Η διάταξη του άρθρου 268, του σχεδίου νόμου, του «πτωχευτικού κώδικα», προβλέπει ότι: «οι συμβατικές ρήτρες, αναπροσαρμογής ασφαλίστρων σε μακροχρόνιες συμβάσεις ασφάλισης υγείας μπορούν να εξαρτούν την αναπροσαρμογή από αντικειμενικούς παράγοντες που στηρίζονται στην αρχή της καταλληλότητας, ήτοι σε πραγματικά και επίκαιρα δεδομένα της ιδιωτικής ασφάλισης υγείας, όπως ιδίως η ηλικία του ασφαλισμένου και δείκτες, που είναι σαφείς, αντικειμενικοί, ευρέως προσβάσιμοι και επαληθεύσιμοι από τα συμβαλλόμενα μέρη, οι οποίοι διαμορφώνουν την τελική τιμή του ασφαλίστρου ανά έτος αναφοράς. Η συμμόρφωση με τις προαναφερόμενες ρήτρες με την αρχή της διαφάνειας και ιδίως με τις παραγράφους 1, 6, 7 περίπτωση ε του νόμου 2251/1994 για την ιδιωτική ασφάλιση του άρθρου 2 πληρούνται μόνο με τον προσδιορισμό των παραγόντων και δεικτών από τους οποίους εξαρτάται η αναπροσαρμογή ασφαλίστρων στη σύμβαση ασφάλισης».
Η διάταξη αυτή στο σχέδιο νόμου έχει προκαλέσει αντιδράσεις, διαμαρτυρίες τόσο φορέων, αλλά και χιλιάδων ασφαλισμένων.
Γιατί όπως υποστηρίζεται, μετά την ισχύ της, εκατοντάδες ασφαλισμένοι των κλάδων υγείας και ζωής, θα είναι χωρίς προστασία, απέναντι στις προθέσεις των ασφαλιστικών εταιρειών, όπως λειτουργούν, με χωρίς απόλυτη αφοσίωση στις διατάξεις περί συναλλακτικών σχέσεων.
Σε ερώτησή μας, ο εξειδικευμένος στο κοινωνικό δίκαιο νομικός, καθηγητής και αντιπρόεδρος του Συμβουλίου του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου κ. Μανώλης Α. Μπεντενιώτης, πρώην υφυπουργός Εθνικής Οικονομίας, επεσήμανε σχετικά:
«Η διάταξη εγείρει κρίσιμα νομικά αλλά και ηθικά ζητήματα. Αναμφίβολα ελέγχεται και η συνταγματικότητα της ρύθμισης. Οι ασφαλιστικές συμβάσεις, είναι αστικές συμβάσεις και δεν μπορεί να έχουμε νομοθετικές παρεμβάσεις, που να αφορούν τον παρελθόντα χρόνο της συμφωνίας των.
Οι ασφαλισμένοι, των κλάδων υγείας και ζωής, αντισυμβαλλόμενοι των ασφαλιστικών εταιρειών, αντιμετωπίζουν υπέρογκες, αυθαίρετες, αναιτιολόγητες και καταχρηστικές αυξήσεις ασφαλίστρων.
Αυξήσεις που αποφασίζονται από τις ασφαλιστικές εταιρείες, χωρίς την γνώση και τη συναίνεση των ασφαλισμένων που είναι καταναλωτές των ασφαλιστικών υπηρεσιών.
Όμως οι αυξήσεις αυτές κρίνονται από τη δικαιοσύνη καταχρηστικές και παράνομες. Ενάντια στις ισχύουσες διατάξεις και τα συναλλακτικά ήθη.
Γι’ αυτό και με δικαστικές αποφάσεις οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις έχουν υποχρεωθεί να μειώσουν το ασφάλιστρο αλλά και να επιστρέψουν αδικαιολογήτως εισπραχθέντα.
Μάλιστα, τα πρόστιμα που έχουν επιβληθεί στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, γι’ αυτές τις πρακτικές, επιβεβαιώνουν τη μη σύννομη λειτουργία των ασφαλιστικών εταιρειών.
Ενδεικτικά, έχει ενδιαφέρον να επισημανθεί ότι η υπ’ αριθμ. 1030/2001 απόφαση του Αρείου Πάγου, έχει κρίνει ότι η αναπροσαρμογή του ασφαλίστρου πρέπει να γίνεται με βάση κριτήρια που προβλέπονται στη σύμβαση, τα οποία να είναι εύλογα, αντικειμενικά και προβλέψιμα για τον καταναλωτή, έτσι ώστε να μπορεί να ελέγχεται η εγκυρότητα της αύξησης του ασφαλίστρου».
«Ένα άλλο σημείο το οποίο πρέπει να αναθεωρηθεί», τονίζει ο κ. Μπεντενιώτης, είναι ότι: «για τα πρόστιμα που επιβάλλονται από τις εποπτικές αρχές, δεν πρέπει να, προβλέπεται προσφυγή στον υπουργό, αλλά ανακοπή στη Δικαιοσύνη».
Για να καταλήξει ο κ. Μπεντενιώτης συμπερασματικά ότι:
«Για οποιαδήποτε αλλαγή των όρων των ασφαλιστικών συμβολαίων πρέπει να κρίνεται άκρως επιβεβλημένη η σύμφωνη γνώμη και η υπογραφή του αντισυμβαλλόμενου ασφαλισμένου, που είναι και ο καταναλωτής των ασφαλιστικών υπηρεσιών.
Αλλιώς παραβιάζονται οι διατάξεις που προβλέπουν τα των αστικών διατάξεων.
Γι’ αυτό και σ’ αυτή την περίπτωση η μόνη διέξοδος θα είναι η δικαιοσύνη».
Πηγή: nextdeal.gr