Σε αναγκαστική επιλογή φαντάζει για την κυβέρνηση Τσίπρα η διαμόρφωση μίας ειδικής συμφωνίας με το ΔΝΤ, που θα επιτρέψει στο τελευταίο να «ενταχθεί» στο ελληνικό πρόγραμμα. Η θέση των εκπροσώπων του ΔΝΤ ότι η διατήρηση υψηλών δημοσιονομικών στόχων, δηλαδή πλεόνασμα στο 3,5% για τα επόμενα χρόνια, δεν συνιστά μια βιώσιμη και αποτελεσματική πολιτική ουσιαστικής σταθεροποίησης, πραγματικής ανάκαμψης και στέρεης ανάπτυξης για το μέλλον της Ελλάδας, είναι σταθερή και μόνιμη. Αυτό σημαίνει ότι σε κάθε περίπτωση, το οποιοδήποτε αίτημα δραστικής μείωσης των δημοσιονομικών στόχων, παραδείγματος χάριν για 1,5% πλεόνασμα, προϋποθέτει μια σειρά σοβαρών δεσμεύσεων από την πλευρά της κυβέρνησης Τσίπρα και των μελών της.
Οι δεσμεύσεις αυτές σε κάθε περίπτωση αφορούν την γρήγορη και αποτελεσματική επίλυση όλων των εκκρεμοτήτων που συνεχίζουν να αποτελούν τα μεγάλα αγκάθια της διαπραγμάτευσης – από την αρχή των Μνημονίων μέχρι τώρα (όπως η δημόσια δαπάνη για το Ασφαλιστικό, οι ιδιωτικοποίησεις κλπ) που θα επιτρέψει στο Ταμείο να μπει ουσιαστικά στη συζήτηση για την επόμενη ημέρα του ελληνικού προγράμματος.
Οι ημερομηνίες που τρέχουν, ήδη η β’ αξιολόγηση και η απόφαση για τη συμμετοχή του Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα με την υπογραφή νέας συμφωνίας πήραν και άλλη παράταση για αρχές του 2017, δεν επιτρέπουν στην ελληνική κυβέρνηση να συνεχίζει να υποστηρίζει πώς «δεν αποδεχόμαστε τίποτα και κανείς δεν αποδέχεται τίποτα μέχρι να τα αποδεχθούν όλοι όλα».
Πλέον τα όσα ο κυβερνητικός εκπρόσωπος υποστήριξε την επ’ αύριον του Eurogroup, δηλαδή τα «όλοι, όλα» δεν έχουν πρακτικό αντίκρισμα και η μόνη πραγματική διέξοδος για την κυβέρνηση είναι η αποδοχή της πραγματικότητας και οι εκ του σύνεγγυς συνομιλίες με τους εκπροσώπους του ΔΝΤ. Έστω και πέρα από τα φώτα της δημοσιότητας, αλλά με δεδομένο μία ατζέντα συμφωνίας στα σκαριά.