Του Γιάννου Παπαντωνίου
9ο Οικονομικό Φόρουμ Δελφών: Τα πολιτικά διλήμματα που συζητήθηκαν στο Συνέδριο των Δελφών με τη συμμετοχή σημαντικών πολιτικών προσωπικοτήτων
Το συνέδριο των Δελφών, αξιοποιώντας τις συνέργειες που απορρέουν από τη συγκέντρωση προσωπικοτήτων από όλο τον πλανήτη – κατά την παράδοση διεθνών συνεδρίων παγκόσμιας εμβέλειας -, επανέφερε στο προσκήνιο κρίσιμα ζητήματα πολιτικής. Ήταν μια χρήσιμη συμβολή – σε μια αναζήτηση, στον κυκεώνα των διλημμάτων που θέτουν οι μεγάλες αβεβαιότητες της εποχής μας, των πολιτικών εκείνων που διασφαλίζουν σταθερότητα, προσαρμογή και, ταυτόχρονα, πρόοδο. Το εγχείρημα ήταν φιλόδοξο για μια μικρή χώρα που βρίσκεται γεωπολιτικά στο μεταίχμιο πολλών συγκρούσεων και έχει γνωρίσει πολύ πρόσφατα μεγάλες αποτυχίες.
Η Ελλάδα την προηγούμενη δεκαπενταετία είχε έντονα καθοδική πορεία σημειώνοντας μια από τις μεγαλύτερες απώλειες ΑΕΠ (28%) σε παγκόσμια κλίμακα. Διέφυγε τον κίνδυνο χρεοκοπίας και συνολικής κατάρρευσης γιατί είχε προνοήσει στη διάρκεια της δεκαετίας του ’90 να ενταχθεί στο Ευρώ, που λειτούργησε ταυτόχρονα ως εγγύηση ασφάλειας και πηγή πρωτοφανούς ροής κεφαλαίων διάσωσης. Παρά το βεβαρυμένο παρελθόν, η χώρα μας έχει κατορθώσει τα τελευταία χρόνια να «σηκώσει κεφάλι» ανακτώντας το δικαίωμα να συμμετάσχει στη συζήτηση για τις πολιτικές του μέλλοντος.
Το διεθνές σκηνικό προσφέρει μια ανάμικτη εικόνα: Η διεθνής οικονομία απέφυγε τη μεγάλη ύφεση, που πολλοί προέβλεπαν, αλλά μόνο οι ΗΠΑ και η Ινδία διατηρούν αναπτυξιακό δυναμισμό. Η Κίνα αντιμετωπίζει κάμψη της ανάπτυξης και σοβαρά οικονομικά προβλήματα, κυρίως λόγω έντασης φαινομένων αυταρχισμού που υπονομεύουν τις μεγάλες μεταρρυθμίσεις της εποχής του Ντενγκ Σιαοπίνγκ. Η Ευρώπη εμφανίζει καθυστερήσεις τόσο στην ολοκλήρωση της οικονομικής και νομισματικής ένωσης, όσο και στη μετάβαση στις νέες τεχνολογίες, όπως η τεχνητή νοημοσύνη. Η Ιαπωνία αρχίζει να σταθεροποιείται, αλλά απέχει πολύ από την ανάκτηση της δυναμικής που παλαιότερα χαρακτήριζε την οικονομία της.
Τα προβλήματα και οι αβεβαιότητες εντείνονται επιβαρύνοντας το κλίμα εμπιστοσύνης, που συμβάλλει αποφασιστικά στην επίτευξη σταθερής οικονομικής ανάκαμψης. Ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζεται ενώ το Κίεβο αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα στον εφοδιασμό με όπλα και πυρομαχικά, λόγω των εσωτερικών πολιτικών προβλημάτων των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι ισραηλινές επιχειρήσεις στη Γάζα κινδυνεύουν να οδηγήσουν σε μεγάλες απώλειες άμαχου παλαιστινιακού πληθυσμού, ενώ απρόβλεπτες είναι οι συνέπειες της επίθεσης που μόλις εξαπέλυσε το Ιράν κατά του Ισραήλ. Στον οικονομικό τομέα ο πληθωρισμός ανθίσταται καθυστερώντας τη μείωση των επιτοκίων, ενώ οι πιέσεις για αύξηση δαπανών παραμένουν ισχυρές – λόγω αναγκών για κοινωνικές πολιτικές και για νέες υποδομές – αναστέλλοντας την προσπάθεια για την αναγκαία αναστροφή της αυξητικής τάσης του δημοσίου χρέους. Εξάλλου, οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής αυξάνονται και οι στόχοι της πράσινης μετάβασης απομακρύνονται.
Υπάρχει ένα γενικότερο έλλειμμα πολιτικής ηγεσίας, ιδιαίτερα σε δυτικές χώρες – απόρροια σε κάποιο βαθμό πολιτικών ανατροπών που συνδέονται με την άνοδο της ακροδεξιάς. Ενδεχόμενη επάνοδος του Ντόναλντ Τραμπ στην αμερικανική προεδρία θα ενισχύσει τις δυνάμεις του οικονομικού εθνικισμού και του προστατευτισμού, επιδεινώνοντας την κατάσταση.
Συμπερασματικά, οι προοπτικές για το 2024 δεν είναι ευοίωνες. Για τη χώρα μας, αυτό επιβάλλει μεγαλύτερη προσπάθεια για την επίτευξη των στόχων πολιτικής που έχουν τεθεί ώστε να καλυφθούν σε εύλογο χρονικό διάστημα οι τεράστιες υστερήσεις του πρόσφατου παρελθόντος. Αν θέλουμε να ανακτήσουμε το βιοτικό επίπεδο (το ΑΕΠ) της περιόδου πριν από τη οικονομική κρίση της περασμένης δεκαπενταετίας – δηλαδή του 2007 – σε διάστημα 10 ετών, θα χρειαστούμε ετήσιους ρυθμούς ανάπτυξης κοντά στο 3% με παράλληλη διασφάλιση σημαντικών πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων, περίπου 2% του ΑΕΠ – λόγω του πολύ υψηλού δημόσιου χρέους. Πρόκειται για ιδιαίτερα φιλόδοξο στόχο, αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι το διεθνές οικονομικό περιβάλλον δεν προβλέπεται να είναι υποστηρικτικό.
Οι πολιτικές που ακολουθούνται σήμερα κινούνται σε σωστή κατεύθυνση, αλλά δεν αρκούν. Πρέπει να καταβληθεί μεγαλύτερη προσπάθεια για την επιτάχυνση των επενδύσεων. Το ποσοστό των επενδύσεων στο ΑΕΠ στη χώρα μας παραμένει πολύ χαμηλό, 14,3% το 2023 έναντι 23,2% το 2007 – και 21,3% συνολικά στην ΕΕ. Οι δημόσιες επενδύσεις πρέπει να επιταχυνθούν, ιδιαίτερα μέσω του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας – και, παράλληλα, να στηριχτούν αποτελεσματικά οι ιδιωτικές επενδύσεις. Κρίσιμη σημασία έχουν η απονομή της δικαιοσύνης, όπου απαιτούνται ριζικότερα μέτρα για τον περιορισμό των καθυστερήσεων, καθώς και η δραστική αναβάθμιση της παιδείας με έμφαση στην επαγγελματική εκπαίδευση, ώστε να καλυφθούν το ταχύτερο δυνατό τα υπάρχοντα κενά στις δεξιότητες.
Γενικότερα, υπάρχει συνολικό πρόβλημα μεταρρυθμίσεων στη χώρα μας, ότι δηλαδή είναι άτολμες και ανεπαρκώς προετοιμασμένες, χωρίς να εντάσσονται σε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο. Μετά από πολλές ανακυκλούμενες προσπάθειες, το επίπεδο της παρεχόμενης εκπαίδευσης παραμένει χαμηλό, ενώ τα ίδια φαινόμενα συμβαίνουν στους περισσότερους τομείς και ιδιαίτερα σε εκείνους που αφορούν την καθημερινότητα του πολίτη, όπως η δημόσια υγεία, η αστυνομία και οι δημόσιες μεταφορές. Σε ένα τομέα, στην ψηφιακή διακυβέρνηση, σημειώθηκε ουσιαστική πρόοδος, εν μέρει γιατί το σημείο εκκίνησης ήταν πολύ χαμηλό.
Η Ελλάδα έχει μεγάλο ανήφορο μπροστά της για να ανακτήσει το χαμένο έδαφος της προηγούμενης δεκαπενταετίας και να ανασυγκροτηθεί ώστε να ανταποκριθεί στις προκλήσεις ενός κόσμου που μεταβάλλεται με ραγδαίους ρυθμούς. Απαιτούνται οικονομική και πολιτική σταθερότητα και μεγάλες μεταρρυθμίσεις. Για να μην επαναληφθούν λάθη του παρελθόντος, καλό είναι να επισημανθούν δύο κρίσιμες προϋποθέσεις για την αποτελεσματική υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων: Όπως δεν θα υπάρξει καλύτερη παιδεία χωρίς εκπαιδευμένους και καταρτισμένους δασκάλους, το ίδιο ισχύει για τους περισσότερους κλάδους του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Καμιά μεταρρύθμιση δεν θα αποδώσει αν δεν συνοδευτεί από μετεκπαίδευση και κατάρτιση του ανθρώπινου δυναμικού καθώς και την εγκατάσταση διοικητικών συστημάτων που εξασφαλίζουν αξιοκρατική και αποτελεσματική λειτουργία. Δεν είναι σύμπτωση ότι η τελευταία μεταρρύθμιση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν κατόρθωσε να οδηγήσει σε καμιά ουσιαστική βελτίωση της πανεπιστημιακής διακυβέρνησης που ήταν, και είναι, το κυριότερο εμπόδιο για τον εκσυγχρονισμό του θεσμού.
Η σημερινή κυβέρνηση έχει τη δυνατότητα, – εφόσον διαθέτει τη βούληση – μετά τις ευρωεκλογές, να σχεδιάσει και να υλοποιήσει μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται η χώρα όχι μόνο για να ανακάμψει αλλά και να αξιοποιήσει πλήρως τη συμμετοχή της στην Ευρωζώνη.