Αυξάνεται σταθερά το ειδικό βάρος της Ινδίας… Του Πλάμεν Τόντεφ

410

Του Πλάμεν Τόντεφ*

Το προγραμματισμένο ταξίδι του Πρωθυπουργού κ. Κυριάκου Μητσοτάκη στην Ινδία ακολουθεί τις επισκέψεις του στην Ιαπωνία τον Ιανουάριο του 2023 και την Κίνα τον περασμένο Νοέμβριο. Το ταξίδι στο Νέο Δελχί αποτελεί ανταπόδοση της επίσκεψης του Ινδού Πρωθυπουργού Narendra Modi στην Αθήνα πριν από ένα εξάμηνο περίπου. Είναι προφανές ότι η Ελλάδα επιδιώκει να σφυρηλατήσει σχέσεις με τις μεγαλύτερες ασιατικές χώρες που έχουν σημαντικό οικονομικό και πολιτικό βάρος.

Η Ινδία αποκαλείται συχνά η «πολυπληθέστερη δημοκρατία στον κόσμο», παρά τα εντεινόμενα σημάδια αυταρχισμού του κυβερνώντος κόμματος Baratiya Janata Party (BJP) και του Narendra Modi, ο οποίος βαδίζει προς μια πιθανή τρίτη νίκη του στις επικείμενες εκλογές σε ένα δίμηνο περίπου. Οι εντυπωσιακές επιδόσεις της ινδικής οικονομίας ασφαλώς δίνουν αέρα στα πανιά του.

Το αυξανόμενο οικονομικό εκτόπισμα της Ινδίας

Παρά την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας, η Ινδία κατέγραψε πέρυσι ρυθμό ανάπτυξης άνω του 7% για τρίτο συνεχόμενο έτος και αναμένεται να κλείσει τη φετινή χρονιά με παρόμοιο ποσοστό. Πολλοί αναλυτές επισημαίνουν ότι η χώρα αυτή καθίσταται κινητήρια δύναμη της διεθνούς ανάπτυξης τόσο ως παραγωγός αγαθών και πάροχος υπηρεσιών, όσο και ως αγορά για ξένα προϊόντα. Αναμένεται μέχρι το τέλος της δεκαετίας η Ινδία να υποσκελίσει τη Γερμανία και την Ιαπωνία και να σκαρφαλώσει στη θέση της τρίτης μεγαλύτερης οικονομίας παγκοσμίως, με ΑΕΠ περί τα 7 τρισ. δολάρια.

Εδώ και δύο χρόνια η Ινδία είναι επισήμως πλέον η πολυπληθέστερη χώρα στον πλανήτη και εκτιμάται ότι, χάρη στο δημογραφικό της μέρισμα, μπορεί να καταστεί η μεγαλύτερη οικονομία παγκοσμίως το δεύτερο ήμισυ του 21ου αιώνα. Την ίδια στιγμή, όμως, η ινδική οικονομία καλείται να αντιμετωπίσει πλήθος προκλήσεων.

Ενώ ο πληθυσμός της χώρας αποτελεί το 17,5% του συνόλου της ανθρωπότητας, το 2022 στην Ινδία αντιστοιχούσε δυσανάλογα μικρό μερίδιο του παγκόσμιου εμπορίου, λιγότερο του 2%. Εξαιτίας της περιορισμένης ανταγωνιστικότητας της οικονομίας της, προς το παρόν η Ινδία δεν είναι πλήρως ενσωματωμένη στις διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες.

Παρ’όλα αυτά, με τους άφθονους ανθρώπινους πόρους και τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξής της, η Ινδία αποτελεί σημαντικό μέρος της αποκαλούμενης «εναλλακτικής Ασίας», δηλαδή εκείνων των ασιατικών χωρών, οι οποίες ολοένα και περισσότερο προσελκύουν επενδυτικά κεφάλαια. Είναι, μάλιστα, πιθανό η Ινδία να μετατραπεί στο επόμενο «παγκόσμιο εργοστάσιο», σε συνδυασμό με την προσπάθεια πολλών χωρών να μετριάσουν την εξάρτησή τους από την ασθμαίνουσα Κίνα.

Στις πολιτικές και επιχειρηματικές ελίτ της χώρας εναπόκειται να στοχεύσουν σε οικονομικές δραστηριότητες υψηλής προστιθέμενης αξίας κι όχι μόνο εντάσεως εργασίας. Αυτό συμβαίνει ήδη έως ένα βαθμό σε τεχνολογίες αιχμής, κυρίως στις νότιες πολιτείες της Ινδίας.

Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι πολλοί Ινδοί είναι επικεφαλής (chief executive officers – CEO) παγκόσμιων κολοσσών, όπως είναι η Google/Alphabet, Microsoft, YouTube, Adobe, IBM, Novartis, Starbucks, Chanel, κ.λπ. Σημειώνεται, επίσης, ότι η Ινδία έχει στείλει επιτυχώς μη επανδρωμένο σκάφος στη Σελήνη και είναι πλέον η τέταρτη διαστημική δύναμη, μαζί με τις ΗΠΑ, τη Ρωσία και την Κίνα.

Αυτόνομη εξωτερική πολιτική

Πάγια χαρακτηριστικά της ινδικής εξωτερικής πολιτικής είναι η ευελιξία και η αποφυγή ρητών δεσμεύσεων έναντι τρίτων, με γνώμονα τα εθνικά συμφέροντα της χώρας. Έχουν συζητηθεί εκτενώς η άρνηση της Ινδίας να καταδικάσει τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και η διατήρηση στενών οικονομικών σχέσεων με τη Μόσχα.

Η Ρωσία είναι παραδοσιακός στρατηγικός εταίρος της Ινδίας ως αντίβαρο στην Κίνα και προμηθευτής υδρογονανθράκων και οπλικών συστημάτων, αλλά και ως πηγή διαστημικών τεχνολογιών. Συν τοις άλλοις, η επαμφοτερίζουσα θέση της Ινδίας στο θέμα του πολέμου στην Ουκρανία πηγάζει έως ένα βαθμό κι από τη φιλοδοξία της να αποτελέσει διαμεσολαβητή μεταξύ των στρατοπέδων που διαμορφώνονται στη διεθνή αρένα.

Παρότι το Νέο Δελχί πάντοτε ήταν “αλλεργικό” στην ιδέα για προσχώρηση σε πολιτικούς και στρατιωτικούς συνασπισμούς, η Ινδία αντιλαμβάνεται ότι η απομόνωσή της θα είχε ακόμη υψηλότερο κόστος. Γι’αυτό συμμετέχει, με πολύ προσεκτική στάση, σε συσσωματώσεις που όμως δεν αποτελούν συνασπισμούς, όπως είναι ο Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης και η ομάδα BRICS, με βασικούς πυλώνες την Κίνα και τη Ρωσία.

Ταυτόχρονα, είναι μέλος του τετραμερούς σχηματισμού Quad, τον οποίον συμπληρώνουν οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία και η Αυστραλία. Συγχρόνως, το Νέο Δελχί προκρίνει πολυμερή σχήματα παγκόσμιας εμβέλειας, όπως είναι η ομάδα G20 και πέρυσι άσκησε την εκ περιτροπής προεδρία της.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Ινδία βγαίνει στο προσκήνιο και διεκδικεί σημαντική θέση στην παγκόσμια σκηνή. Η χώρα διαθέτει συνεχώς αυξανόμενο βάρος, αν και δεν έχει ακόμη την ισχύ που θα αναλογούσε στα μεγέθη της. Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ινδία στην παρούσα φάση είναι κυρίως δομικού/θεσμικού χαρακτήρα και σε πολύ μικρότερο βαθμό σχετίζονται με την επάρκεια πόρων.

 

Εφόσον, όμως, ξεπεραστούν αυτές οι δυσκολίες, μια οικονομικά δυναμική και πολιτικά ισχυρή Ινδία μπορεί να διαδραματίσει σταθεροποιητικό ρόλο στην κατακερματισμένη διεθνή τάξη. Εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός ότι μια πιο σύγχρονη Ινδία, η οποία προς το παρόν συγκαταλέγεται στους μεγάλους ρυπαίνοντες, θα είναι καθοριστικός παράγοντας στην παγκόσμια πράσινη μετάβαση ως απάντηση στην υπαρξιακή απειλή της κλιματικής αλλαγής.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η πρωτοβουλία για την κατασκευή διαδρόμου συνδυασμένων μεταφορών Ινδία-Μέση Ανατολή-Ευρώπη (IMEC), με απόληξη στην Ελλάδα. Ενώ είναι φανερό ότι η σημερινή κρίση στη Γάζα δεν ευνοεί τις σχετικές συζητήσεις, μεσομακροπρόθεσμα το σχέδιο αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει πολύ χρήσιμη διαδρομή, εναλλακτική της Διώρυγας του Σουέζ.

Εκτιμάται ότι στην Ερυθρά Θάλασσα που έχει γίνει άκρως επικίνδυνη για τη διεθνή ναυσιπλοΐα τους τελευταίους μήνες, αντιστοιχεί περί το 12% του παγκόσμιου εμπορίου. Συνεπώς, η κατασκευή του IMEC θα προσέφερε πολλά οφέλη ως προς την ασφάλεια των μεταφορών μεταξύ της Ευρώπης και της Ασία.

 

Οι όποιες ενστάσεις σ’αυτό το κατ’αρχήν σχέδιο προέρχονται κυρίως από την Κίνα (λόγω ανταγωνισμού με την Ινδία) και την Τουρκία (που μένει έξω από τον διάδρομο IMEC). Σημειώνεται ότι οι Ινδοί ιθύνοντες δεν αποδέχονται την κινεζική πρωτοβουλία για τον νέο Δρόμο του Μεταξιού (Belt and Road Initiative – BRI), στην οποία διαβλέπουν γεωπολιτικές στοχεύσεις του Πεκίνου. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ινδία έχει κατ’επανάληψη απορρίψει τις προτροπές της Κίνας να προσχωρήσει στο BRI.

Μη δυτική, αλλά όχι αντιδυτική η Ινδία

Η Ινδία δεν αμφισβητεί απαραίτητα την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ, αλλά επιδιώκει την ουσιαστική βελτίωση της υφιστάμενης παγκόσμιας τάξης πραγμάτων μέσω πολύ πιο συμπεριληπτικών θεσμών. Παραδείγματος χάρη, αποτελεί αναμφισβήτητη διπλωματική επιτυχία της Ινδίας η ένταξη της Αφρικανικής Ένωσης στην ομάδα G20, η οποία αποκτά ακόμη πιο αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα.

Η Ινδία παραδοσιακά ακολουθεί έναν τρίτο δρόμο που θυμίζει την παρακαταθήκη των άλλοτε Αδεσμεύτων Χωρών. Το προτέρημα αυτής της αντίληψης για τον Παγκόσμιο Νότο είναι ότι πολλές αναπτυσσόμενες χώρες προτιμούν να εκπροσωπούνται στα διεθνή φόρα, αλλά κρατώντας ίσες αποστάσεις, ώστε να εξασφαλίσουν καλύτερη διαπραγματευτική θέση έναντι των ΗΠΑ και της Κίνας.

Όπως δήλωσε στην πρόσφατη Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου ο Ινδός υπουργός εξωτερικών Subrahmanyam Jaishankar, η χώρα του σαφώς δεν ανήκει στη Δύση, αλλά αυτό σε καμία περίπτωση δεν την καθιστά αντιδυτική. Αντιθέτως, τόνισε τους στενούς δεσμούς που έχει η Ινδία με πολλούς δυτικούς εταίρους, κάτι που διαφοροποιεί το Νέο Δελχί από την αντιδυτική υστερία της Μόσχας και του Πεκίνου.

Σύμφωνα με μια ινδική παροιμία, «δεν μπορείς να αλλάξεις την κατεύθυνση των ανέμων -μπορείς, όμως, να τοποθετήσεις ανάλογα τα πανιά του πλοίου σου». Αυτό ακριβώς προσπαθεί η Ινδία να εφαρμόσει στην πράξη- να προσαρμοστεί πλήρως στις συνθήκες και το συσχετισμό δυνάμεων που διαμορφώνονται την τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα, ώστε να μεγιστοποιήσει τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα.

* Ο Πλάμεν Τόντσεφ είναι Επικεφαλής του Τμήματος Ασιατικών Σπουδών στο Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων (ΙΔΟΣ)

Πηγή: liberal.gr