Δείκτες Επίδοσης της Επιχείρησης… Του Κωνσταντίνου Ζοπουνίδη

262

Του Κωνσταντίνου Ζοπουνίδη*

Η λέξη επίδοση, στον ενικό ή επιδόσεις, στον πληθυντικό καλύπτει έννοιες τόσο ποικίλες και διαφορετικές, για να αναφέρουμε μόνο τις κύριες όπως η ανάπτυξη, η αποδοτικότητα, η παραγωγικότητα, η απόδοση, η αποτελεσματικότητα. Στο άρθρο αυτό, η επίδοση θα αναλυθεί κυρίως από την άποψη της ανάπτυξης, της αποδοτικότητας και της ανταγωνιστικότητας.

Μερικοί δείκτες επίδοσης

Στην παράγραφο αυτή παρουσιάζονται μερικοί δείκτες, οι περισσότεροι από τους οποίους προκύπτουν από την κατάσταση του αποτελέσματος χρήσης.

Παραγωγή και Προστιθέμενη Αξία

Αυτοί οι δύο δείκτες, που εκφράζουν το μέγεθος της επιχείρησης, καθιστούν δυνατή την εκτίμηση της ανάπτυξής της. Αυτή η εκτίμηση πρέπει να λαμβάνει υπόψη το ποσοστό πληθωρισμού των προϊόντων που πουλά, διότι ο πληθωρισμός μπορεί να δημιουργήσει μια ψευδαίσθηση της ανάπτυξης και να κρύψει μια στασιμότητα ή μια μείωση του όγκου της δραστηριότητας. Αν συμβολίσουμε με c τον ονομαστικό ρυθμό αύξησης της παραγωγής και με i το ρυθμό πληθωρισμού, ο πραγματικός ρυθμός αύξησης της παραγωγής προκύπτει ως εξής:

r =

Θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ο ρυθμός ανάπτυξης του κλάδου και της εθνικής οικονομίας. Η προστιθέμενη αξία είναι επίσης ένας σημαντικός δείκτης μεγέθους και έχει το πλεονέκτημα να επιτρέπει συγκρίσεις μεταξύ επιχειρήσεων διαφορετικών κλάδων. Η προστιθέμενη αξία είναι το άθροισμα των κερδών της επιχείρησης και των μισθών των εργαζομένων της.

Η προστιθέμενη αξία χρησιμοποιείται στον υπολογισμό ενός συγκεκριμένου αριθμού δεικτών επίδοσης. Ανάγοντάς την με την παραγωγή, λαμβάνουμε ένα ποσοστό της προστιθέμενης αξίας που εκφράζει την οικονομική αποτελεσματικότητα της επιχείρησης. Αυτό το ποσοστό εξαρτάται από τη φύση της δραστηριότητας και μπορεί να ερμηνευθεί έγκυρα μόνο μέσα σε ένα τομεακό πλαίσιο. Επιπλέον, συνδέοντας το βιομηχανικό κεφάλαιο της επιχείρησης (ακαθάριστες ακινητοποιήσεις), λαμβάνουμε ένα συντελεστή κεφαλαίου:

Αυτός ο συντελεστής, το αντίστροφο του οποίου μετρά την παραγωγικότητα του βιομηχανικού κεφαλαίου, εξαρτάται από τις τεχνικές συνθήκες παραγωγής που επικρατούν στον κλάδο. Ένας δείκτης υψηλότερος από τον αντιπροσωπευτικό δείκτη του κλάδου μπορεί, για παράδειγμα, να σημαίνει είτε υπο-χρησιμοποίηση αυτού του βιομηχανικού κεφαλαίου είτε πρόσφατη πραγματοποίηση επενδύσεων. Τέλος, η αναλογία προστιθέμενης αξίας / εργατικού δυναμικού αποτελεί δείκτη παραγωγικότητας προσωπικού (παραγωγικότητα ανά άτομο), αν και αυτή η παραγωγικότητα μπορεί να οφείλεται τόσο στο ίδιο το προσωπικό όσο και στην ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης που δημιουργεί έσοδο υψηλής προστιθέμενης αξίας. Μπορεί να αναλυθεί με τον ακόλουθο τρόπο:

Επομένως, η παραγωγικότητα του προσωπικού εξαρτάται από το αντίστροφο του συντελεστή κεφαλαίου και την περισσότερο ή λιγότερο εντατική χρήση του κεφαλαίου (μετρούμενη από την αναλογία μεταξύ των ακαθάριστων παγίων περιουσιακών στοιχείων και του εργατικού δυναμικού). Παρά το ενδιαφέρον της, η προστιθέμενη αξία είναι, ωστόσο, ένας δείκτης που πρέπει να ερμηνεύεται με προσοχή.

Αποτέλεσμα εκμετάλλευσης, Χρηματοοικονομικό αποτέλεσμα, Τρέχον αποτέλεσμα, Έκτακτο αποτέλεσμα, Καθαρό αποτέλεσμα της χρήσης

Το αποτέλεσμα της εκμετάλλευσης το οποίο, με τη στενή έννοια και λαμβάνοντας υπόψη τα όρια της λογιστικής της εκτίμησης, μετρά τα έσοδα που δημιουργεί η επιχείρηση μέσω των λειτουργικών της δραστηριοτήτων. Η γνώση του απαιτεί να λαμβάνονται υπόψη όλα τα λειτουργικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων προφανώς των εξόδων απόσβεσης και πρόβλεψης.

Το αποτέλεσμα της εκμετάλλευσης δείχνει κατά πόσο το δίδυμο αγορά-προϊόν είναι αποτελεσματικό για την επιχείρηση.

Μετρούμενο με τη διαφορά μεταξύ χρηματοοικονομικών εσόδων και επιβαρύνσεων, το χρηματοοικονομικό αποτέλεσμα εκφράζει (σε απόλυτη τιμή) την αποδοτικότητα των χρηματοοικονομικών συναλλαγών (συμμετοχές, τοποθετήσεις, δάνεια…) της επιχείρησης. Η εξέλιξη αυτού του αποτελέσματος είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα στην περίπτωση επιχειρήσεων που ευνοούν την εξωτερική ανάπτυξη (ανάπτυξη με εξαγορές) και λαμβάνουν μερίσματα από άλλες επιχειρήσεις.

Το τρέχον αποτέλεσμα εκφράζει την τρέχουσα αποδοτικότητα της επιχείρησης, ανεξάρτητα από την επίδραση των έκτακτων δραστηριοτήτων της επιχείρησης. Βασικά είναι ένα μέγεθος προ φόρων.

Το έκτακτο αποτέλεσμα αφορά δραστηριότητες που είναι σπάνιες ή πολύ μακριά από το κύριο αντικείμενο της επιχείρησης, για παράδειγμα συναλλαγές για την πώληση (παραχώρηση) παγίων περιουσιακών στοιχείων, είσπραξη εσόδων από επισφαλείς πελάτες, έξοδα από σεισμό, πυρκαγιά, κλπ. Μια βιομηχανική και εμπορική επιχείρηση που είναι υγιής, κερδίζει το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων της, σε μεσο-μακροπρόθεσμο ορίζοντα , από τρέχουσες συναλλαγές.

Το καθαρό αποτέλεσμα είναι αυτό που μένει στην επιχείρηση (κέρδος ή ζημιά) κατά τη διάρκεια του έτους, μετά από όλες τις δραστηριότητες τακτικές (λειτουργικές) και έκτακτες. Από την πλευρά των ιδιοκτητών του, είναι ο κατ’ εξοχήν δείκτης της αποδοτικότητας της επιχείρησης (λέγεται χρηματοοικονομική αποδοτικότητα).

Περιθώριο αυτοχρηματοδότησης, Βιομηχανική και Χρηματοοικονομική αποδοτικότητα

Το περιθώριο αυτοχρηματοδότησης εκτιμά την εσωτερική ικανότητα χρηματοδότησης της επιχείρησης και περιέχει τις ετήσιες αποσβέσεις και τα καθαρά κέρδη της επιχείρησης. Η ροή της αυτοχρηματοδότησης ισούται με το περιθώριο μείον τη διανομή μερισμάτων. Χρηματοοικονομικά, το περιθώριο αυτοχρηματοδότησης συνεισφέρει στη χρηματοδότηση των επενδύσεων με τον ακόλουθο τύπο:

Η ερμηνεία αυτού του δείκτη πρέπει να είναι προσεκτική. Η βελτίωσή του με την πάροδο του χρόνου δεν είναι απαραίτητα σημάδι μιας ευνοϊκής εξέλιξης: μπορεί να σημαίνει συγκεκριμένα ότι η επιχείρηση επενδύει όλο και λιγότερο (βλ. Κ. Ζοπουνίδης, Βασικές αρχές χρηματοοικονομικού μάνατζμεντ, Εκδόσεις Κλειδάριθμος, 2013).

Σε σχέση με την αποδοτικότητα, δύο απόψεις προτείνονται:

Αυτή των ιδιοκτητών της επιχείρησης και μιλάμε για τη χρηματοοικονομική αποδοτικότητα και αυτή του συνόλου των παρόχων κεφαλαίων και πρόκειται για τη βιομηχανική αποδοτικότητα.

Η αποδοτικότητα των ιδιοκτητών-μετόχων ορίζεται ως:

Η αποδοτικότητα του συνόλου των συμμετεχόντων στη δραστηριότητα της επιχείρησης ορίζεται ως:

Το σύνολο του ενεργητικού ορίζεται ως η παραγωγική μηχανή μιας επιχείρησης ή το οικονομικό της κεφάλαιο. Το σύνολο του παθητικού (ίδια κεφάλαια και υποχρεώσεις) ορίζεται ως το χρηματοοικονομικό κεφάλαιο που χρηματοδοτεί το οικονομικό κεφάλαιο της επιχείρησης (πάγια στοιχεία και κυκλοφορούν ενεργητικό).

Η έννοια της βιομηχανικής αποδοτικότητας, ανεξάρτητα από το δείκτη, είναι η πιο σύνθετη και, επομένως, η πιο δύσκολη στην ερμηνεία. Αυτή εξαρτάται από πολλούς, ποικίλους και αλληλεξαρτώμενους παράγοντες, η συγκεκριμένη επίδραση των οποίων είναι πάντα δύσκολο να απομονωθεί.

Ένας άλλος παράγοντας ονομαζόμενος παραγωγικότητα σημαίνει τη χρησιμοποίηση των συντελεστών παραγωγής, ο οποίος μπορεί να επηρεάσει την αποδοτικότητα. Αλλά, μια καλή παραγωγικότητα δεν μεταφράζεται αναγκαστικά σε μια καλή αποδοτικότητα. Άλλοι παράγοντες επεμβαίνουν που κάνουν και η σχέση μεταξύ αποδοτικότητας και παραγωγικότητας δεν είναι απλή. Μεταξύ αυτών είναι η προσαρμογή των προϊόντων και των συντελεστών παραγωγής που χρησιμοποιεί η επιχείρηση. Μια καλή παραγωγικότητα είναι ένα ατού, αλλά όχι μια εγγύηση για καλή αποδοτικότητα.

Συμπερασματικά, αν και είναι σπάνιο μια μη αποδοτική επιχείρηση να είναι ανταγωνιστική, από την άλλη πλευρά, συμβαίνει συχνά μια κερδοφόρα επιχείρηση να μην είναι πολύ ανταγωνιστική. Με άλλα λόγια, οι έννοιες της αποδοτικότητας και της ανταγωνιστικότητας προφανώς διατηρούν δεσμούς μεταξύ τους, αλλά δεν συμπίπτουν απαραίτητα.

Από χρηματοοικονομικής άποψης, η ανταγωνιστικότητα της επιχείρησης εξαρτάται σίγουρα από την ικανότητά της να παράγει κέρδη, άρα και από την αποδοτικότητά της, αλλά εξαρτάται κυρίως από την ικανότητά της να απελευθερώνει διαθέσιμους πόρους, ένα cash flow. Ωστόσο, δεν υπάρχει πάντα σύμπτωση ανάμεσα σε αποτέλεσμα και cash flow.

*Βασιλική Ακαδημία Οικονομικών & Χρηματοοικονομικών
Βασιλική Ευρωπαϊκή Ακαδημία των Διδακτόρων
Επίτιμος Δρ. ΑΠΘ
Πολυτεχνείο Κρήτης & Audencia Business School, France