Αξιοποιήστε τον ορυκτό πλούτο της χώρας … Του Αθανάσιου Κεφάλα

250

Του Αθανάσιου Κεφάλα*

Αποχαιρετήσαμε μία πρωτόγνωρη χρονιά, στην οποία κυριάρχησαν οι κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας που έθεσε σε οριακή δοκιμασία τα συστήματα υγείας, ανέδειξε τις αδυναμίες των δικτύων κοινωνικής προστασίας, βύθισε την οικονομία σε βαθιά ύφεση και ανέτρεψε κοινωνικά πρότυπα και συμπεριφορές.

Οι προτεραιότητες των επιχειρήσεων στο 2020 διαφοροποιήθηκαν και δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στη διασφάλιση της υγείας εργαζομένων και συνεργατών, στη διατήρηση της απασχόλησης, στην απρόσκοπτη εξυπηρέτηση των πελατών και στην τόνωση των επενδύσεων σε ένα περιβάλλον κατάρρευσης της ζήτησης και της προσφοράς.

Σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία ο εξορυκτικός κλάδος έδειξε αντοχή, έδωσε ιδιαίτερο βάρος στη φροντίδα για την υγεία των εργαζομένων και των συνεργατών του, στήριξε το εθνικό σύστημα υγείας και τις τοπικές κοινωνίες και οργανώνεται για να συμβάλει στην ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.

Οι εταιρείες του κλάδου στρέφουν το βλέμμα τους στην επόμενη μέρα και προσαρμόζονται στις νέες συνθήκες με οδηγό τα συγκριτικά τους πλεονεκτήματα, την κατανόηση των μεγα-τάσεων οι οποίες οδηγούν τους αναγκαίους μετασχηματισμούς και αφορούν στη σταδιακή απομάκρυνση από τον άνθρακα, στο διεθνή τεχνο-οικονομικό ανταγωνισμό, στη συμπεριφορική οικονομία, στην επιρροή της τεχνητής νοημοσύνης και της ρομποτικής στις σχέσεις μας, στη σύζευξη βιολογίας και τεχνολογίας, καθώς και στην αλλαγή των περιγραμμάτων εργασίας και προσωπικής ζωής.

Όπως επισημαίνεται και στο «Ελληνικό Σχέδιο Ανάκαμψης», η εξορυκτική δραστηριότητα είναι μεταξύ των κλάδων που διακρίνονται για τις υψηλές προοπτικές τους επειδή έχει έντονη εξωστρέφεια και σαφές ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε συγκεκριμένα τμήματα της αγοράς, διαθέτει αξιόλογα αποθέματα ορυκτών πρώτων υλών ενώ παραμένει ζητούμενο η πληρέστερη καθετοποίηση και εξειδίκευση των παραγωγικών διαδικασιών που αξιοποιούν εγχώριες πρώτες ύλες.

Η εγχώρια αγορά είναι σχετικά μικρή και ο διεθνής ανταγωνισμός είναι έντονος, όμως οι ελληνικές εταιρείες αξιοποιώντας πολλά κοιτάσματα παγκόσμιας κλάσης, τη γεωγραφική θέση της χώρας που δίνει πλεονεκτήματα μεταφορών, την τεχνογνωσία που έχει αναπτυχθεί και την τόλμη να βγουν έξω από τα ελληνικά σύνορα με εμπορικές δραστηριότητες και επενδύσεις σε παραγωγικές μονάδες, αποτελούν θετικό παράδειγμα για το νέο παραγωγικό υπόδειγμα της χώρας και ισχυρό συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι άλλων χωρών της ΕΕ.

Η «Πράσινη Συμφωνία», η οποία καθορίζει την αναπτυξιακή πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις επόμενες δεκαετίες, δίνει υψηλή προτεραιότητα στην πληρέστερη αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πρώτων υλών, ώστε να επιτευχθεί η κατά το δυνατόν ανεξαρτητοποίησή της από τις εισαγωγές από τρίτες χώρες.

Η αξιοποίηση των ελληνικών ορυκτών πόρων μπορεί να συμβάλει σημαντικά στην περιφερειακή ανάπτυξη, αφού η εξορυκτική βιομηχανία δραστηριοποιείται κυρίως στην περιφέρεια, απασχολεί σημαντικό αριθμό εργαζομένων από τις τοπικές κοινωνίες και αναπτύσσει διάφορες άλλες εργασίες, υποστηρικτικές του παραγωγικού έργου της.

Μεγάλη πρόκληση αποτελεί η απολιγνιτοποίηση της ελληνικής παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος, η οποία θα πρέπει να γίνει με τρόπο που να διασφαλίζει δίκαιη και κοινωνικά αποδεκτή διαδικασία υλοποίησής της.

Ο Σύνδεσμός μας θεωρεί επιβεβλημένη την ένταξη του κλάδου στις κατηγορίες της «Ευρωπαϊκής Ταξινόμησης» που αποσκοπεί στην ενθάρρυνση των «Πράσινων Επενδύσεων», διότι στα ορυκτά βασίζεται αποδεδειγμένα η ανάπτυξη πολλών παραγωγικών δραστηριοτήτων που έχουν σημαντική συμβολή στη μείωση ή στον περιορισμό της κλιματικής αλλαγής, καθώς και στην ανάπτυξη της κυκλικής οικονομίας. Υπάρχει επομένως ανάγκη να υποστηριχθεί η έρευνα και ανάπτυξη νέων προϊόντων του κλάδου με νέες εφαρμογές και μεγαλύτερη διάρκεια ζωής.

Οι ενισχύσεις του κλάδου πρέπει να έχουν τη μορφή επιδοτήσεων ή συγκεκριμένων αναπτυξιακών και φορολογικών κινήτρων και να συμπεριλαμβάνουν όλες τις φάσεις αξιοποίησης των ορυκτών πρώτων υλών, από την έρευνα προς ανεύρεση νέων κοιτασμάτων, τα έργα προσπέλασης, την εκμετάλλευση με την εφαρμογή νέων τεχνολογιών, τον εμπλουτισμό καθώς και την ενδεχόμενη καθετοποίηση εξορυκτικών προϊόντων.

Ιδιαίτερη σημασία έχει η επένδυση στην εκπαίδευση και επιμόρφωση του προσωπικού στις νέες τεχνολογίες και η απλοποίηση της διαδικασίας αδειοδότησης των εξορυκτικών έργων σε όλα τα κράτη-μέλη, με ομογενοποίηση κριτηρίων και διαδικασιών.

Με βάση τις δυνατότητές της και την εμπειρία από τη διαχείριση της εγχώριας δεκαετούς κρίσης, η ελληνική εξορυκτική βιομηχανία στοχεύει να κρατήσει τη συνεισφορά της στο 3% στο ΑΕΠ, να συνεχίσει να στηρίζει τη διατήρηση περίπου 100.000 ποιοτικών θέσεων εργασίας, κυρίως στην ελληνική περιφέρεια, να αποτελεί σημαντικό τμήμα των εξαγωγών διατηρώντας ποσοστά που φθάνουν και μέχρι 10%, χάρις στην έντονη εξωστρέφειά της όπως αυτή εκφράζεται με την εξαγωγή του 75% των πωλήσιμων προϊόντων της σε μεγάλο αριθμό κρατών.

*πρόεδρος του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων