Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Χ. ΠΑΠΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΥ
Η συμβολή της στο ΑΕΠ φθάνει τα 6,2 δισεκατομμύρια ευρώ, απασχολεί 118.000 άτομα και, εν μέσω αποεπένδυσης, θα πραγματοποιήσει επενδύσεις 1,7 δισεκατομμυρίων ευρώ…
«Η ελληνική εξορυκτική βιομηχανία έχει την δυνατότητα να αποτελέσει πυρήνα της ανάπτυξης και της ανόδου της ανταγωνιστικότητας της εθνικής οικονομίας, χάρη σε παγκόσμιας κλάσης αποθέματα, υψηλά καταρτισμένο ανθρώπινο δυναμικό και αναπτυγμένες υποδομές και εγκαταστάσεις».
Αυτά τόνισε, μεταξύ άλλων, ο κ. Αθανάσιος Κεφάλας, πρόεδρος του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων (ΣΜΕ), σε συζήτησή του με δημοσιογράφους, για να προσθέσει ότι, παρά τις δυσκολίες, ο κλάδος αποτελεί φωτεινή εξαίρεση για την ελληνική οικονομία. Κράτησε αλώβητες τις παραγωγικές του δομές, πραγματοποίησε εξαγωγές που πλησίασαν τα 1 δισεκατομμύριο ευρώ και ετοιμάζεται να επενδύσει περί τα 1,7 δισεκατομμύρια ευρώ σε τομείς όπως η προστασία του περιβάλλοντος και η καινοτομία. Επίσης, αναφερόμενος στο μέλλον του κλάδου, ο κ. Αθ. Κεφάλας έδειξε αισιοδοξία και είπε ότι, κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις, η εξορυκτική βιομηχανία μπορεί να στηρίξει τόσο την εξωστρέφεια της οικονομίας όσο και την περιφερειακή ανάπτυξη.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονιστεί ότι την σημαντική συμβολή της εξορυκτικής βιομηχανίας στην εγχώρια οικονομία, σε όρους ΑΕΠ και απασχόλησης, καθώς και τις μεγάλες προοπτικές ανάπτυξης του κλάδου, επισημαίνει σε μελέτη του το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Μελετών (ΙΟΒΕ), που έγινε με την συνδρομή του ΣΜΕ.
Η μελέτη καταδεικνύει την ιδιαίτερη σημασία της εξόρυξης για την χώρα, καθώς χρησιμοποιεί εγχώριους πόρους και ταυτοχρόνως παρουσιάζει έντονη εξωστρέφεια. Επιπλέον, η εξόρυξη παρέχει εκείνες τις ορυκτές πρώτες ύλες που διευκολύνουν την ανάπτυξη άλλων σημαντικών παραγωγικών δραστηριοτήτων στην χώρα, όπως η ηλεκτροπαραγωγή, η βασική μεταλλουργία, η παραγωγή τσιμέντου και οι κατασκευές, συμβάλλοντας επομένως και με αυτόν τον τρόπο στην ενδυνάμωση της ελληνικής οικονομίας.
Συνυπολογίζοντας τις έμμεσες επιδράσεις στους κλάδους που συμμετέχουν στην αλυσσίδα εφοδιασμού της εξορυκτικής βιομηχανίας, η συνολική συμβολή του κλάδου στο ΑΕΠ ανέρχεται σε 4,1 δισεκατομμύρια ευρώ (2,7 δισεκατομμύρια από εξορυκτικές δραστηριότητες και τα υπόλοιπα 1,4 δισεκατομμύρια ευρώ από την μεταποίηση βασικών μετάλλων και τσιμέντου με εγχώριες ορυκτές πρώτες ύλες), που αντιστοιχεί στο 2,2% του ΑΕΠ.
Εάν ληφθεί υπ’ όψιν και η ηλεκτροπαραγωγή με καύση λιγνίτη, η οποία δεν θα ήταν εφικτή χωρίς την στήριξη του εξορυκτικού τομέα, η συμβολή στο ΑΕΠ ανέρχεται σε 6,2 δισεκατομμύρια ευρώ (3,4% του ΑΕΠ).
Σε όρους απασχόλησης, η συμβολή της εξορυκτικής βιομηχανίας εκτιμάται αντίστοιχα σε 84.000 θέσεις πλήρους απασχόλησης, που αντιστοιχούν στο 2,2% της εγχώριας απασχόλησης –και σε 118.000 θέσεις εργασίας, ή το 3,4% της εγχώριας απασχόλησης, εάν ληφθεί υπ’ όψιν και η ηλεκτροπαραγωγή με λιγνίτη.
Κατά τον κ. Αθαν. Κεφάλα, ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται από τις εταιρείες του κλάδου στην αποκατάσταση του φυσικού περιβάλλοντος μετά την λήξη της εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων. Τα υφιστάμενα έργα αποκατάστασης στην Ελλάδα περιλαμβάνουν την δημιουργία δασικών εκτάσεων, τεχνητών λιμνών, υδροβιοτόπων, μουσείων, χώρων για πολιτιστικές εκδηλώσεις και ψυχαγωγία, καθώς και καλλιεργήσιμων εκτάσεων γης.
Μέχρι σήμερα έχουν αποκατασταθεί περίπου 65.620 στρέμματα, με το ποσοστό των εκτάσεων που έχουν ήδη αποκατασταθεί ως προς το σύνολο των εκτάσεων υπό εκμετάλλευση να διακυμαίνεται στην περιοχή του 35%-40%. Παράλληλα, από το 2007 έχουν φυτευτεί πάνω από 2,6 εκατομμύρια δένδρα από τις εταιρείες μέλη του ΣΜΕ.
Επιπλέον περιβαλλοντικές προκλήσεις δημιουργούνται κατά την εξόρυξη και επεξεργασία μεικτών θειούχων μεταλλευμάτων, καθώς και κατά την καύση λιγνίτη για ηλεκτροπαραγωγή.
Σε αυτό το πλαίσιο, η μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων για την εκμετάλλευση των μεικτών θειούχων μεταλλικών ορυκτών στην βορειοανατολική Χαλκιδική προβλέπει την εφαρμογή βέλτιστων διαθέσιμων τεχνικών για την διαχείριση της όξινης απορροής και την εφαρμογή προγράμματος παρακολούθησης των χαρακτηριστικών των υπόγειων υδάτων στην περιοχή των εγκαταστάσεων. Όσον αφορά στην καύση λιγνίτη για ηλεκτροπαραγωγή, ήδη υλοποιείται πρόγραμμα αντικατάστασης, αναβάθμισης και εκσυγχρονισμού των σχετικών μονάδων ηλεκτροπαραγωγής.
Ωστόσο, το ΙΟΒΕ επισημαίνει ότι, παρά το ειδικό βάρος αυτού του βιομηχανικού κλάδου, οι διαδικασίες αδειοδότησης για την αξιοποίηση πρώτων υλών εξακολουθούν να είναι χρονοβόρες, χωρίς σαφώς προσδιορισμένη μεθοδολογία. Στην καθυστέρηση της αδειοδότησης συμβάλλει η πολυνομία, καθώς και η σχετική γραφειοκρατία στο υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο. Το δαιδαλώδες νομοθετικό σύστημα συσχετίζεται άμεσα και με τις πολυάριθμες προσφυγές στο Συμβούλιο της Επικρατείας, προκαλώντας σημαντικές καθυστερήσεις στην υλοποίηση επενδύσεων.
Παράλληλα, το Ινστιτούτο Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών (ΙΓΜΕ) δεν έχει αξιοποιηθεί στον μέγιστο βαθμό, με αποτέλεσμα η πληροφόρηση για το δυναμικό των πρώτων υλών στην χώρα να είναι σχετικά περιορισμένη. Έτσι, σε συνδυασμό με δυσμενείς εξελίξεις στο μη μισθολογικό κόστος (όπως τέλη, μισθώματα, λοιπή φορολογία και κόστος ενέργειας), οι εκκρεμότητες στο ρυθμιστικό πλαίσιο δυσχεραίνουν την ανταγωνιστικότητα και την περαιτέρω ανάπτυξη της εξορυκτικής βιομηχανίας στην Ελλάδα.
Και το ερώτημα που τίθεται είναι τί πρέπει να συμβεί ακόμα σε τούτη την χώρα για να απαλλαγεί από την γραφειοκρατία και την εκ του πονηρού πολυνομία.