Του Ηλία Καραβόλια
Θαυμάζω το κουράγιο υπουργών (των συμβούλων τους βασικά) και γενικών γραμματέων που σχεδόν ασταμάτητα αρθρογραφούν για τα αμέτρητα χρηματοδοτικά εργαλεία που “υποτίθεται” ότι δομούν το πλαίσιο για καναλιζάρισμα των δις από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Αν διαβάζει κανείς για τους μηχανισμούς και τους φορείς που μοιράζουν ήδη το χρήμα από τις Βρυξέλλες στην ελληνική οικονομία, νιώθει ότι συμμετέχει κάπου ως ωφελούμενος : είτε είναι ολιγάρχης( οπότε δεν αυταπατάται) είτε μικρομεσαίος επιχειρηματίας, είτε κάποιος που τώρα μπαίνει στην αγορά ( μήπως δηλαδή κατά τύχη ανοίξει και για αυτόν η βρύση).
Στην χώρα μας όμως – με βάση κάποιους όχι και τόσο πρόχειρους υπολογισμούς – εισέρευσαν ήδη στα 14 τελευταία χρόνια ( παρά την τεράστια ύφεση με τα μνημόνια )τόσα λεφτά όσα είχαν μπει συνολικά σε…. 28 χρόνια.
Και εδώ δεν χρειάζεται να καταφύγουμε σε νούμερα και μεγέθη της ΕΛΣΤΑΤ : οι ανισότητες είναι εμφανείς και αυτό πιστοποιεί όχι μόνο στρεβλό παραγωγικό μοντέλο, άνιση κατανομή βαρών, ολιγοπώλια και κερδοσκοπία : σημαίνει επίσης ότι το χρήμα που μπαίνει στην οικονομία από ευρωπαικούς πόρους μάλλον δεν μοιράζεται δίκαια σε πολλούς.
Και επειδή εδώ δεν πρόκειται για το δίλημμα περι αυγού και κότας, είναι δεδομένο ότι το εισόδημα των πολλών δεν αυξάνεται επειδή προϋπάρχουν ( και συντηρούνται με ταξικές πολιτικές) οι ισχυρές κοινωνικές ανισότητες.
Και έτσι οι ευνοημένοι της ανάπτυξης και των εισροών πόρων, θα είναι ολοένα και λιγότεροι.
Τι κάνουμε είναι λοιπόν το ζητούμενο. Πως αλλάζουμε τις συσχετίσεις αυτές στην κατανομή των εξωγενών πόρων αφού σε επίπεδου στρατηγικού σχεδιασμού η περίφημη επιτροπή Πισσαρίδη ( και το master plan με τα ευχολόγια και τις γενικές αναφορές που είχαν γίνει ευαγγέλιο κάποτε ) μάλλον κάπου χάθηκαν στην πορεία.
Το ζητούμενο είναι πως μπορεί η οικονομία μας να αυξήσει μεν την παραγωγή, να υποδεχθεί χρήμα απ έξω, αλλά ταυτόχρονα να μειώσει την άνιση κατανομή του πλούτου στους πολίτες της.
Ποιο μοτίβο δηλαδή θα αλλάξει την διοχέτευση πόρων που δεν εξασφαλίζουν διαχρονικά καθολική ωφέλεια και δεν ευνόησαν τελικά τόσο όσο δήθεν φαίνεται (λόγω ακριβών καταναλωτικών συνηθειών μεγάλου μέρους της κοινωνίας) την κοινωνική κινητικότητα.
Η αυτονόητη οικονομική θεωρία ( “αν δεν διαχέεται σωστά η εισροή πόρων, η παραγωγή, το κέρδος, η καινοτομία και η τεχνογνωσία, τότε δεν θα διαχέεται τελικά το τελικό όφελος προς τα κάτω”) δεν χρειάζεται εξήγηση.
Έχουμε γράψει εδώ και χρόνια ότι απαιτείται στον τόπο αυτό ένα Εθνικό Συμβούλιο Δημοσίων Επενδύσεων (ΕΣΔΕ) για «δρομολόγηση» των εξωγενών πόρων αλλά και «ανακατεύθυνση» ιδιωτικών κεφαλαίων σε υψηλής καινοτομίας και προστιθέμενης αξίας στρατηγικά projects.
Χρειαζόμαστε δηλαδή «σχεδιασμό των ροών». Και αφού κλείσαμε (μέχρι τωρα έστω ) την τρύπα στο δημόσιο, πρέπει ένα ισχυρό κράτος να «επιμερίσει» σωστά την ανάπτυξη σε κλάδους και αγορές.
Να δημοσιοποιήσει πρώτα απ όλα ποια είναι τα αποδοτικά και βέλτιστα κριτήρια, ποιες οι είναι εκείνες οι μακροπρόθεσμες σταθμίσεις, και με ποια επεξεργασία προβλεπτικών δεδομένων, μοιράζεται τελικά η οικονομία σε “κλάδους προτεραιότητας”.
Πρέπει να κατανοήσουν οι πολίτες ότι όταν βάζουμε λεφτά κάπου, και όχι κάπου άλλου, είναι επειδή πρώτα κάνουμε ανάλυση εναλλακτικού κόστους/ οφέλους.
Σχεδιάζουμε δηλαδή ροές κεφαλαίων αποδοτικές επειδή πρώτα βλέπουμε αν σε έναν κλάδο ο ανοιχτός δρόμος οδηγεί μεν κάπου αλλά και αν χωράει πολλούς στον προορισμό του.
Ένα υπερκομματικό όργανο όπως αυτό που προτείνουμε δεν αρκεί να επισημαίνει απλά τα χρονίως αυτονόητα( μεταρρυθμίσεις, αύξηση δημοσίων παραγωγικών επενδύσεων, συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα).
Για να φτιάξεις βιώσιμους παραγωγικούς παράδρομους στην οικονομία πρέπει πρώτα να έχεις φροντίσει για καλές λεωφόρους, πχ με έκδοση ειδικών αναπτυξιακών ομολόγων για έργα μεγάλων υποδομών (infrastructures bonds).
Πρέπει πρώτα να βγει έξω απο τα sites και τα έντυπα των εφημερίδων η θεωρητική πρόσβαση των πάντων στα δις του Ταμείου Ανάκμψης.
Και είναι αυτονόητο ότι ένα τέτοιο Συμβούλιο πρέπει να χαράξει στρατηγική για γενναία αύξηση κονδυλίων σε έρευνα και καινοτομία καθ’ ότι στην χώρα έχει αλλοιωθεί το «λογισμικό της παραγωγής» και φυσικά διευρύνονται οι ανισότητες εξειδίκευσης.
Η μεταμνημονιακη ελληνική οικονομία του πληθωρισμού και της “χρεωμένης κατανάλωσης” δεν μπορεί να παραμένει στον αυτόματο πιλότο της οικονομικής ορθοδοξίας που θέλει να κάνει τις μάζες να νιώθουν οτι “τα δις έρχονται, ελάτε να τα πάρετε”.
Ας έχουμε κατά νου ότι οταν το μεγάλο κεφάλαιο θέλει να ρουφήξει το κοινοτικό χρήμα, απλά κρύβεται πίσω από πολύπλοκα και εύηχα χρηματοδοτικά εργαλεία και φορείς του κράτους.
Χρειαζόμαστε σταθμισμένο σχέδιο και αποτελεσματικές ροές, όχι μόνο για να πέσει η ακρίβεια των ολιγοπωλίων αλλά και για να μην δομηθεί ξανά μια άναρχη οικονομία (της καφετέριας και της οικοδομής…)