Ευοίωνες είναι οι προβλέψεις των αναλυτών και των οικονομολόγων που συμμετείχαν σε έρευνα του ειδησεογραφικού πρακτορείου Reuters για τη μελλοντική πορεία της αμερικανικής οικονομίας. Κατά την άποψή τους, η οικονομία θα εξακολουθήσει να βαδίζει σε αναπτυξιακή οδό τουλάχιστον δύο χρόνια ακόμα. Επιπλέον, οι ερωτηθέντες προβλέπουν ότι η οικονομία δεν θα αναπτυχθεί με τον τρόπο που έχει κατά νου η κυβέρνηση του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ. Οικονομολόγοι και αναλυτές επισήμαναν ένα ακόμα χαρακτηριστικό της οικονομίας των ΗΠΑ, η οποία ανακάμπτει μετά την καταστροφική παγκόσμια κρίση 2007 – 2009. Κι αυτό έχει να κάνει με το ότι η ανάκαμψή της έχει μεγάλη διάρκεια, γεγονός ασυνήθιστο για τα ιστορικά δεδομένα. Η ανάκαμψη έχει διαρκέσει 96 μήνες και, αν επαληθευθεί η εκτίμηση για παράτασή της κατά δύο ακόμα χρόνια, τότε θα αποδειχθεί και η μακροβιότερη στα τελευταία 150 χρόνια και πλέον.
Πάντως, ο αναπτυξιακός ρυθμός δεν είναι τόσο ταχύς όσο ορισμένοι είχαν προβλέψει. Εξ ου και οι οικονομολόγοι αναθεώρησαν και πάλι ελαφρώς προς τα κάτω τις προβλέψεις τους. Παρ’ όλα αυτά, οι 34 στους 57 ερωτηθέντες από το Reuters, που απάντησαν στην ερώτηση για τον οικονομικό κύκλο, θεωρούν πως η οικονομία θα εξακολουθήσει να αναπτύσσεται. Από αυτούς, οι 21 είπαν ότι το διάστημα θα είναι δύο με τρία χρόνια και οι 13 ότι θα ξεπεράσει τα τρία χρόνια. «Η ανάπτυξη της οικονομίας δεν κρατά για πάντα», υπογραμμίζει ο ανώτατος οικονομολόγος της Wells Fargo, Σαμ Μπούλαρντ. «Πάντως, μια σταθερή ανάπτυξη με ήπιο ρυθμό μπορεί να κρατήσει για κάποιο χρονικό διάστημα».
Οι υπόλοιποι 23 από τους οικονομολόγους και αναλυτές ανέφεραν ότι η ευρωστία της οικονομίας θα διατηρηθεί ένα με δύο χρόνια. Πάντως, κανείς από τους ερωτηθέντες που συμμετείχαν στην έρευνα του Reuters και ζουν σε ΗΠΑ, Καναδά και Ευρώπη δεν διαβλέπουν πως η ανάπτυξη θα διαρκέσει λιγότερο από χρόνο.
Στόχος της κυβέρνησης Τραμπ είναι να ενισχύσει τον ετήσιο ρυθμό της ανάπτυξης στο 3%, κυρίως με εργαλείο τη μείωση της φορολογίας.
Εντούτοις, μετά την αποτυχία του Ντόναλντ Τραμπ να καταργήσει και να αντικαταστήσει το πρόγραμμα καθολικής περίθαλψης του Μπαράκ Ομπάμα, εγείρονται ερωτήματα. Τα ερωτήματα αυτά αφορούν το εάν θα έχει την ικανότητα να προχωρήσει σε γενναία μέτρα τόνωσης της οικονομίας, όπως είχε υποσχεθεί, ή δεν θα καταφέρει να εξασφαλίσει την αναγκαία πολιτική στήριξη. Επιπλέον, η αμερικανική οικονομία δεν δείχνει σημάδια επιτάχυνσης, ώστε να καταστεί δυνατή η επίτευξη του στόχου του 3%. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Εθνικού Γραφείου Οικονομικών Ερευνών στις ΗΠΑ, το ΑΕΠ ενδεχομένως να αυξηθεί 2,6% σε ετήσια βάση το δεύτερο τρίμηνο του 2017, δηλαδή πιο αργά από το 2,7% που είχαν προβλέψει οικονομολόγοι σε έρευνα του Reuters τον Ιούλιο. Στην εν λόγω έρευνα οι συμμετέχοντες κάνουν λόγο για ένα 2,1% το τρίτο τρίμηνο και ένα 2,5% το τέταρτο τρίμηνο, συγκριτικά με τις εκτιμήσεις του Ιουλίου, όπου είχαν προβλέψει 2,2% και 2,5% αντιστοίχως. Πάντως, όπως επισημαίνουν οι ερωτηθέντες οικονομολόγοι και αναλυτές, συνήθως μια οικονομία που βρίσκεται σε φάση ανάπτυξης δεν εμφανίζει και σταθερό ρυθμό.
Η ήπια πορεία της αμερικανικής οικονομίας μπορεί να αποδοθεί στο ότι οι καταναλωτικές δαπάνες αυξάνονται αργά, εξαιτίας της μικρής αύξησης μισθών. Και αυτό παρατηρείται ανεξαρτήτως του ότι εν γένει η οικονομία πλησιάζει στα επίπεδα της πλήρους απασχόλησης. Επιπροσθέτως, οι προσδοκίες για περικοπές στη φορολόγηση εισοδημάτων και εταιρικών κερδών εξανεμίζονται. Η όλη κατάσταση δεν αποκαρδιώνει το αμερικανικό χρηματιστήριο. Αντιθέτως, οι επενδυτές έχουν οδηγήσει τους δείκτες στη Γουόλ Στριτ σε νέα επίπεδα ρεκόρ, ενώ το δολάριο αποδυναμώνεται έναντι ενός «καλαθιού» μεγάλων νομισμάτων. Τέλος, ο δομικός πληθωρισμός προβλέπεται να διαμορφωθεί στο 1,5% και το 1,6%, αντίστοιχα, το τρίτο και το τέταρτο τρίμηνο φέτος.