Διατηρησιμότητα: ένας βασικός παράγων του ευ επιχειρείν … Του Κώστα Χριστίδη

295

Του Κώστα Χριστίδη*

Η διατηρήσιμη ή βιώσιμη ανάπτυξη είναι αυτή που καλύπτει τις ανάγκες της παρούσας γενεάς χωρίς να μειώνει τις δυνατότητες των μελλοντικών γενεών να καλύψουν τις δικές τους ανάγκες. Η διατηρησιμότητα (sustainability) είναι μία έννοια με πολλές παραμέτρους και αποτελεί αντικείμενο πολλών συζητήσεων, αναλύσεων και επιχειρηματικής ρητορικής. Η συνισταμένη των απόψεων αυτών φαίνεται, πάντως, να διαμορφώνεται στην αντίληψη ότι η διατηρησιμότητα έχει τρεις βασικές διαστάσεις : την οικονομική, την κοινωνική και την περιβαλλοντική, πράγμα που έχει οδηγήσει στη διαμόρφωση της λεγόμενης ‘’τριπλής τελικής γραμμής’’ (triple bottom line – TBL), κατά την οποία η επιχείρηση δεν έχει έναν μόνο σκοπό, δηλαδή τη δημιουργία οικονομικού πλεονάσματος, αλλά ένα πιο εκτεταμένο σύνολο σκοπών οικονομικής, κοινωνικής και περιβαλλοντικής κατεύθυνσης. Αντιστοίχως, η επιχείρηση πρέπει να συντάσσει (και ήδη πολλές επιχειρήσεις, παγκοσμίως, το πράττουν) τρεις απολογισμούς ετησίως, τον οικονομικό, τον κοινωνικό και τον περιβαλλοντικό.

Η οικονομική διάσταση της διατηρησιμότητας εστιάζει στην οικονομική δραστηριότητα της επιχείρησης, στο πλαίσιο της οποίας η εταιρική στρατηγική επιδιώκει τη σταθερή και μακροχρόνια αύξηση της κερδοφορίας της επιχείρησης, του μεριδίου της αγοράς που κατέχει και της τιμής της μετοχής της (αν είναι εισηγμένη στο χρηματιστήριο), χωρίς απότομες “εκρήξεις” στα μεγέθη αυτά που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο τη σταθερή, μακροχρόνια εξέλιξή τους. Η κοινωνική διάσταση αφορά στο σχεδιασμό και στην υλοποίηση στόχων που αφορούν σε καταστάσεις ή σε θέματα εκτός του στενού εταιρικού πλαισίου αλλά επηρεάζουν αποφασιστικά τη λειτουργία και την ποιότητα ζωής μίας τοπικής ή μίας ευρύτερης κοινωνίας. Τέλος, η περιβαλλοντική διάσταση αφορά στην αποτελεσματική διαχείριση των φυσικών πόρων, έτσι ώστε να αναπαράγονται και να διατηρούνται στο μέλλον. Κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα (και, εν προκειμένω, η οικονομική /παραγωγική) πρέπει να ασκείται λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη διατήρησης των διαφόρων βιοσυστημάτων, τη δυνατότητα διατήρησης και αναπαραγωγής των χρησιμοποιούμενων φυσικών πόρων, την αποφυγή ρύπανσης του περιβάλλοντος – εν ολίγοις, πρέπει να διασφαλίζει το δικαίωμα των επόμενων γενεών να ζήσουν σε ένα ανάλογο με το δικό μας βιοτικό επίπεδο, μέσα σε ένα ανάλογο φυσικό περιβάλλον.

Βεβαίως, η κερδοφορία παραμένει ο βασικός στόχος κάθε επιχείρησης και χωρίς αυτήν δεν είναι δυνατόν να επιτευχθούν κοινωνικοί, περιβαλλοντικοί ή οποιοιδήποτε άλλοι στόχοι. Εν προκειμένω υφίσταται, κατά την γνώμη μου, μία αναλογία με την πυραμίδα της ιεράρχησης των ανθρώπινων αναγκών του A. Maslow. Η πρώτη, θεμελιακή βαθμίδα της πυραμίδας αυτής αφορά τις βιολογικές ανάγκες, (τροφής, στέγασης, αναπαραγωγής, κλπ.), χωρίς την στοιχειώδη ικανοποίηση των οποίων δεν μπορεί να ικανοποιηθούν οι ανάγκες των επόμενων βαθμίδων, ασφάλειας, αυτοεκτίμησης, αυτοπραγμάτωσης κ.α. Πάντως, οι ανάγκες μίας βαθμίδας, π.χ. οι βιολογικές, δεν χρειάζεται να ικανοποιηθούν στο 100% για να αρχίσει το άτομο να ασχολείται με την ικανοποίηση των υψηλότερων βαθμίδων αναγκών του.

Κατ’ αναλογίαν, στον κόσμο των επιχειρήσεων, στο πρώτο επίπεδο υπάρχουν οι οικονομικής φύσεως ευθύνες έναντι των μετόχων (και των άλλων ενδιαφερόμενων μερών). Πρωταρχικός στόχος κάθε επιχείρησης είναι να αποτελεί μία καλώς λειτουργούσα μονάδα, που να εκπληρώνει τις οικονομικές προσδοκίες των μετόχων της, να παρέχει ασφαλή και ικανοποιητικά αμειβόμενη απασχόληση στους εργαζόμενους, να παράγει καλής ποιότητας προϊόντα και να τα διαθέτει σε λογικές τιμές στους πελάτες της, κλπ. Παραλλήλως υφίστανται και οι νομικές ευθύνες της επιχείρησης, η συμμόρφωσή της με τους ισχύοντες νόμους και ρυθμίσεις (π.χ. νομοθεσία περί ανταγωνισμού), η τήρηση των οποίων αποτελεί προαπαιτούμενο. Σε επόμενο επίπεδο τίθενται οι ηθικές ευθύνες της επιχείρησης, αυτές που την οδηγούν να κάνει αυτό που είναι ‘’σωστό’’, έστω και αν δεν υπάρχει σχετική πρόβλεψη στη νομοθεσία. Σε επόμενο, τελευταίο επίπεδο τοποθετούνται φιλανθρωπικές κοινωνικές ευθύνες της επιχείρησης, όπως π.χ. η χορηγία προς ένα σωματείο, η οικονομική στήριξη εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων, η αναβάθμιση του περιβάλλοντος και πλήθος άλλων δραστηριοτήτων που βελτιώνουν την ποιότητα της ζωής των τοπικών ή και των ευρύτερων κοινωνιών.

Η ανάληψη τέτοιας φύσεως ευθυνών από μία επιχείρηση δικαιολογείται και με όρους “φωτισμένου ιδίου συμφέροντος”, ότι δηλ. έτσι προάγει πιο αποτελεσματικά τα συμφέροντά της : οι θεωρούμενες ως κοινωνικά υπεύθυνες επιχειρήσεις συνήθως έχουν περισσότερους, πιο ικανοποιημένους και πιο σταθερούς πελάτες, προσελκύουν καλύτερης ποιότητας υπαλλήλους, και, τέλος, συμβάλλουν στη δημιουργία μίας ασφαλέστερης, καλύτερα εκπαιδευμένης και περισσότερο ευημερούσας κοινότητας, πράγμα που με τη σειρά του δημιουργεί ένα πιο ευνοϊκό περιβάλλον για την οικονομικά αποδοτική λειτουργία, για την ανάπτυξη και για τη διατήρηση της ίδιας της επιχείρησης σε μακροχρόνιο ορίζοντα.

*Νομικός – Οικονομολόγος