Του Γιώργου Ατσαλάκη*
Η Ιαπωνία το 1946 ήταν στα πρόθυρα της ολικής καταστροφής. Τριάντα χρόνια αργότερα, η ιαπωνική οικονομία ήταν η δεύτερη στον κόσμο, μετά τις ΗΠΑ. Κατάφερε να αναπτυχθεί πολύ γρήγορα, όμως οι μη βιώσιμες επενδύσεις, το αυξανόμενο χρέος και η γήρανση του εργατικού δυναμικού οδήγησαν στις χαμένες δεκαετίες που έχει βιώσει μετά το 1990.
Μετά την ήττα της στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μείωσε τους δασμούς στα εισαγόμενα αγαθά με σκοπό να είναι φθηνότερη η εισαγωγή ξένης τεχνολογίας, η οποία μεταφράστηκε σε οικονομική ανάπτυξη με την πάροδο του χρόνου. Τα κεφάλαια για την ανάπτυξη προήλθαν από την κεντρική τράπεζας της Ιαπωνίας, η οποία παρέμβαινε με λανθασμένη στρατηγική κατευθύνοντας ποιες εταιρείες και βιομηχανίες θα μπορούσαν να λάβουν δάνεια και ποιες θα αποθαρρύνονταν εγκαθιδρύοντας ένα κεντρικά καθοδηγούμενο σύστημα μετα-πολεμικής οικονομίας προσαρμοσμένο στις εξαγωγές. Η Ιαπωνία διατηρώντας το νόμισμά της αδύναμο έκανε τις εξαγωγές της πιο ανταγωνιστικές στις παγκόσμιες αγορές και επίσης έκανε τα εισαγόμενα προϊόντα πιο ακριβά στην Ιαπωνία.
Ιστορικά, η ανισορροπία μεταξύ των τεράστιων εξαγωγών της Ιαπωνίας και των ελάχιστων εισαγωγών έπληξε την παγκόσμια οικονομία, καθώς σήμαινε ότι οι εργαζόμενοι σε άλλες χώρες δυσκολεύονταν να κερδίσουν τα προς το ζην καθώς έπρεπε να ανταγωνιστούν φθηνά εισαγόμενα αγαθά και δεν μπορούσαν να κερδίσουν τα προς το ζην πουλώντας αγαθά και υπηρεσίες σε Ιάπωνες πελάτες, που απλώς δεν ξόδευαν.
Στη συμφωνία της Plaza το 1985, η Ιαπωνία επέτρεψε στο γιεν να ανατιμηθεί έναντι του δολαρίου ΗΠΑ, γεγονός που θα έπρεπε να είχε προκαλέσει απότομη πτώση του εμπορικού πλεονάσματος και της ανάπτυξης της Ιαπωνίας. Αλλά για να αποφευχθεί αυτό, η Τράπεζα της Ιαπωνίας μείωσε τα επιτόκια και άρχισε να αυξάνει σημαντικά τα καθοδηγούμενα δάνεια προς συγκεκριμένες επιχειρήσεις.
Η μείωση των επιτοκίων δημιούργησε πιστωτική έκρηξη, η οποία εκτόξευσε τις τιμές των ακινήτων, αλλά και στο χρηματιστήριο, καθώς οι ιαπωνικές εταιρείες άρχισαν να αντλούν κεφάλαια μόνο για να επενδύσουν σε μετοχές και ακίνητα, δηλαδή σε μη παραγωγικά δάνεια. Μέχρι το 1990, η Ιαπωνία είχε ένα άκαμπτο τραπεζικό σύστημα που υποστηρίχθηκε από κρατικές εγγυήσεις. Είχε συγκεντρώσει ακραίες εισοδηματικές ανισορροπίες, υπήρξαν χρόνια μη παραγωγικών επενδύσεων, υπήρχαν εξαιρετικά υπερτιμημένη ακίνητη περιουσία και αυξανόμενο χρέος.
Τελικά, το 1990 η Τράπεζα της Ιαπωνίας, ανησυχώντας για τους αυξανόμενους κινδύνους, άρχισε να κάνει αυτό που θα έπρεπε να είχε κάνει χρόνια νωρίτερα και ξεκίνησε να αυξάνει τα επιτόκια για να αυξηθεί το κόστος του κεφαλαίου, ώστε να αποτρέψει την υπερθέρμανση της οικονομίας. Ηταν όμως αργά. Μετά την έκρηξη της οικονομικής φούσκας της Ιαπωνίας η χώρα εγκλωβίστηκε σε έναν φαύλο κύκλο αργής ανάπτυξης και αποπληθωρισμού, οδηγώντας σε μια επίμονη έλλειψη ζήτησης. Τον Νοέμβριο του 1997 άρχισε η τραπεζική κρίση στην Ιαπωνία και το επόμενο έτος επτά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα χρεοκόπησαν και η κρίση έληξε μόνο μετά από ένα αμφιλεγόμενο πρόγραμμα διάσωσής τους, με χρήματα των φορολογουμένων. Η ανεργία των νέων οδήγησε τότε τους ανθρώπους να αποκτήσουν λιγότερα παιδιά, προκαλώντας δημογραφικά προβλήματα στη χώρα.
Τα τελευταία χρόνια η Ιαπωνία είχε αρνητικά επιτόκια και τεράστια ποσοτική χαλάρωση για να τονώσει τον πληθωρισμό, ελπίζοντας ότι θα ωθούσε την οικονομία. Κάνοντας δημόσιες δαπάνες δημιούργησε ένα σωρό δημόσιου χρέους, όπου το 2022 εκτιμάται σε 12,2 τρισ. δολάρια ή 266% του ΑΕΠ, το υψηλότερο από οποιαδήποτε ανεπτυγμένη χώρα.
Πολλά από τα στάδια που πέρασε η ιαπωνική οικονομία βιώνει η Κίνα σήμερα, ως δεύτερη οικονομία στον πλανήτη. Είναι εμφανείς οι τάσεις της μείωσης των δημογραφικών στοιχείων, του μεγάλου χρέους, της φθίνουσας αύξησης της παραγωγικότητας, της ανεργίας και της μη παραγωγικής χρήσης πολλών δανείων.
Το μεγάλο δημόσιο χρέος της είχε επιταχύνει την ανάπτυξή της (η Βρετανία χρειάστηκε πάνω από επτά γενιές για να βιομηχανοποιηθεί και η Κίνα μόνο μία). Το συνολικό χρέος στην Κίνα έφθασε το 275% του ΑΕΠ και μεγάλο μέρος αυτού του χρέους χρηματοδότησε αμφιλεγόμενες επενδύσεις στη φούσκα των ακινήτων. Η ακίνητη περιουσία αποτελεί το 30% της οικονομικής παραγωγής της. Υπολογίζεται ότι 50 εκατ. πρόσφατα κτισμένα σπίτια είναι ακατοίκητα και άλλα τόσα υπό κατασκευήν. Πολλά από τα δάνεια «Δρόμων του Μεταξιού» (12 φορές μεγαλύτερα από το σχέδιο Μάρσαλ) αντιμετωπίζουν προβλήματα αποπληρωμής.
Τα εξαγωγικά πλεονάσματα της Κίνας θα αυξήσουν την εσωτερική κατανάλωση και θα ανατιμηθεί το γουάν, οδηγώντας σε αγορές εισαγόμενων προϊόντων που θα μειώσουν το εξαγωγικό πλεόνασμα. Η μελλοντική ανάπτυξη για την Κίνα θα είναι πολύ πιο δύσκολη από την ανάπτυξη που πέτυχε στο παρελθόν. Ο χρόνος θα δείξει εάν η Κίνα ακολουθεί τ’ αχνάρια της Ιαπωνίας.
* Ο κ. Γιώργος Ατσαλάκης είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης.
Πηγή: kathimerini.gr