Του Λέανδρου Τ. Ρακιντζή*
Το πολίτευμα της Ελλάδας είναι η Προεδρευομένη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία. Με το άρθρο 26 του Συντάγματος προβλέπεται η διάκριση των εξουσιών σε νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική λειτουργία. Υποτίθεται πως και οι τρεις αυτές εξουσίες είναι ανεξάρτητες και ισοδύναμες, στην πράξη όμως υπερτερεί κυριαρχικά η εκτελεστική εξουσία με τοπωνύμιο ως Μαξίμου σε σημείο που κάποιοι ομιλούν για πρωθυπουργική δημοκρατία.
Η δικαστική εξουσία παρά τη ρητή διακήρυξή της ως ανεξάρτητη στην ουσία είναι εξαρτημένη διοικητικά, οικονομικά και υπηρεσιακά από την εκτελεστική εξουσία, όχι όμως ως προς τη δικαιοδοτική κρίση, ως προς την οποία μπορεί και πρέπει να λειτουργεί ελεύθερα κατά συνείδηση μέσα στα πλαίσια των νόμων, που θεσπίζει η νομοθετική εξουσία ακόμα με αναδρομική ισχύ, που ακυρώνουν δικαστικές αποφάσεις όπως π.χ. ο νόμος για την παραγραφή ποινών.
Ο Υπουργός Δικαιοσύνης δεν είναι προϊστάμενος των δικαστών, όπως πολλοί νομίζουν, αλλά το υπουργείο που έχει τη διοικητική μέριμνα της λειτουργίας του μηχανισμού, που απαιτείται για να λειτουργήσει η Τρίτη εξουσία στην οποία υπάγεται και το σωφρονιστικό σύστημα, που περιλαμβάνει και τις φυλακές.
Τα άρθρα 87επ. του Συντάγματος ρυθμίζουν και κατοχυρώνουν πλήρως τη δικαστική ανεξαρτησία και το αυτοδιοίκητο της δικαστικής εξουσίας. Στο τέλειο αυτό σύστημα υπάρχουν κάποια γκρίζα σημεία, που διευκολύνουν στην πράξη κάποιες παρεμβάσεις σε προσωπικό, τοπικό, κομματικό, πολιτικό επίπεδο, όπως στην επιλογή της ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων, που γίνεται με πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου μετά από εισήγηση του Υπουργού Δικαιοσύνης με αποτέλεσμα κάποιες παλαιότερες και πρόσφατες προαγωγές σε θέσεις εργασίας των δικαστηρίων έγιναν με βαθιά κατάδυση στην επετηρίδα και παράλειψη ικανών δικαστών, που πέραν του πρόσκαιρου πολιτικού οφέλους δημιούργησαν περαιτέρω δυσμενείς συνέπειες στη λειτουργία της δικαιοσύνης. Πρέπει όμως να επισημάνω ότι στις περσινές και φετινές προαγωγές των ηγεσιών των ανώτατων δικαστηρίων τηρήθηκε η επετηρίδα και ελπίζω η πρακτική αυτή να τηρηθεί. Κάθε κυβέρνηση επιθυμεί φιλική προς αυτή δικαιοσύνη, που νομίζει, ότι το επιτυγχάνει με την επιλογή των ηγεσιών, αλλά αυτό είναι διαφορετικό από την εργαλειοποίηση δικαστικών διαδικασιών για το πολιτικό όφελος, που συνέβη στο πρόσφατο παρελθόν και τώρα σταδιακά αποκαλύπτονται και πρέπει η δικαιοσύνη να ξεκαθαρίσει το τοπίο όχι μόνο για τους δικαστικούς λειτουργούς, αλλά και για τους εξωθεσμικούς συμμέτοχους, που έχουν αναφερθεί τα ονόματά τους και οι ιδιότητές τους με ενεργή συμμετοχή στις διάφορες μη σύννομες ενέργειες. Σε άδικες πράξεις που διεξάγονται υπό κάλυψη από περισσότερα άτομα είναι πολύ δύσκολο για τη δικαιοσύνη να αποκαλύψει τον ρόλο καθενός, γιατί ο νόμος απαιτεί την εξατομίκευση της ευθύνης, ενώ το Αγγλοσαξονικό δίκαιο προβλέπει το αδίκημα της συνωμοσίας, που κρίνεται εκ του αποτελέσματος και περιλαμβάνει τη συμμετοχή άνευ ετέρου χωρίς τη σαλαμοποίηση των ευθυνών.
Στη χώρα μας δύο είναι οι μεγάλοι ασθενείς, η δημόσια διοίκηση και η δικαιοσύνη. Για την πρώτη έγιναν κάποιες ανεπιτυχείς προσπάθειες κυρίως με τα Μνημόνια να βελτιωθεί, αλλά όπως γίνεται συνήθως στη χώρα μας όχι μόνο τίποτα δεν ολοκληρώνεται, αλλά και ό,τι θετικό έχει γίνει στη συνεχή πάλη μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων, που έχουν διαφορετική κοσμοθεωρία, ανατρέπεται προς άγρα ψήφων. Πιστεύω όμως η προσπάθεια για την ηλεκτρονική διακυβέρνηση και ψηφιοποίηση του κράτους έχει πολλές πιθανότητες να πετύχει αρκεί η κυβέρνηση να μην υποχωρήσει στις πρώτες αντιδράσεις όσο σφοδρές και αν είναι οι παρεμβάσεις βουλευτών για ικανοποίηση ατομικών αιτημάτων υπό τη μορφή εξαιρέσεων και αστερίσκων, που στη χώρα μας ευδοκιμούν. Φυσικά χρειάζεται και η σώφρον διαχείριση του θέματος από πλευράς δικαιοσύνης με την έννοια της πλήρους τήρησης της νομιμότητας, αλλά εντός προβλεπτού χρόνου. Ως προς τη Δικαιοσύνη, που η καθυστέρηση απονομής της έχει φθάσει στα όρια της αρνησιδικίας, φοβάμαι, ότι οι προοπτικές βελτιώσεως δεν είναι ευοίωνες τόσο λόγω των συνταγματικών προβλέψεων, που χρειάζεται τουλάχιστον δεκαετία για την επόμενη συνταγματική αναθεώρηση, όσο λόγω της νοοτροπίας των δικαστών, που υπερασπίζονται σθεναρά τα προνόμιά τους και το αυτοδιοίκητό τους, π.χ. η αντίδρασή τους στον περιορισμό των διακοπών τους κατά δεκαπέντε ημέρες και η άρνηση των εφετών του Εφετείου Αθηνών να ορίσουν εφέτη ανακριτή για το Μάτι. Επομένως ο υπουργός Δικαιοσύνης σπάζοντας αβγά μόνο μερεμέτια μπορεί να κάνει, όπως το τελείως απαραίτητο η επέκταση του ωραρίου λειτουργίας των ποινικών δικαστηρίων κατά δύο ώρες.
*αεροπαγίτης ε.τ.