογίζει ως επιθετικές τουρκικές ενέργειες, αποτελούν μάλλον μορφές αμύνης τουρκικών οπισθοφυλακών απέναντι στην Ελλάδα, την οποίαν η τουρκική εθνική συνείδηση εξακολουθεί να καταγράφει ως «επιτιθέμενο» εξ αιτίας αφ’ ενός της πρόσκτησης των Δωδεκανήσων το 1947, αφ’ ετέρου της ελληνικής πολιτικής στο κυπριακό μετά το 1950. Και τα δύο αυτά μεταπολεμικά εθνικά προσκτήματα έχουν, στα μάτια των τούρκων, θεωρηθεί ως δείγματα ανανεωμένης «μεταλωζανικής» ελληνικής επιθετικότητας, με αποτέλεσμα να έχουν διαρρήξει κατά τρόπο διπλωματικά όχι άμεμπτο την ακριβοπληρωμένη διπλωματική συναίνεση Βενιζέλου-Κεμάλ το 1932.

Δεύτερον: Μέχρι το τέλος της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα ο ελληνισμός και η Ελλάς, ως κρατική μορφοποίηση και κοινωνία, κινούνται σε σταθερά ανοδικό κύκλο προόδου, ιδίως κατά το διάστημα της δεύτερης εκατονταετίας (1921-2010). Η δεδομένη εδαφική επέκταση συνοδεύεται από ισχυρές διεθνείς αμυντικές εγγυήσεις (ΝΑΤΟ, δευτερευόντως Ε.Ε), εθνική ομογενοποίηση ταχύτερη και ομαλότερη από την νέα Τουρκία, αξιοζήλευτη, με παγκόσμια κριτήρια, άνοδο οικονομικού επιπέδου ζωής και κατοχύρωση δημοκρατικών πολιτικών κατακτήσεων, κυρίως μετά το 1974.

Ο 21ος αιώνας βρήκε ως εκ τούτων την Ελλάδα με αξιοσημείωτα ιστορικά κεκτημένα, δυσανάλογα ίσως με τα όσα αυτοτελώς προοιώνιζε η αποτυχία της εθνικής επανάστασης του 1821 να δημιουργήσει υπολογίσιμη, πραγματικά ανεξάρτητη και βιώσιμη κρατική μονάδα. Τα κεκτημένα αυτά είπαμε ότι αναλύονται σε:

Εδαφική επάρκεια
Ένταξη σε συστήματα ασφάλειας και οικονομικών εγγυήσεων (ΝΑΤΟ/Ε.Ε.-ΟΝΕ)
Οικονομική ανάπτυξη
Κοινωνική συνοχή
Δημοκρατία.

Η αισιόδοξη και ιστορικά ικανοποιητική αυτή εικόνα περί το τέλος της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα αρχίζει να θολώνει. Με την διεθνή κρίση του 2008 οι περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης εισέρχονται σε παρατεταμένη κρίση χρέους η οποία πλήττει ισχυρότερα την ελληνική οικονομία που αποτελούσε την ασθενέστερη οικονομική μονάδα της Ευρωζώνης. Οι αγωγές υποτιθέμενης οικονομικής εξυγείανσης, που επιβάλλονται εκβιαστικά από τις αρχές της ΟΝΕ/Ε.Ε, βυθίζουν την ελληνική οικονομία σε ανήκεστο μέχρι σήμερα οικονομικό μαρασμό, υποθηκεύοντας μακροχρόνια στους δανειστές την οικονομική και περιουσιακή της αυτοδυναμία. Οι αξιοσημείωτες κοινωνικές κατακτήσεις της περιόδου 1981-2007 ισοπεδώνονται. Η χώρα χάνει το 25% της αξίας του κερδισμένου ενδιάμεσα ΑΕΠ και υποστρέφει σε επίπεδα οικονομικής επίδοσης των τελών του 20ου αιώνα, πριν ενταχθεί δηλαδή στην ΟΝΕ. Επιπλέον, η διαχείριση της οικονομικής προσαρμογής, η οποία κυρίως συνίσταται σε μέτρα αυστηρής λιτότητας και περιστολής εισοδημάτων, ασκείται δια μέσου νομοθετικών πρακτικών πέραν της συνταγματικής νομιμότητας. Η παρέκκλιση από την συνταγματική νομιμότητα κορυφούται με την ασύστολη καταπάτηση των αποτελεσμάτων ελευθέρου δημοψηφίσματος το καλοκαίρι του 2015 από κυβέρνηση του υποτιθέμενου προοδευτικού χώρου, η οποία, πολιτικά απροετοίμαστη για να ανταποκριθεί στο μέγεθος του αντιστοιχούντος διαπραγματευτικού εγχειρήματος, το οποίο απετόλμησε πολιτικά και εκλογικά να αναλάβει, υποκύπτει σε απροσχημάτιστες εκβιαστικές πιέσεις εκ μέρους των δανειστών.

Στην συρρίκνωση των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών κεκτημένων της δεκαετίας 2008-2018 προστίθεται από την άνοιξη του 2020 η λαϊκή εμπειρία ενός καθεστώτος έκτακτης ανάγκης εν ονόματι της υγειονομικής προστασίας από την απειλή μιας επιδημίας, η οποία παρουσιάζει αξιοσημείωτα απειλητικό παγκόσμιο επιπολασμό. Με την αφορμή της συγκεκριμένης επιδημίας, ο ελληνικός λαός υποβάλλεται κατά τη διετία 2020-22 σε αλλεπάλληλες ασκήσεις εξαναγκασμού και λαϊκής διαπειθάρχησης, η αναγκαιότητα μεγάλου μέρους των οποίων δεν έτυχε ικανοποιητικής αιτιολογίας και συνταγματικής θεμελίωσης. Ως εκ τούτου παραμένει το βίωμα ενός καθεστώτος έκτακτης ανάγκης με μεγάλα περιθώρια αυθαίρετης εκτίμησης, όπως συμβαίνει συνήθως με την κήρυξη καταστάσεων έκτακτης ανάγκης από κυβερνήσεις διακατεχόμενες υπό πανικού.

Οι εμπειρίες της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα δεν θα έπρεπε να υποτιμηθούν σε μια απόπειρα επανεκτίμησης της εθνικής πορείας προσανατολισμένης προς το μέλλον. Η σημειολογία τους είναι αρκούντως ανησυχητική. Το ελληνικό έθνος εισέρχεται στην τρίτη εκατονταετία του εθνικού του βίου με τραυματικά βάρη που αντιστοιχούν κατά κάποιον τρόπο προς τις βαρειές υποθήκες με τις οποίες προχώρησε στην επανεκκίνηση του εθνικού βίου μετά το 1922. Ως εκ τούτου, και προκειμένου να θεμελιωθεί μια στερεότερη αφετηρία προϋποθέσεων για το προσεχές μέλλον, ο προβληματισμός πρέπει να εστιαστεί σε τρεις αξονικές προτεραιότητες, για τις οποίες η Ελλάς πρέπει να αποδείξει ότι είναι ικανή:

-Να διατηρήσει τα εδαφικά κεκτημένα μέσα σε καθεστώς πιθανής αναδιάταξης διεθνών συσχετισμών ισχύος.
– Να ανακτήσει μέρος των οικονομικών και κοινωνικών κεκτημένων που κατά την τελευταία δεκαετία έχει απωλέσει. Η προσπάθεια ανάκτησης μέλλει να διαδραματιστεί μέσα σε συνθήκες παγκόσμιας οικονομικής ρευστότητας και αβεβαιότητας, μακράν των παραδοσιακών όρων της μεταπολεμικής ανάπτυξης, υπό τους οποίους η Ελλάδα κατόρθωσε να σημειώσει σημαντικές επιδόσεις.
– Να διατηρήσει τα δημοκρατικά κεκτημένα τα οποία έχουν ήδη κατά την τελευταία δεκαετία απειλητικά συρρικνωθεί και τα οποία διατελούν σε γενικότερη παγκόσμια διακινδύνευση, κάτω από τη βαρειά σκιά του επελαύνοντος διεθνούς μεγαλοεταιρικού τεχνοφασισμού.

*επίτιμος αντιπρόεδρος της Ευρωπαικής Τράπεζας Επενδύσεων