Του Κωνσταντίνου Αρβανιτόπουλου*
H εσπευσμένη αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής. Κλείνει ουσιαστικά την εικοσαετή περίοδο μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Συμβολίζει το τέλος της μεταψυχροπολεμικής αμερικανικής παντοδυναμίας και ενός ιδιότυπου μονοπολισμού. Και προδίδει μια κυοφορούμενη εδώ και αρκετά χρόνια αλλαγή στον τρόπο άσκησης πλανητικής πολιτικής από την ηγέτιδα δύναμη του δυτικού κόσμου.
Η Αμερική, τα τελευταία χρόνια, κάτω από τρεις διαδοχικές και διαφορετικές προεδρίες κάνει μια σοβαρή διόρθωση στον τρόπο που ασκεί την πλανητική της πολιτική. Δεν είναι μια απλή αναδίπλωση (restraint) από τα πολλαπλά μέτωπα εμπλοκής στη μεταψυχροπολεμική εποχή. Είναι ουσιαστικά μια αλλαγή υποδείγματος στον τρόπο άσκησης πλανητικής πολιτικής.
Η διόρθωση αυτή γίνεται για δύο κυρίως λόγους. Αφενός γιατί πρέπει να υπάρξει προσαρμογή στις απαιτήσεις του νέου συστημικού περιβάλλοντος, ενός πολυκεντρικού, πλέον, διεθνούς συστήματος. Αφετέρου, γιατί πρέπει να διορθωθούν οι στρεβλώσεις που δημιούργησε η απάντηση στα τρομοκρατικά χτυπήματα της 11ης Σεπτεμβρίου. Στρεβλώσεις, όπως η στρατιωτικοποίηση της εξωτερικής της πολιτικής που οδήγησε, τελικά, σε υπερέκταση. Η απάντηση των νεοσυντηρητικών στα τρομοκρατικά χτυπήματα ήταν η κήρυξη πολέμου κατά της τρομοκρατίας. Το δόγμα της δημιουργίας ενός αμερικανικού imperium βασισμένου στην επιβολή του φιλελεύθερου, δημοκρατικού προτάγματος ακόμη και διά των όπλων, βύθισε την Αμερική στην κινούμενη άμμο της Μέσης Ανατολής και του Αφγανιστάν. Η εμπλοκή αυτή οδήγησε σε αφαίμαξη δυνάμεων και πόρων αλλά και αποπροσανατολισμό.
Την περίοδο που η Αμερική βολόδερνε στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν η ανεμπόδιστη άνοδος άλλων μεγάλων δυνάμεων, και κυρίως της Κίνας, μετέτρεψε το διεθνές σύστημα σε πολυκεντρικό.
Το αμερικανικό κατεστημένο αντιλήφθηκε ότι όσο πολεμούσε τους «ψύλλους» τόσο παραμελούσε τα «θηρία» στη ζούγκλα της διεθνοπολιτικής αρένας. Αν δεν άλλαζε ρότα κινδύνευε σοβαρά να παραδώσει αμαχητί τον 21ο αιώνα στην Κίνα. Η πρώτη διόρθωση έγινε επί Ομπάμα με την αποχώρηση και αναδίπλωση από σειρά περιφερειακών διενέξεων και τον αναπροσανατολισμό της Αμερικής προς την Ασία (piνot to Asia), για την αντιμετώπιση της Κίνας.
Η οριστική ρήξη με το παρελθόν ήρθε επί Τραμπ. Με τον Τραμπ είχαμε μια βίαιη στροφή στην realpolitik. Μια εξωτερική πολιτική που βασιζόταν στην κυνική και ρεαλιστική επίκληση του εθνικού συμφέροντος με το δόγμα «America First».
Ο Μπάιντεν επιστρέφει στο φιλελεύθερο δημοκρατικό πρόταγμα αλλά με μια αμυντικογενή αντίληψη. Σημασία, πλέον, δεν έχει τόσο η ουτοπική πλανητική διάδοση της δημοκρατίας όσο η περιχαράκωση και η προάσπισή της από τις αυταρχικές και αναθεωρητικές μεγάλες δυνάμεις.
Κοινό στοιχείο και των τριών είναι η αποδοχή ότι ο κόσμος επιστρέφει σε ένα περιβάλλον μεσοπολέμου με κύρια χαρακτηριστικά το συμφέρον και την ισχύ. Πίσω στη ζούγκλα, όπως έγραψε ο Robert Kagan (The Jungle Grows Back). Η συνειδητοποίηση «της επιστροφής της ιστορίας» διαλύει και τις αυταπάτες περί της ιστορικής επικράτησης του δυτικού φιλελεύθερου δημοκρατικού προστάγματος. Ο λόγος τώρα δεν γίνεται για τη διάδοσή του αλλά για τη διάσωσή του. Ένας άλλος σημαντικός λόγος για αυτήν τη διόρθωση έχει να κάνει με την εσωτερική Πολιτική σκηνή της Αμερικής. Η Αμερική πλήρωσε υψηλό κόστος για τη μεταπολεμική πλανητική της ηγεμονία. Το κόστος αυτό και τον φόρο αίματος από τις συνεχείς εμπλοκές τον πλήρωσαν κυρίως τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα της αμερικανικής ενδοχώρας. Το κόστος αυτό συνδυάστηκε με τις τεράστιες ανισότητες της παγκοσμιοποίησης και του νεοφιλελευθερισμού. Ταυτόχρονα, η συντήρηση αυτής της ηγεμονίας εξέτρεπε πόρους από αναγκαίες υποδομές, δημόσια έργα, και από το κοινωνικό κράτος πάλι σε βάρος αυτών των κοινωνικών στρωμάτων. Το κόστος της συντήρησης της παγκόσμιας ηγεμονίας πληρώθηκε, τελικά, με το θάμπωμα του αμερικανικού ονείρου στο εσωτερικό. Αυτό που αποτελούσε, δηλαδή, τον συνεκτικό ιστό της αμερικανικής κοινωνίας.
Η εκλογή Τραμπ ήταν, ως έναν βαθμό, απόρροια αυτών των εξελίξεων. Ο Τραμπ επένδυσε στην κόπωση του εκλογικού σώματος από τις συνεχείς επεμβάσεις και σάλπισε δημαγωγικά την επιστροφή σε μιας μορφής νέο απομονωτισμό. Αφόρισε την παγκοσμιοποίηση και την πολυμερή διπλωματία και τους θεσμούς και πρόταξε το στενό εθνικό συμφέρον. Με την ίδια ευκολία και κυνισμό που εγκατέλειψε τους Κούρδους στη Συρία άρχισε και τις συνομιλίες με την ηγεσία των Ταλιμπάν για τη μονομερή απαγκίστρωση των Αμερικανών από το Αφγανιστάν.
Οι Δημοκρατικοί προκειμένου να ξανακερδίσουν τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα που παραδοσιακά εκπροσωπούσαν αναγκάστηκαν ουσιαστικά να υιοθετήσουν αρκετά στοιχεία της πολιτικής Τραμπ. Το πράττουν προσπαθώντας να παραμείνουν πιστοί, ρητορικά τουλάχιστον, στον φιλελεύθερο διεθνισμό τους και στην αμυντικογενή περιχαράκωση της δημοκρατίας. Η πραγματικότητα, όμως, είναι ότι ο πλανήτης επιστρέφει στην «τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων» (Mearsheimer). Και η Αμερική, αναγκαστικά, υιοθετεί μια πολιτική ισορροπίας μεγάλων δυνάμεων και έναν επιλεκτικό παρεμβατισμό, δηλαδή μια realpolitik.
Η αναδίπλωση αυτή της Αμερικής, όμως, γίνεται με έναν άτακτο τρόπο που δημιουργεί παράσταση αδυναμίας. Και, πάντως, πλήττει σοβαρά το κύρος και το γόητρο της υπερδύναμης. Η εγκατάλειψη φίλων και συνεργατών δημιουργεί ζήτημα αξιοπιστίας. Η έλλειψη διαβούλευσης δημιουργεί τριβές και ρήγματα με τους συμμάχους. Ιδίως στον ισλαμικό κόσμο η διαχείριση του Αφγανιστάν θα αποθρασύνει τις ακραίες ισλαμικές δυνάμεις και θα αποδυναμώσει παραδοσιακούς συμμάχους των ΗΠΑ.
Το διεθνές σύστημα έχει εισέλθει σε μια ιστορική περίοδο δομικών μεταβολών. Μένει να αποδειχθεί αν η διόρθωση που επιχειρεί η Αμερική θα είναι αρκετή για να τη διατηρήσει σε ηγεμονική θέση ή θα είναι μια μάχη οπισθοφυλακής.
*καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στην έδρα Κωνσταντίνος Καραμανλής, στη Σχολή Εletcher, του Πανεπιστημίου Tufts, πρώην υπουργός