Αρθρο Κωνσταντίνου Φίλη στην «Κ»: Οι αναδιπλώσεις Ερντογάν έφεραν την επιβράβευση

345

Του Κωνσταντίνου Φίλη*

Επειτα από αρκετές ανεπιτυχείς προσπάθειες για να λάβει πρόσκληση, ο πρόεδρος Ερντογάν θα περάσει στις 9 Μαΐου το κατώφλι του Λευκού Οίκου. Χρειάστηκε όμως να αναδιπλωθεί, είτε φαινομενικά είτε επί του πρακτέου, σε σειρά ζητημάτων για να καταφέρει να συναντηθεί με τον πρόεδρο Μπάιντεν, λίγο πριν ο τελευταίος ολοκληρώσει τη θητεία του.

Η Τουρκία έχει αποκτήσει μια σχετική αυτοτέλεια στην εξωτερική της πολιτική, δεν ευθυγραμμίζεται με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ (π.χ. στις κυρώσεις εις βάρος της Ρωσίας) και κινείται πιο ευέλικτα χάρη στην εμπλοκή της σε διάφορα πεδία, από τον Καύκασο και τη σύγκρουση Αζερμπαϊτζάν – Αρμενίας μέχρι τη Λιβύη και από τον πόλεμο στην Ουκρανία μέχρι τη Γάζα. Ωστόσο, εξακολουθεί να έχει μεγάλο βαθμό εξάρτησης ειδικότερα από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τόσο σε θέματα οικονομίας όσο και ασφάλειας.

Οποτε η Ουάσιγκτον έπαιξε σωστά τα χαρτιά της απέναντι στην Αγκυρα, είτε με τον άκομψο τρόπο που ο Τραμπ έφερε πίσω τον πάστορα Μπράνσον στις ΗΠΑ είτε με πιο διακριτικό, όπως επί Μπάιντεν, αλλά πάντως με ευδιάκριτο το μήνυμα προς τη δεύτερη, η τουρκική ηγεσία απέφυγε την αντιπαράθεση.

Πώς κλείστηκε το ταξίδι Ερντογάν στις ΗΠΑ

Βέβαια, όλα αυτά τα χρόνια ο Ερντογάν κατάφερε να κερδίσει την υπερβολική ανοχή του αμερικανικού παράγοντα απέναντι σε ακραίες δηλώσεις εναντίον του, ωσάν να μη γίνεται αντιληπτό ότι καλλιεργείται συστηματικά μία αντιαμερικανική και αντιδυτική κουλτούρα σε ένα σημαντικό κομμάτι του τουρκικού πληθυσμού, συντριπτικό μάλιστα ανάμεσα στους υποστηρικτές του. Εξίσου, όπως συνέβαινε επί κεμαλιστών αλλά κορυφώθηκε επί Ερντογάν, η Τουρκία έχει πείσει ένα μέρος του αμερικανικού κατεστημένου για τον εξαιρετισμό της και επακόλουθα εξασφαλίζει την αντιμετώπισή της με μεγαλύτερη επιείκεια.

Παρ’ όλα αυτά, ακόμη κι αν δεν τέθηκαν άμεσα ως προϋποθέσεις, είναι σαφές ότι τόσο η ύφεση στα ελληνοτουρκικά και η υπογραφή της Διακήρυξης των Αθηνών, όσο και η επαναπροσέγγιση με την Αίγυπτο, αλλά και η προσεκτική διαφοροποίηση από κάποιες επιλογές της ρωσικής ηγεσίας, διευκόλυναν την υποδοχή του Ερντογάν από τον Μπάιντεν.

Για τον πολιτικό εγωισμό του Τούρκου προέδρου, ο οποίος εξαρχής είχε αντιληφθεί ότι βρισκόταν στη δυσμένεια του Αμερικανού ομολόγου του (υπενθυμίζεται ότι η πρώτη τηλεφωνική επικοινωνία τους μετά την ανάληψη των καθηκόντων του Μπάιντεν ήταν μία ημέρα πριν οι Ηνωμένες Πολιτείες αναγνωρίσουν τη γενοκτονία των Αρμενίων), η πρόσκληση αυτή ήταν επιτακτική και ζήτημα τιμής. Ενώ είχε συναντηθεί με τον προκάτοχo του Μπάιντεν δύο φορές στον Λευκό Οίκο, το 2017 και 2019. Στην ουσία, ο Μπάιντεν θα θελήσει να δεσμεύσει τον Ερντογάν σε μία υπεύθυνη πολιτική σε όλα τα ανοικτά μέτωπα, τουλάχιστον μέχρι τις εκλογές, στέλνοντάς του ένα μήνυμα αποφασιστικότητας, ενώ ο Ερντογάν θα διερευνήσει τις προθέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών για ενδεχόμενες νέες στρατιωτικές επιχειρήσεις σε Συρία και Ιράκ, αλλά και τα περιθώρια ανοχής που έχει στην πολιτική του σε Ουκρανία και Γάζα, καθώς και τους όρους τυχόν εμβάθυνσης της συνεργασίας στον αμυντικό τομέα (ακόμη και στο ζήτημα των F-35).

Στις κάλπες ξανά η Τουρκία, αλλά με χαμηλές προσδοκίες για αλλαγή

Ακόμη κι αν τυχαία συμπίπτουν χρονικά η συνάντηση Μπάιντεν – Ερντογάν και λίγες ημέρες μετά Ερντογάν – Μητσοτάκη, ο συμβολισμός είναι εμφανής. Και βέβαια επιβραβεύεται η εξεύρεση ενός modus operandi ανάμεσα σε Αθήνα και Αγκυρα, το οποίο όμως πρέπει να διασφαλιστεί ότι δεν θα διαταραχθεί.

* O κ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων (IGA) και καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος.