Oσχεδόν μισός αιώνας που παρήλθε από την τουρκική εισβολή του 1974, δεν έχει αφήσει και πάρα πολλά περιθώρια για αμφιβολίες σε σχέση με τα γεγονότα που έχουν καταγραφεί και καταδεικνύουν τον μοιραίο ρόλο της χούντας των Αθηνών.
Ρόλος, ο οποίος σχετίζεται, όχι μόνο με την πραξικοπηματική ανατροπή του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, αλλά και με την ουσιαστική διευκόλυνση της τουρκικής εισβολής, στο πλαίσιο διαβεβαιώσεων που είχαν δοθεί στον δικτάτορα Ιωαννίδη από τις ΗΠΑ.
H Ελλάδα την περίοδο της εισβολής ήταν σε θέση να αντιδράσει, αλλά δεν το έπραξε, καθώς το καθεστώς δεν είχε ποτέ την ουσιαστική βούληση να μπει σε πόλεμο με την Τουρκία, και ενδεχομένως ήλπιζε πως θα υπήρχε παρέμβαση των Αμερικανών.
Όταν ο τουρκικός στόλος κατευθυνόταν προς την Κύπρο και η εικόνα ήταν πλέον ξεκάθαρη σε σχέση με την εισβολή, δεν έγινε καμία προσπάθεια ανάσχεσής της, παρά το ότι η Ελλάδα, όχι μόνο μπορούσε, αλλά είχε και στη θαλάσσια περιοχή της Κύπρου δύο σύγχρονα για την εποχή υποβρύχια, τα οποία είχαν τη δυνατότητα να προκαλέσουν τεράστια ζημιά στα τουρκικά πλοία που κατευθύνονταν στις ακτές της Κερύνειας.
Το περιεχόμενο της απόρρητης έκθεσης που είχε συντάξει ο τότε πλωτάρχης Βασίλειος Γαβριήλ, κυβερνήτης του υποβρυχίου «Γλαύκος», βασισμένο στα πολεμικά ημερολόγια, δίνουν την εικόνα των πραγμάτων σε σχέση με τα όσα δεν έγιναν… αν και θα μπορούσαν να γίνουν.
Το 1974, το Πολεμικό Ναυτικό της Ελλάδας διέθετε υπεροπλία στη θάλασσα, καθώς είχε αγοράσει τέσσερα υπερσύγχρονα υποβρύχια από τη Γερμανία, τα οποία είχαν εξοπλισμό που έκανε πολύ δύσκολη την αντιμετώπισή τους από τα ανθυποβρυχιακά μέσα της Τουρκίας. Τα δύο από αυτά τα υποβρύχια, το «Γλαύκος» και το «Νηρεύς», κατά τη διάρκεια της τουρκικής απόβασης βρισκόντουσαν στα ανοιχτά της Κύπρου και είχαν τη δυνατότητα να εμπλακούν. Ωστόσο, η παρουσία τους στην Κύπρο ανακλήθηκε δύο φορές με εντολές του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού. Η απόρρητη έκθεση του πλωτάρχη Γαβριήλ, αποτελεί μέρος του Φακέλου της Κύπρου, και είναι μία από τις ψηφίδες που συνθέτουν το μωσαϊκό της τραγωδίας, η οποία θα μπορούσε, αν όχι να αποφευχθεί, τουλάχιστον να περιοριστεί, αλλάζοντας την Ιστορία όπως την ξέρουμε τα τελευταία 48 χρόνια.
Ενημέρωση Τούρκων από ΝΑΤΟ
Μία ημέρα πριν την εκδήλωση της τουρκικής εισβολής, στις 19 Ιουλίου 1974, οι πληροφορίες για αποβατική άσκηση των Τούρκων ήταν έντονες, αφού πέραν του αποβατικού στόλου, στα παράλια της Τουρκίας είχαν συγκεντρωθεί και στρατεύματα.
Το καθεστώς Ιωαννίδη και οι άνθρωποί του στην Κύπρο καθησύχαζαν τους πάντες με διαβεβαιώσεις ότι οι κινήσεις των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων αποτελούσαν μέρος ασκήσεων. Ακόμα και όταν ο τουρκικός αποβατικός στόλος βρισκόταν έξω από την Κερύνεια, οι οδηγίες ήταν: «Μην ανησυχείτε, διεξάγεται άσκηση».
Το Πολεμικό Ναυτικό της Ελλάδας είχε βγάλει από τον ναύσταθμο της Σαλαμίνας τα υποβρύχια για ασκήσεις, οι οποίες στη συνέχεια έγιναν πολεμικές περιπολίες, με σαφείς οδηγίες να μην εμπλακούν με το τουρκικό ναυτικό.
Και ενώ οι Τούρκοι δεν γνώριζαν πού βρισκόντουσαν τα ελληνικά υποβρύχια, η Διοίκηση Υποβρυχίων της Ελλάδας στέλνει σήμα στο ΝΑΤΟ, με αριθμό DY 541, και ενημερώνει για τις κινήσεις τους. Το σήμα γνωστοποιείται σε όλα τα μέλη του ΝΑΤΟ, μεταξύ των οποίων και στην Τουρκία, η οποία ενημερώνεται για τις κινήσεις των υποβρυχίων «Γλαύκος» και «Νηρεύς», που είχαν λάβει διαταγές να κατευθυνθούν στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Τουρκίας και Κύπρου και να περιπολούν στα ανατολικά και τα δυτικά της Κερύνειας.
Στην άκρως απόρρητη έκθεση του πλωτάρχη Γαβριήλ αναφέρεται: «Ανεξαρτήτως υποχρεώσεως της ΣΥΒ ως προς την έκδοση SUBNOTE (DY541), τούτο δεν έπρεπε να εκδοθεί, διότι ούτως καθίστατο γνωστόν εις τους Τούρκους η περίπου θέσις των υποβρυχίων». Το σήμα αυτό είχε σταλεί στις 19 Ιουλίου 1974 στη 1:50 μ.μ., λίγες μόνο ώρες πριν γίνει η απόβαση στην Κερύνεια. Σαφής και πειστική απάντηση για εκείνο το σήμα δεν δόθηκε ποτέ, και ποτέ δεν διευκρινίστηκε αν επρόκειτο για μια τραγική γκάφα, ή μέρος της συνωμοσίας με την οποία παίχτηκε κορώνα γράμματα η τύχη της Κύπρου, αλλά και οι ζωές των μελών των υποβρυχίων.
Φορτωμένα με τορπίλες
Ο κυβερνήτης του υποβρυχίου «Γλαύκος», παρά το ότι δεν είχε διαταγές, από τις 15 Ιουλίου (ημέρα πραξικοπήματος) είχε αρχίσει να φορτώνει τορπίλες. «Η παραλαβή τορπιλών», γράφει ο πλωτάρχης Β. Γαβριήλ «εσυνεχίσθη καθ’ όλην τη διάρκειαν της νυκτός και ανεξαρτήτως τω υφισταμένων διαταγών, καθ’ όσον τη μεσημβρίαν επιστρέψας εκ της υπηρεσίας εις την οικίαν μου επληροφορήθην περί της ανατροπής εν Κύπρω του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και ως εκ τούτου εφοβήθην επιδείνωσιν της καταστάσεως».
Από αυτή την αναφορά προκύπτει σαφώς το συμπέρασμα ότι ακόμα και οι κυβερνήτες πλοίων γνώριζαν ή ανέμεναν κάποια τουρκική κίνηση, και ως εκ τούτου πολύ δύσκολα κάποιος θα μπορούσε να πιστέψει ότι το Γενικό Επιτελείο Ναυτικού είχε παραπλανηθεί ή δεν είχε εκτιμήσει τους πιθανούς κινδύνους.
Ο πλωτάρχης Β. Γαβριήλ, σε άλλο σημείο της εκθέσεώς του, γράφει: «Τας βραδυνάς ώρας της 18ης (Ιουλίου 1974) ηκρωώμην μεθ’ ετέρων δύο συναδέλφων μου την εκπομπήν της Ντόιτσε Βέλλε, ήτις ανεφέρετο εις την εν Κύπρω κατάστασιν, ως και εις την συγκέντρωσιν τουρκικών στρατευμάτων εις Αλεξανδρέτταν. Μετά το πέρας ταύτης, απευθυνθείς προς τους συναδέλφους μου τους είπα: ‘Eάν δεν λένε ψέμματα, ως συνήθως, αύριον θα πρέπει να έχωμεν πόλεμον με τους Τούρκους’».
Την επόμενη μέρα, οι κυβερνήτες των υποβρυχίων «Γλαύκος» και «Νηρεύς», πλωτάρχες Γαβριήλ και Παναγιωτόπουλος, κλήθηκαν στη Διοίκηση Υποβρυχίων και ο διοικητής τους ενημέρωσε ότι «πρόκειται να αποπλεύσουν τα Υ/Β ΓΛΑΥΚΟΣ και ΝΗΡΕΥΣ, το ταχύτερον δυνατόν, προς επίδειξιν σημαίας και εκδήλωσιν δυναμικής παρουσίας διά αναδύσεων και καταδύσεων εν όψει τουρκικών μονάδων».
«Κ», όπως λέμε Κύπρος
Ο πλωτάρχης Γαβριήλ, σύμφωνα με τα όσα καταγράφονται στην έκθεσή του, είχε φέρει αντίρρηση για τη χρησιμοποίηση των υποβρυχίων για σκοπούς επίδειξης σημαίας, αλλά η απάντηση που πήρε από τον διοικητή της μονάδαε υποβρυχίων ήταν πως αυτές είναι οι οδηγίες του αρχηγού Ναυτικού Πέτρου Αραπάκη. Ενώ οι κυβερνήτες των δύο υποβρυχίων ενημερώνονταν για το σχέδιο «Κ» (κωδικός για την Κύπρο), ειδοποιήθηκαν από τον αρχιεπιστολέα του στόλου να αποπλεύσουν εντός μισής ώρας. Τα χρονικά περιθώρια ήταν τόσο στενά, που το υποβρύχιο δεν πρόλαβε να φορτώσει τα απαιτούμενα τρόφιμα και άφησε πίσω του άντρες του πληρώματος που ήταν εξοδούχοι και δεν πρόλαβαν να επιστρέψουν. Οι διαταγές ήταν να διεξάγουν περιπολίες νοτιανατολικά της Ρόδου, στα ανοικτά της Κύπρου. Ο τηλεγραφητής του «Γλαύκος», Χαράλαμπος Γιακουβάκης, κλήθηκε από τον κυβερνήτη στο γραφείο του και παρέλαβε έναν κουβά με μαύρη μπογιά και ένα πινέλο για να σβήσει από τον πυργίσκο του υποβρυχίου τα διακριτικά του (τον αριθμό S110).
Έτοιμοι να ρίξουν τορπίλες
Ο Βασίλης Γαβριήλ αναφέρει ακόμα στην απόρρητη έκθεσή του, ότι την 21 Ιουλίου, ενώ εξελισσόταν η εισβολή, έχοντας οδηγίες να βρεθεί μεταξύ Κύπρου και Τουρκίας, ετοίμαζε πολεμικά σχέδια. «Υπελόγισα», γράφει στην απόρρητη έκθεση, «ότι αι τουρκικαί δυνάμεις αι οποίαι θα μοι απησχόλουν θα ήσαν, κατά εν τη μετακίνησην (TRANSIT) του υποβρυχίου, περίπου 4 υποβρύχια και εγγύς της Κύπρου περίπου 10 αντιτορπιλλικά, εξαιρουμένων βεβαίως των τουρκικών μεταγωγικών, ως και των πλοίων επιφανείας και υποβρυχίων εταίρων κρατών. Ως εκ τούτου έπλευσα νοτιώτερον και εσκόπευα όπως εκτελέσω προσγείωσιν εις Κάβον Αρναούτι της Κύπρου, και εν συνεχεία πλέων εγγύς των ακτών μέχρις του τομέως περιπολίας θα επιτιθέμην εναντίον παντός τουρκικού αντιτορπιλλικού και μεγάλου μεταγωγικού. Αντικειμενικός μου σκοπός κυρίως ήτο όπως διέλθω εκ του λιμένος της Κυρηνείας, ένθα και θα έβαλον τας τορπίλλας εναντίον παντός στόχου ευρισκομένου εκεί και ανεξαρτήτως εθνικότητος. Όσον αφορά τα τουρκικά αντιτορπιλλικά τα οποία τυχόν θα συναντούσα κατά το TRANSIT, είχα αποφασίσει να τους επιτεθώ εφόσον διήρχοντο εις απόστασιν μικροτέρα των 10.000 υάρδων και υφίστατο πιθανότης εντοπισμού μου, δεδομένου ότι επίστευσα πως εφ’ όσον εντοπιζόμην υπό τουρκικού αντιτορπιλλικού θα μοι επιτίθετο. Εις τον τομέα περιπολίας μου, και ανεξαρτήτως της λήψεως διαταγής ενάρξεως ΠΥΡ, είχον αποφασίσει όπως επιτίθεμαι εναντίον οιασδήποτε εθνικότητος πλοίου, κατά προτεταιότητα αντιτορπιλλικών, καθόσον η αναγνώρισης της εθνικότητος ενός στόχου, ιδίως εν νυκτί, αποτελεί ουτοπία».
Και ενώ ο πλωτάρχης Γαβριήλ είχε καταστρώσει λεπτομερές σχέδιο επιθέσεως κατά των τουρκικών πλοίων, προετοιμάζοντας και το πλήρωμα του υποβρυχίου, όλοι πάγωσαν. Μόλις έφτασε στα 85 ναυτικά μίλια από την Κύπρο στις 9:30 το βράδυ της 21ης Ιουλίου, πήρε το σήμα ΑΝ4658, με το οποίο το Αρχηγείο Ναυτικού τον διέταξε να γυρίσει πίσω στη Ρόδο!
Σε δίλλημα για τον γαμπρό του
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι όταν ο κυβερνήτης του υποβρυχίου «Γλαύκος» πήρε εντολές να επιστρέψει στη Ρόδο, καθυστέρησε έξι ολόκληρες ώρες να ανταποκριθεί. Όλα δείχνουν πως βασανιζόταν από τη σκέψη αν πρέπει να παρακούσει τις οδηγίες και να χτυπήσει τους Τούρκους, γνωρίζοντας ότι επρόκειτο για μεγάλο ρίσκο, αφού κάτι τέτοιο δυνατόν να οδηγούσε σε σύρραξη την Ελλάδα και την Τουρκία. Γνώριζε επίσης ότι στην Κύπρο βρισκόταν το ελληνικό αρματαγωγό «Λέσβος», που μετέφερε πολεμοφόδια και στρατιώτες της ΕΛΔΥΚ. Κυβερνήτης του «Λέσβος» ήταν ο πλωτάρχης Ε. Χανδρινός, που είχε παντρευτεί την αδελφή του Βασίλη Γαβριήλ. Ο Χανδρινός είχε παρακούσει τις διαταγές του Αρχηγείου Ναυτικού και είχε βομβαρδίσει με τα πυροβόλα του πλοίου τουρκικές θέσεις στην Πάφο, δίνοντας τη λανθασμένη εντύπωση στους Τούρκους ότι η Ελλάδα απέστειλε αποβατικό στόλο. Την ώρα που ο κυβερνήτης του υποβρυχίου «Γλαύκος» σκεφτόταν αν θα χτυπήσει, ο τουρκικός στόλος και η τουρκική αεροπορία κυνηγούσαν τον Ε. Χανδρινό και το αρματαγωγό «Λέσβος», το οποίο κατάφερε να διαφύγει μπαίνοντας σε σχηματισμό του 6ου Αμερικανικού Στόλου που έπλεε νοτίως της Κύπρου.
Ρόδος, Κύπρος και πάλι πίσω
Τα δύο ελληνικά υποβρύχια, «Γλαύκος» και «Νηρεύς», παρά τις ενστάσεις συμμορφώθηκαν με τις οδηγίες του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού και επέστρεψαν στη Ρόδο με γεμάτες τις τορπιλοσωλήνες τους, χωρίς να χτυπήσουν κανέναν στόχο.
Όταν έφτασαν στη Ρόδο, οι κυβερνήτες Βασίλης Γαβριήλ και Ιωάννης Παναγιωτόπουλος έλαβαν το σήμα ΑΝ4724 (22 Ιουλίου στις 7:30 το απόγευμα), με το οποίο το Γενικό Επιτελείο Ναυτικού τους διέτασσε να ξεκινήσουν και πάλι για την Κύπρο. Οι διαταγές ήταν να βρίσκονται σε πολεμική ετοιμότητα, αλλά να μην επιτεθούν εναντίον των Τούρκων αν δεν λάβουν οδηγίες. Δεν θα χρειάζονταν όμως οδηγίες αν δεχόντουσαν επίθεση, στην οποία θα έπρεπε να απαντήσουν.
Στην άκρως απόρρητη έκθεσή του, ο πλωτάρχης Γαβριήλ σημειώνει πως και πάλι είχε σχέδιο για επίθεση. Και αυτό όμως το σχέδιο ακυρώθηκε, αφού όταν το υποβρύχιο βρέθηκε στα 45 ναυτικά μίλια από την Κύπρο, στις 23 Ιουλίου στις 7:00 το απόγευμα διατάχθηκε να επιστρέψει και πάλι πίσω στη Ρόδο. Και σε αυτή την περίπτωση καθυστέρησε 6 ώρες να απαντήσει στο σήμα. Έμαθε όμως ότι είχε συμφωνηθεί εκεχειρία και έτσι επέστρεψε πίσω στα ελληνικά χωρικά ύδατα, καθώς υπήρχαν φήμες για συγκέντρωση τουρκικών δυνάμεων στα παράλια της Μικράς Ασίας απέναντι από τα ελληνικά νησιά.
Η συγκέντρωση τουρκικών δυνάμεων απέναντι από τα ελληνικά νησιά ήταν πραγματική, καθώς το τουρκικό επιτελείο είχε λάβει υπόψη του την πιθανότητα εμπλοκής ελληνικών δυνάμεων στην Κύπρο ή κίνησης αντιπερισπασμού στις τουρκικές ακτές. Κάτι τέτοιο όμως, ούτε σαν σκέψη δεν προβλεπόταν στα σενάρια των επιτελείων της χούντας των Αθηνών που «υπέγραψαν» τη καταστροφή.
Αν μας άφηναν να ρίξουμε, θα ματαιώναμε την απόβαση
Ο κυβερνήτης του υποβρυχίου «Γλαύκος», πλωτάρχης Βασίλειος Γαβριήλ, στην άκρως απόρρητη έκθεσή του εξέφραζε την πεποίθησή του πως αν είχαν αφεθεί τα υποβρύχια να χτυπήσουν τον τουρκικό στόλο, θα ανέτρεπαν τα σχέδια της Τουρκίας.
Γράφει ο πλωτάρχης Β. Γαβριήλ: «Κατά τη μετακίνησην του υποβρυχίου προς Κύπρον, ήμουν πεπεισμένος ότι εφ’ όσον δεν δεκόπτετο ο πλους και ανελάμβανα δράσιν ομού μετά του υποβρυχίου ‘Νηρεύς’, αι απώλειαι τα οποιας θα επιφέραμεν εις τον εχθρόν θα ήσαν τόσαι ώστε να ηναγκάζετο να ματαιώσει την αποβίβασιν».
Το υποβρύχιο «Γλαύκος» από τις 16 Ιουλίου είχε φορτώσει 6 τορπίλες SST-4, συν 4 τορπίλες ΜΚ37.2 και ακόμα 3 τορπίλες ΜΚ37.3. Συνολικά μετέφερε 13 τορπίλες, και κατά τους υπολογισμούς θα μπορούσε να βυθίσει – ακόμα και με ποσοστό επιτυχίας 50% – έξι έως επτά τουρκικά πλοία και άλλα τόσα το υποβρύχιο «Νηρεύς».
Αυτό το «αν»
Ωστόσο, αυτό το «αν» θα μείνει για πάντα αναπάντητο. Τα ελληνικά υποβρύχια, αν είχαν χτυπήσει, εκτός από το κόστος που θα προκαλούσαν στις τουρκικές δυνάμεις, θα δημιουργούσαν και άλλη ψυχολογία, τόσο στους επιτιθέμενους όσο και στους αμυνόμενους.
Όλα αυτά σήμερα, 48 χρόνια μετά, αποτελούν απλώς εικασίες μπροστά σε μια τραγωδία, η οποία όχι μόνο δεν αποφεύχθηκε, αλλά έκτοτε επιδεινώνεται προς όφελος της Τουρκίας. Η Ιστορία, δυστυχώς, ποτέ δεν γράφτηκε με τα «αν», αλλά με τα γεγονότα που καθόρισαν την έκβαση των πραγμάτων. Στην περίπτωση της Κύπρου, η έκβαση των πραγμάτων είναι αυτή που βιώνουμε, με το ενδεχόμενο της οριστικής διχοτόμηση να μην αποτελεί πλέον ένα εξωπραγματικό σενάριο.
Παρέμειναν πάλι σε ρόλο θεατών και στον «Αττίλα 2»
Τον Αύγουστο του 1974 μετά την αποτυχία των συνομιλιών στη Γενεύη και ενώ κυβερνούσε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επικεφαλής της κυβέρνησης εθνικής ενότητας, η Τουρκία ξεκίνησε τη δεύτερη φάση της εισβολής «Αττίλας 2», ώστε να επεκτείνει το εύρος των εδαφών που είχε καταλάβει, με προώθηση τω δυνάμεών της μέχρι του σημείου που βρίσκονται έως σήμερα, καταλαμβάνοντας και την Αμμόχωστο.
Η κυβέρνηση Καραμανλή αποφάσισε να στείλει στην Κύπρο τα υποβρύχια «Τρίτων» και «Πρωτεύς». Το σήμα ΑΝ140600/8 δόθηκε στις 14 Αυγούστου στις 5:00 το πρωί. Τα υποβρύχια ξεκίνησαν και όταν στις 21:50 το βράδυ έπλεαν προς την Κύπρο, πήραν νέο σήμα (ΑΝ5931) να επιστρέψουν και πάλι πίσω. Ήταν η τρίτη φορά που η Ελλάδα αποφάσιζε να εμπλακεί με ναυτικές δυνάμεις στις πολεμικές επιχειρήσεις στην Κύπρο και για τρίτη φορά δίσταζε.
Κείται μακράν
Ιστορική έχει μείνει η φράση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, σε σχέση με την απροθυμία (αδυναμία κατά άλλους) της Ελλάδας να εμπλακεί στις πολεμικές επιχειρήσεις στην Κύπρο. Ήταν μια περίοδος που στις ένοπλες δυνάμεις της Ελλάδας κυριαρχούσαν οι χουντικοί αξιωματικοί, και η δημοκρατία κάθε άλλο παρά εδραιωμένη ήταν. Παράλληλα, οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις, λόγω Ψυχρού Πολέμου, ήταν προσανατολισμένες στον «κίνδυνο» από τον Βορρά, και τα ελληνικά νησιά ήταν σχεδόν ανοχύρωτα. Πιθανότητα ένας ολοκληρωτικός ελληνοτουρκικός πόλεμος να είχε οδηγήσει σε απώλεια και εδαφών της Ελλάδας. Και αυτό μια εικασία, η οποία δεν μπορεί να απαντηθεί πειστικά μισό αιώνα μετά.
Όπως και αν έχουν τα πράγματα, το 1974, υπήρξε μια ήττα και μια σελίδα ντροπής για τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις και την Ελλάδα.
Πηγή: politis.com.cy