Του Γεωργίου Κ. Μπήτρου*
Στο παρόν δοκίμιο τεκμηριώνεται ότι κατά την μεταπολεμική περίοδο oι νομισματικές πολιτικές που εφαρμόστηκαν στις δημοκρατίες Δυτικού τύπου άσκησαν, από κοινού με άλλους παράγοντες, δύο σημαντικές παρενέργειες επί της ατομικής ιδιοκτησίας, και συνεπώς επί της δημοκρατίας. Αφενός μείωσαν την αξία της μέσης καθαρής αξίας της περιουσίας των ιδιωτών, και αφετέρου στρέβλωσαν την κατανομή της προς όφελος των ανώτερων οικονομικών τάξεων. Οι επιπτώσεις αυτές προκλήθηκαν από τις ακόλουθες διεργασίες:
· Η δημόσια ιδιοκτησία, ή άλλως πως κοινοκτημοσύνη, επεκτάθηκε σε βάρος της ιδιωτικής μέσω της συνεχούς διόγκωσης του δημόσιου χρέους, η χρηματοδότηση του οποίου διευκολύνθηκε τα μέγιστα από τις κεντρικές τράπεζες.
· Δοθέντος ότι το δημόσιο χρέος αποτελεί εν δυνάμει μελλοντικούς φόρους, η συνεχής διόγκωσή του μείωσε περαιτέρω την παρούσα αξία της περιουσίας των πολιτών.
· Οι κεντρικές τράπεζες προκειμένου να συγκρατήσουν την ανεργία στην γειτονιά του 4%, ποσοστό που θεωρείται ως φυσιολογικό υπό ομαλές οικονομικές συνθήκες, υποχρεώθηκαν από τα διαρθρωτικά δεδομένα να στοχεύσουν σε ένα μόνιμο πληθωρισμό γύρω στο 2% και αγνόησαν τις αναδιανεμητικές του επιδράσεις. Και τέλος,
· Οι κεντρικές τράπεζες επέτρεψαν την γιγάντωση των τραπεζών ώστε δεν είναι πλέον δυνατή η πτώχευση μιας μεγάλης εμπορικής τράπεζας χωρίς τον κίνδυνο να καταρρεύσει ο-λόκληρο το νομισματικό σύστημα. Αυτό σημαίνει ότι οι εμπορικές τράπεζες μπορούν να αποκομίζουν υπερκανονικά κέρδη, να διανέμουν υψηλά μερίσματα στους κατ’ εξοχήν εύ-πορους μετόχους τους, να δίνουν γενναίους μισθούς και δώρα στα στελέχη τους, και από καιρού σε καιρό να μεταφέρουν τις ζημιές τους στους φορολογούμενους. με την ανοχή των κυβερνήσεων και των κεντρικών τραπεζών
Εξίσου στρεβλωτικές ήταν επίσης οι επιπτώσεις της νομισματικής πολιτικής που διοχετεύτηκαν στην οικονομία μέσα από δύο άλλα κανάλια, ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες.
Ήτοι, πρώτον, μέσω της χρηματοδότησης του δημόσιου χρέους, και δεύτερον, μέσω του μειούμενου μερι-δίου της εργασίας στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ). Στο βαθμό που δεν χρηματοδοτείται από τις κεντρικές τράπεζες και τα δημόσια συνταξιοδοτικά ταμεία, το δημόσιο χρέος χρηματοδοτείται κυρίως από τις ανώτερες εισοδηματικές τάξεις.
Τα δε εισοδήματα από τόκους είναι είτε αφορολόγητα είτε φορολογούνται με συντελεστές χαμηλότερους από τους αντίστοιχους που επι-βαρύνουν τα εισοδήματα από εργασία. Κατά συνέπεια, με την συνεχή διόγκωση του δημόσιου χρέους, η ανισότητα στην κατανομή του ΑΕΠ μεταφράστηκε διαχρονικά σε μια απαράδεκτη ανισότητα στην κατανομή του πλούτου.
Αναφορικά με το κανάλι του μεριδίου της εργασίας στο ΑΕΠ, οι παρενέργειες της νομισματικής πολιτικής είναι λιγότερο εμφανείς, γιατί προκαλούνται από την συστηματική μείωση των ονομαστικών επιτοκίων των δανειακών κεφαλαίων από τις κεντρικές τράπεζες. Από την μια μεριά, αυτή η μείωση επιδρά αυξητικά επί του μεριδίου της εργασίας.
Αλλά από την άλλη, επειδή οι επιχειρήσεις έχουν κίνητρο να υποκαταστήσουν την εργασία με κεφάλαιο, η συνολική επίδραση είναι αρνητική. Οπότε, βοηθούσης και της τεχνολογικής αλλαγής, η οποία μεταπολεμικά τείνει να είναι εξοικονομητική ως προς την εργασία, οι δύο αυτοί παράγοντες μεταξύ τους εξηγούν ένα μεγάλο μέρος της μείωσης του μεριδίου της εργασίας.
Όμως, με την σειρά της, η μείωση του μεριδίου της εργασίας οδηγεί σε μείωση των αποταμιεύσεων από τις κατώτερες εισοδηματικές τάξεις, ενώ παράλληλα είναι γνωστό ότι η περιουσία τους περιλαμβάνει ελάχιστες επενδύσεις σε μετοχές, ομολογίες, κλπ., που ναι μεν είναι πιο επικίνδυνες, αλλά έχουν υψηλότερες αποδόσεις. Αντιθέτως, η σύνθεση των χαρτοφυλακίων των ανώτερων εισοδηματικών τάξεων βασίζεται σ’ αυτές τις κατηγορίες επενδύσεων, με αποτέλεσμα η ανισότητα να αυξάνεται καθώς η μείωση των επιτοκίων συνοδεύεται από διαχρονική αύξηση των τιμών αυτών των επενδυτικών μέσων.
Συνοψίζοντας, από την δεκαετία του 1960 γνωρίζαμε ότι η μεν δημοσιονομική πολιτική στις δημοκρατίες Δυτικού τύπου έπρεπε να σταματήσει να εκδίδει επιταγές στις παρούσες γενεές οι οποίες δεν πρόκειται να πληρωθούν από τις μελλοντικές, ενώ η νομισματική πολιτική έπρεπε να σταματήσει να διευκολύνει την διόγκωση του δημόσιου χρέους προς ζημία των ασθενέστερων οικονομικών τάξεων. Παρά τις κρίσεις που μεσολάβησαν, οι εν λόγω δημοκρατίες κατάφεραν να αναβάλουν αυτήν την αναπόδραστη προσαρμογή χάρις στην παντοδύναμη μηχανή της ανάπτυξης. Αλλά τώρα, ενώ οι ρυθμοί ανάπτυξης έχουν μειωθεί δραστικά. Tίποτε δεν δείχνει ότι οι δημοσιονομικές και νομισματικές πολιτικές θα σταματήσουν να διευρύνουν την κοινοκτημοσύνη και την ανισότητα.
Γι’ αυτό, η τρέχουσα κρίση της δημοκρατίας γίνεται όλο και περισσότερο μη αναστρέψιμη, με μέγιστο διακύβευμα τις ατομικές ελευθερίες και τον Δυτικό τρόπο ζωής.
* Γεώργιος Κ. Μπήτρος, Ομότιμος Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Πηγή: ot.gr