Αξιοποιεί την ευκαιρία η Μέρκελ

112

Κινούμενοι με ταχύτητα φωτός, οι αξιωματούχοι που εδρεύουν στο πρώην Πρωσικό κτήμα του υπουργείου Οικονομίας στον ποταμό Spree στο Βερολίνο οργάνωσαν ένα πρόγραμμα διάσωσης συνολικού ύψους 600 δισ. ευρώ για να αποτρέψουν την κατάρρευση.

Και ενώ η εξάπλωση του κορωνοϊού αυξάνονταν και τα περιοριστικά μέτρα επιβάλλονταν σε άτομα και επιχειρήσεις, δεν υπήρχε χρόνος για συζητήσεις αλλά ούτε και διάθεση για σοβαρή αντιπολίτευση. Ωστόσο, πίσω από αυτή την πυρετώδη διαχείριση της κρίσης υπήρχε μια βαθύτερη στρατηγική που βρίσκονταν σε εξέλιξη για μήνες.

Όταν είχε προταθεί για πρώτη φορά πέρυσι, είχε απορριφθεί ως ριζοσπαστική για το πολιτικό και επιχειρηματικό κατεστημένο, αλλά με καταλύτη την κρίση, το πακέτο πέρασε από το υπουργικό συμβούλιο την Δευτέρα (μετά τη συνάντηση της Παρασκευής) και έγινε νόμος μέχρι το τέλος της ίδιας εβδομάδας. Η Μέρκελ αναλαμβάνει τον πιο δραματικό ανασχεδιασμό της γερμανικής οικονομίας από την μεταπολεμική ανασυγκρότηση της.

Όταν θα έχει τελειώσει, η καγκελάριος θα έχει εγκαταστήσει ένα είδος κρατικού καπιταλισμού στη Γερμανία που θα δανείζεται σε σημαντικό βαθμό στοιχεία από τη Γαλλία και θα έχει λάβει υπόψη του ακόμα και τα επιτυχημένα στοιχεία της Κίνας. Οι αξιωματούχοι στο Βερολίνο θα έχουν νέες εξουσίες παρέμβασης στην οικονομία: θα καθορίζουν νικητές και ηττημένους, θα δημιουργούν νέες βιομηχανίες και θα αναδεικνύουν εθνικούς πρωταθλητές. Η αγορά μετοχών σε εταιρείες δεν είναι πλέον ταμπού, και η πολιτική του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού ξεχάστηκε προκειμένου να απελευθερώθεί η πλήρης δυναμική του γερμανικού ισολογισμού.

Με άλλα λόγια, η εμβληματική διάσωση αυτής της εβδομάδας των 9 δισ. ευρώ της Lufthansa -που προβλέπει την απόκτηση μεριδίου 20% από την κυβέρνηση 20% και το δικαίωμα να μπλοκάρει ανεπιθύμητες εξαγορές- είναι μόνο η αρχή. Η συμφωνία αυτή πέρα από την διασφάλιση του γερμανικού αερομεταφορέα σηματοδοτεί και το πώς η κυβέρνηση της Μέρκελ σκοπεύει να αναμορφώσει την οικονομία στη μετα-πανδημική εποχή.

Το πακέτο εγκρίθηκε από το καίνουργιο Ταμείο Οικονομικής Σταθερότητας (WSF) της Γερμανίας, το οποίο περιλαμβάνει 100 δισ. ευρώ από χρήματα των Γερμανών φορολογουμένων για τις άμεσες επενδύσεις ή ακόμα και εξαγορές εταιρειών. Το Ταμείο δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια αυτού του ταραχώδους Σαββατοκύριακου τον Μάρτιο, αλλά ο σχεδιασμός του και η ευρύτερη στρατηγική του έχουν γίνει από τον υπουργό Οικονομίας Πήτερ Αλτμαγιερ περισσότερο από ένα χρόνο πριν.

Ο Αλταμάγιερ, πρώην διευθυντής του γραφείου της καγκελαρίας, ωθούμενος από την ανησυχία των κορυφαίων στελεχών της γερμανικής βιομηχανίας για τον ξένο ανταγωνισμό είχε σχεδιάσει την απάντηση και παρουσίασε την πρόταση του τον Φεβρουάριο του 2019 – πολύ πριν προκύψει ο Covid-19.

Στην πρότασή του ζητούσε την ενίσχυση της κυβερνητικής παρουσίας με επενδύσεις σε τομείς όπως η τεχνητή νοημοσύνη, οι ενεργειακές κυψέλες και η καθαρή ενέργεια. Πρότεινε τη δημιουργία στενότερων δεσμών με τη βιομηχανία προκειμένου να «καλλιεργηθούν» οι επόμενοι παγκόσμιοι παίκτες.

Όπως είπε στην παρουσίαση η χώρα θα πρέπει να μεταβεί «από το ρόλο του θεατή μιας διαδικασίας που είναι ήδη σε πλήρη εξέλιξη στις ΗΠΑ και την Κίνα σε έναν ρόλο διαμορφωτή».

Η προσπάθεια του και η πρότασή του θάφτηκε κάτω από μια χιονοστιβάδα κριτικής.

Οι ισχυρές μικρομεσαίες επιχειρήσεις – που συνήθως είναι οικογενειακές επιχειρήσεις- χαρακτήρισαν την πρόταση ως ύμνο στις μεγάλες επιχειρήσεις, ενώ βουλευτές του κόμματος της Μέρκελ ξεκαθάρισαν ότι δεν ήταν έτοιμοι να δώσουν στην κυβέρνηση τόση δύναμη. Τους Ευρωπαίους εταίρους ανησύχησε επίσης ο προστατευτισμός που προέκυπτε από την πρόταση, ένα είδος «Πρώτα η Γερμανία» κατά το «Πρώτα η Αμερική» του Τραμπ.

Ο Αλτμαγιερ αναγκάστηκε σε υποχώρηση και τον Νοέμβριο παρουσίασε μια «αραιωμένη» εκδοχή της πρότασης – με την ονομασία «Made in Germany: Industriestrategie 2030.» Η πρόταση ήταν νεκρή, μέχρι που ο κορωνοϊός άλλαξε το παιχνίδι.

Η νέα προσέγγιση δείχνει μια χώρα που είναι έτοιμη να κάνει τολμηρές κινήσεις για το οικονομικό της μέλλον, αλλά παραμένει πιστή στις παραδόσεις λιτότητας της Γερμανίας. Στη συμφωνία της Lufthansa, η κυβέρνηση – η οποία βρίσκεται σε αντιπαράθεση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την έγκριση του σχεδίου διάσωσης– πληρώνει λιγότερο από το ένα τρίτο της αγοραίας τιμής για το μερίδιό της, το οποίο μπορεί να αυξηθεί στο 25% συν μία μετοχή εάν η αεροπορική εταιρεία δεν πληρώσει το εγγυημένο μέρισμα για το μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδότησης.

«Έχουμε στείλει ένα πειστικό μήνυμα υποστήριξης για την οικονομία της ελεύθερης αγοράς. Αλλά αυτό είναι επίσης ένα μήνυμα ότι η γερμανική κυβέρνηση είναι πρόθυμη να υπερασπιστεί την τεχνολογική και οικονομική κυριαρχία αυτής της χώρας», δήλωσε ο Αλταμάγιερ μετά την ανακοίνωση του σχεδίου διάσωσης.

Το περίγραμμα αυτής της στρατηγικής αναμένεται να γίνει πιο σαφές στις αρχές Ιουνίου, όταν η κυβέρνηση της Μέρκελ θα παρουσιάσει το πολυαναμενόμενο σχέδιο οικονομικής τόνωσης.

Ένα άλλο σημάδι της αποφασιστικότητας της κυβέρνησης να αλλάξει τα πράγματα είναι μια βιομηχανία που θα εμφανίσει μεγάλες απώλειες: η αυτοκινητοβιομηχανία.

Οι ισχυρές αυτοκινητοβιομηχανίες της Γερμανίας ήταν οι κύριοι ωφελούμενοι από τις δαπάνες τόνωσης μετά την οικονομική κρίση. Πιθανότατα θα υπάρξουν κάποια κίνητρα για αγορές αυτοκινήτων, αλλά η Volkswagen AG, η Daimler AG και η BMW AG δεν αναμένεται να λάβουν άλλο ένα σαρωτικό πρόγραμμα ενίσχυσης που να προωθεί τα επικερδή συμβατικά οχήματα παράλληλα με τα ηλεκτρικά.

Στην πραγματικότητα, η Μέρκελ ακύρωσε μια συνάντηση με τους κορυφαίους εκπροσώπους της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας που είχε προγραμματιστεί για την επόμενη Τρίτη λόγω ακριβώς των διαφωνιών σχετικά με το πακέτο. Φέρεται να είναι ενοχλημένη με τις απαιτήσεις των στελεχών της αυτοκινητοβιομηχανίας να διασωθούν με χρήματα των φορολογούμενων – κάτι που θεωρείται έκπληξη, δεδομένου ότι έχει χαρτακτηριστεί έως και «καγκελάριος της αυτοκινητοβιομηχανίας».

Όταν ανακοίνωσε τον τερματισμό των αυστηρών περιορισμών νωρίτερα αυτό το μήνα, είπε στις εταιρείες αυτοκινήτων ότι θα έπρεπε να αναζητήσουν κεφάλαια όπως όλοι οι άλλοι, υποβιβάζοντας την εικόνα τους σε νεοσύστατες επιχειρήσεις από εκείνη των κολοσσών της γερμανικής οικονομίας.

«Η επανεκκίνηση της οικονομίας δεν γίνεται μόνο με την παροχή περισσότερων χρημάτων από το κράτος», είπε. «Χρειαζόμαστε πράγματι ένα πρόγραμμα τόνωσης, αλλά η πρωτοβουλία πρέπει να προέλθει από τις εταιρείες».

Το σχέδιο δαπανών είναι μόνο ένα κομμάτι του παζλ. Στρατηγικά προγράμματα βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη ή σχεδιάζονται, συμπεριλαμβανομένων μέτρων για την προστασία των εταιρειών έναντι του ξένου ανταγωνισμού, για τη μείωση της εξάρτησης από τις αλυσίδες εφοδιασμού στο εξωτερικό και για τη στήριξη της τοπικής βιομηχανίας.

Βασικοί πυλώνες της στρατηγικής της Μέρκελ

  • Ταμείο ύψους 100 δισ. ευρώ (με δυνατότητα αύξησής του εφόσον χρειαστεί) για την αγορά μετοχών σε εταιρείες, Τα ομόσπονδα κρατίδια ενθαρρύνονται να δημιουργήσουν παρόμοια ταμεία για την προστασία των τοπικών εταιρειών
  • Οι έλεγχοι εξαγοράς διευρύνονται προκειμένου να δώσουν στην κυβέρνηση την εξουσία να μπλοκάρει εξαγορές από το εξωτερικό επικαλούμενη «την πιθανότητα παρέμβασης»
  • Ενίσχυση αναπτυσσόμενων βιομηχανιών όπως η τεχνητή νοημοσύνη, η παραγωγή ενεργειακών κυψελών και η καθαρή ενέργεια με παράλληλη ενίσχυση των τοπικών προμηθευτών για τη μείωση της εξάρτησης από εταιρείες εκτός ΕΕ

Είναι μια μοναδική ευκαιρία για τη Μέρκελ για να εξιλεωθεί για τα λάθη του παρελθόντος. Ακόμα και πριν από την επιδημία, η Γερμανία είχε κλονιστεί. Η εξάρτηση της από τις τεχνολογίες με χρήση άνθρακα, ένα ομιχλώδες εθνικό ψηφιακό δίκτυο και το βαρίδι της γραφειοκρατίας, αποκάλυψε τις ρωγμές στη διαχείριση της εξαγωγικής μηχανής από την καγκελάριο.

Μετά την οικονομική κρίση, η στρατηγική της ήταν απλώς να «σταθεροποιήσει το πλοίο» και να φύγει. Αλλά ο κόσμος έχει αλλάξει σημαντικά από τότε.

Η διατλαντική εταιρική σχέση με τις ΗΠΑ έχει ξεφτίσει υπό την προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ και η Κίνα επιδιώκει να καταλάβει τη θέση της Γερμανίας ως παγκόσμιου ηγέτη στις προηγμένες κατασκευές. Η πρωτοβουλία «Μία ζώνη, ένας δρόμος» του Πεκίνου – ένα πρόγραμμα υποδομής με τελευταίο σταθμό το εσωτερικό λιμάνι του Duisburg στη βιομηχανική κοιλάδα Ruhr της Γερμανίας – επιδιώκει να επεκτείνει την επιρροή της χώρας βαθιά στην Ευρώπη.

Η Κίνα έχει επίσης αγοράσει γερμανικές επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένης της βιομηχανίας κατασκευής ρομπότ Kuka AG, και ο κινέζος δισεκατομμυριούχος Li Shufu είναι ο μεγαλύτερος μέτοχος στην μητρική της Mercedes-Benz, Daimler. Οι ανησυχίες διείσδυσης της Κίνας οδήγησαν τη Μέρκελ να συγκρουστεί με την Ευρωπαϊκή Ένωση, απαιτώντας την αλλαγή του νόμου περί εξαγοράς ώστε να αντικατοπτρίζει τον παγκόσμιο ανταγωνισμό και όχι να επικεντρώνεται στον αντίκτυπο εντός του ευρωπαϊκού μπλοκ. Αυτές οι ανησυχίες έχουν εμπνεύσει τις πιο προστατευτικές διατάξεις στο σχέδιο του Αλταμάγιερ.

Επιπλέον, αυτές οι ανησυχίες αντανακλώνται και στην πρόταση που υπέβαλαν η Μέρκελ και ο Γάλλος πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν για την υποστήριξη ενός ταμείου ανάκαμψης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η πρόταση περιελάμβανε πολιτικές για μια φιλόδοξη αναθεώρηση της οικονομίας του μπλοκ, καθώς και χαλαρότερους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις για την προώθηση της δημιουργίας μεγαλύτερων και πιο πράσινων εταιρειών.

«Έχουμε δει ότι άλλοι, είτε είναι οι ΗΠΑ, η Νότια Κορέα, η Ιαπωνία είτε η Κίνα, έχουν βασιστεί σε μεγάλο βαθμό στους παγκόσμιους παίκτες», δήλωσε η Μέρκελ. «Πιστεύω ότι αυτή η προσέγγιση είναι η κατάλληλη απάντηση».