Διαχείριση κρίσεων

111

Του Χρίστου Αλεξόπουλου

Στις σύγχρονες κοινωνίες της πολύπλοκης παγκοσμιοποιημένης πραγματικότητας η διαχείριση των κρίσεων (ανισορροπίες και προβλήματα, που υπερβαίνουν τα λειτουργικά όρια του συστήματος κοινωνικής οργάνωσης και απειλούν μέχρι και την βιωσιμότητα του ανθρώπου) έχει πολλές διαστάσεις και εξαρτάται από την ενεργοποίηση τόσο των πολιτών ως ατόμων και συλλογικοτήτων όσο και των θεσμών.

Ως προς τα ποιοτικά της χαρακτηριστικά οριοθετείται από τις απαντήσεις, που δίδονται σε δύο ζωτικής σημασίας ερωτήματα.

Περιορισμοί ή κανόνες για την αντιμετώπιση των κρίσεων με ταυτόχρονη ασφαλή πραγμάτωση της ατομικής ελευθερίας σε συνθήκες υψηλού βαθμού διακινδύνευσης;

Επίσης συναγωνισμός με γνώμονα το κοινωνικό και το ανθρώπινο συμφέρον ή ανταγωνιστική λογική και πρακτική με στόχο την προώθηση του ατομικού συμφέροντος;

Η απάντηση σε αυτά τα δύο ερωτήματα, βέβαια, έχει ευθεία αναφορά στις συλλογικές, ατομικές καθώς και θεσμικές στάσεις, που διαμορφώνουν οι κοινωνικές αξίες και το μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης.

Η εμπειρική προσέγγιση της πραγματικότητας σε περίοδο κρίσης, όπως είναι αυτή της πανδημίας του κορωνοϊού (Covid-19), αποτυπώνει με ευκρίνεια τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της διαχείρισης μιας πολύ επικίνδυνης κρίσης.

Για παράδειγμα κατεγράφησαν δύο τρόποι αντιμετώπισης του κινδύνου εξάπλωσης του κορωνοϊού. Σε μερικές χώρες τέθηκαν σε ισχύ περιορισμοί στην έξοδο των πολιτών από τα σπίτια τους (γνωστοποίηση στις αρχές του λόγου και της διαδρομής, που θα ακολουθήσει ο πολίτης), οι οποίοι άπτονται της ατομικής ελευθερίας.

Σε άλλες κοινοποιήθηκαν κανόνες ως προς την κινητικότητα στο κοινωνικό πεδίο, όπως είναι η τήρηση αποστάσεων μεταξύ των πολιτών και η χρήση μάσκας, με ταυτόχρονη επίβλεψη για την τήρηση τους.

Στην πρώτη περίπτωση ουσιαστικά περιορίσθηκε η ατομική ελευθερία, ενώ στη δεύτερη διαμορφώθηκαν λειτουργικές (ως προς την δημόσια υγεία) συνθήκες πραγμάτωσης της.

Επίσης κατεγράφησαν ρυθμίσεις, οι οποίες δεν συμπορεύονται με την οπτική του συναγωνισμού των πολιτών με γνώμονα το κοινωνικό και το ανθρώπινο συμφέρον, αλλά εδράζονται στον ανταγωνισμό με στόχο την προώθηση του ατομικού συμφέροντος, όπως είναι η πριμοδότηση τομέων οικονομικής δραστηριότητας, χωρίς να συνοδεύονται με υποχρέωση πλήρους απασχόλησης των εργαζομένων, ούτε και να λαμβάνονται υπόψη οι αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και το κλίμα (π.χ. η  οικονομική ενίσχυση επιχειρήσεων παραγωγής αυτοκινήτων στην Γερμανία με την πριμοδότηση της αγοράς τους ή η οικονομική βοήθεια στην Lufthansa).

Εκείνο, που δεν συνυπολογίζεται στο πλαίσιο της αντιμετώπισης κρίσεων, όπως είναι η πανδημία του κορωνοϊού ή και η ρύπανση του περιβάλλοντος από την μαζική χρήση πλαστικών προϊόντων με επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία και στην βιωσιμότητα πολλών ειδών ζώων, είναι οι συνθήκες, που διαμορφώνονται στις σύγχρονες μαζοποιημένες κοινωνίες σε σχέση με την αντιμετώπιση κινδύνων.

Για παράδειγμα, η υπερβολική συγκέντρωση πληθυσμών στα μεγάλα αστικά κέντρα (Μεγαπόλεις) διαμορφώνει ευνοϊκές συνθήκες για την εξάπλωση ασθενειών πανδημικού χαρακτήρα. Πολλά από τα λαμβανόμενα μέτρα και οι περιορισμοί δεν είναι εύκολα υλοποιήσιμα (π.χ. τήρηση αποστάσεων μεταξύ των πολιτών), με αποτέλεσμα να αυξάνεται ο βαθμός διακινδύνευσης.

Ουσιαστικά το μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης έχει δομικού χαρακτήρα ανεπάρκειες και προβλήματα, που δυσκολεύουν υπέρμετρα την λειτουργική και βιώσιμη διαχείριση της δυναμικής της εξέλιξης.

Παράλληλα η μαζοποίηση των κοινωνιών έχει αρνητικές επιπτώσεις και στην δυνατότητα τους να αντιμετωπίζουν γενικευμένης εμβέλειας κινδύνους με συλλογική ενεργοποίηση, διότι δεν αναπτύσσεται διάλογος στην κοινωνική βάση στο πλαίσιο των δομών της κοινωνίας πολιτών, ο οποίος θα μπορούσε να οδηγήσει τους πολίτες στην διαμόρφωση τεκμηριωμένης γνώμης και στην δραστηριοποίηση τους στο πλαίσιο συλλογικών μορφών έκφρασης στις τοπικές κοινωνίες.

Ενισχυτικά για την δημιουργία αυτής της πραγματικότητας λειτουργεί η κατεύθυνση των μαζικά διοχετευόμενων προτύπων, τα οποία υποκαθιστούν την παραγωγή κοινωνικών αξιών και προωθούν την λογική της κοινωνίας του θεάματος, της μονοδιάστατης καταναλωτικής οπτικής και της μη συμμετοχής των πολιτών σε κοινωνικές διεργασίες, στις οποίες θα μπορούσαν να διαμορφωθούν από τους ίδιους οι βιωνόμενες συνθήκες. Γι? αυτό δεν πληρούν σε επαρκή βαθμό τις προϋποθέσεις για να λειτουργούν ως ατομικά ή συλλογικά υποκείμενα με αποτελεσματικότητα.

Ανάλογη επίδραση έχει και η συρρίκνωση του ελεύθερου χρόνου σε συνδυασμό με την χρησιμοποίηση του για την ικανοποίηση καταναλωτικών αναγκών, με παράλληλη εναπόθεση των προσδοκιών του μεμονωμένου πολίτη για την πορεία προς το μέλλον σε αυταπάτες και σε ονειρικές συνθήκες, που μπορούν να δρομολογηθούν από τον εξιδανικευτικό πολιτικό λόγο.

Τέλος δεν πιστοποιείται σε επαρκή βαθμό η προσέγγιση της πραγματικότητας με βάση τον ορθολογισμό και την ανάλυση των επιπτώσεων της ανθρώπινης δραστηριοποίησης σε πλανητικό επίπεδο ως βασικών προϋποθέσεων για την διαχείριση κρίσεων παγκόσμιας εμβέλειας (π.χ. πανδημία κορωνοϊού) και την διαμόρφωση ατομικών, συλλογικών και θεσμικών στάσεων.

Γι? αυτό αντί να ελαχιστοποιούνται οι αρνητικές επιπτώσεις της ακολουθούμενης πορείας από τις κοινωνίες στο πλαίσιο ενός λειτουργικού σχεδιασμού με προσανατολισμό την βιωσιμότητα του ανθρώπου και της βιοποικιλότητας, διογκώνεται η προοπτική αντιμετώπισης τους, αφού εκδηλωθούν και προκαλέσουν μεγάλες ανισορροπίες και προβλήματα.

Εξάλλου η πολύπλοκη παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα σε συνδυασμό με την μεγάλη ταχύτητα της δυναμικής της εξέλιξης δεν είναι εύκολα διαχειρίσιμη σε περιόδους κρίσεων, διότι υπερβαίνει τις δυνατότητες λήψης και υλοποίησης πολιτικών αποφάσεων σε λειτουργικό χρόνο και αποφυγής προβλημάτων με την «εμπροσθοβαρή»  ενεργοποίηση άλλων κοινωνικών συστημάτων, που διαθέτουν τα αναγκαία μεθοδολογικά εργαλεία, όπως είναι ο χώρος των επιστημών, ώστε να αποφεύγονται επικίνδυνες ανισορροπίες σε βάθος χρόνου.

Χρειάζεται διαφορετικός προσανατολισμός στον σχεδιασμό και στην ανάπτυξη της δυναμικής της εξέλιξης, ο οποίος θα οριοθετείται από το κοινωνικό συμφέρον και την βιωσιμότητα του ανθρώπου και της βιοποικιλότητας με επαλήθευση στην πράξη και όχι στο θεωρητικό πεδίο και στην ονειρική πραγματικότητα του παρωχημένου, πολύ συχνά ιδεοληπτικού λόγου της σύγχρονης πολιτικής πρακτικής.

Είναι πολύ πιο λειτουργικό να προλαμβάνονται ή να αποφεύγονται οι κρίσεις και όχι να αντιμετωπίζονται, αφού πρώτα εκδηλωθούν.