ΕΧΕΙ ΜΕΛΛΟΝ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΗ;
ή
η αλλαγή Χωροταξικού «Παραδείγματος» ως αναγκαιότητα
Του Σταύρου Χρ. Τσέτση*
Οι έκνομες οικοδομικές «περιπέτειες» στη Μύκονο πρόσφατα και οι βίαιες αντιδράσεις από πλευράς των «νέου τύπου οικιστών», σε εκπροσώπους της Πολιτείας -επιφορτισμένους με την προστασία Ιστορικών Τόπων- δεν είναι ασφαλώς ένα μεμονωμένο φαινόμενο.
Ιδωμένο με τη ματιά ενός μάχιμου πολεοδόμου, δεν είναι παρά η κορυφή του παγόβουνου
–μια διαδεδομένη πρακτική, πρωτίστως σε περιοχές που αποτελούν αντικείμενο ισχυρής ζήτησης και οικιστικών πιέσεων.
Μία εξέλιξη απολύτως προβλέψιμη, αποτέλεσμα μιας σειράς διαχρονικών αγκυλώσεων, σοβαρών παραλείψεων και άστοχων επιλογών στον τομέα των χωρικών ρυθμίσεων, από πλευράς του κράτους.
Θέτοντας το ερώτημα: Έχουν βιώσιμο Μέλλον οι οικισμοί, τα αστικά κέντρα, οι μητροπολιτικές περιοχές- και ευρύτερα, ο χώρος της Επικράτειας;
Το όποιο εγχείρημα απάντησης ή ακριβέστερα, σκιαγράφησης της, προϋποθέτει την διερεύνηση κύριων παραγόντων που επηρεάζουν ή (και) καθορίζουν την άρθρωση, μορφή και το είδος της ανάπτυξης του εδάφους της χώρας. Και την «ανατομία» κρίσιμων παραμέτρων που συγκροτούν το αστικό φαινόμενο και την εξέλιξη του. τις μεταξύ τους πολεοδομικές τυπολογίες και συν-πλοκές, τις χρήσεις γης, τις συγκρούσεις και αντιφάσεις, τη διάταξη δημόσιου/ιδιωτικού, τις πυκνότητες, τους συντελεστές, τις αστικές ποιότητες, για να αναφερθούν οι χαρακτηριστικότερες.
Γεωπολιτικές εξελίξεις, Ευρωπαϊκές Πολιτικές & Σχεδιασμός. Το υψηλό κόστος των ασύμπτωτων διαδρομών
Ο χώρος αναπτύσσεται και συναρθρώνεται, ως δυναμικό έκτυπο των οικονομικών, πολιτικών, κοινωνικών, πολιτιστικών, τεχνικών & τεχνολογικών δυνάμεων, που επενεργούν επ’ αυτού.
Η Πολεοδομία, ως επιστήμη και πρακτική, αποσκοπεί στο σχεδιασμό [με όρους βιωσιμότητας[, της ιστορικής εξέλιξης του αστικού φαινομένου, σε όλες τους τις μορφές και κλίμακες. Καθώς και στην συναρμογή του με το περιαστικό και φυσικό περιβάλλον. Σε χωροταξικό δε επίπεδο, επικεντρώνει στον προγραμματισμό της ισόρροπης διάταξης του πλέγματος των οικιστικών κέντρων της χώρας, (και) με την ΕΕ ή και ευρύτερα.
Θα μπορούσε να λεχθεί, σχηματικά, ότι το έδαφος της Επικράτειας μετεξελίσσεται (όχι αναγκαστικά γραμμικά), υπό το κράτος εξωτερικών και εγχώριων συνισταμένων:
Η πρώτη, σχετίζεται με τα γεωπολιτικά δεδομένα που υποδεικνύουν, αναδεικνύουν ή και υπαγορεύουν (νέους) ρόλους στις αστικές συναθροίσεις και συν-διαμορφώνουν τους ορίζοντες τους – αφού καλούνται να «επωμιστούν» τις απορρέουσες από τις εξελίξεις δραστηριότητες. Ενδεικτικά αναφέρονται, η Αλεξανδρούπολη ή η Θεσσαλονίκη, τα Ιωάννινα και σ’ ένα βαθμό η πρωτεύουσα.
Παράλληλα, τομεακές ευρωπαϊκές πολιτικές -για τη διαμόρφωση των οποίων η χώρα συμμετέχει ισότιμα στους κόλπους των ευρωπαϊκών θεσμών – επιδρούν αποφασιστικά (και) στον πυρήνα μιας χωροταξικής στρατηγικής, σε όλες τις κλίμακες: χρηματοδότηση, μετακινήσεις, ύπαιθρο, περιβάλλον, ενέργεια, Έρευνα & Ανάπτυξη, πολιτισμός, πρωτογενής, κ.α.
Στην εγχώρια πραγματικότητα, η εκτύλιξη, η στασιμότητα ή η συρρίκνωση των οικισμών και των πολεοδομικών συγκροτημάτων, συναρτάται άμεσα από την ικανότητά τους να συναρμόσουν και να αντλήσουν / προσελκύσουν διεθνείς ροές (αναπτυξιακές, πολιτισμικές, τεχνολογικές, πολιτικές) και να αποτελέσουν κόμβο ή μέρος του σχετικού δικτύου: Η Ηγουμενίτσα και η ανταγωνιστική της Πάτρα, ως διαμετακομιστικά κέντρα, η Ρόδος και η Κέρκυρα ως τουριστικοί προορισμοί υψηλού εισοδήματος “par excellence”, το Κατάκολο ως αναδυόμενος σταθμός κρουαζιέρας, (ενδεικτικά) οι Νεγάδες – οι Κήποι – το Κουκούλι, στο Ζαγόρι, ως φυσιολατρικός Τόπος. Στον αντίποδα βρίσκονται πληθώρα οικισμών και περιοχών, που βιώνουν μία παρατεταμένη ύφεση ή και συρρίκνωση, αφού στερούνται της δυνατότητας να συμπλεύσουν με διεθνείς και εγχώριες αναπτυξιακές ροές και Προγράμματα.
Είναι η συγκρότηση τοπικών οικιστικών δικτύων που επιτρέπει τη διάχυση της ανάπτυξης από τον/τους ανεπτυγμένο/ους πόλο/ους στις λιγότερο ευνοημένες και τις ευρύτερες τους περιοχές, με παραπληρωματικές μεταξύ τους λειτουργίες. Και το προγραμματικό μέσο συγκράτησης νέων τάσεων υπερ-συγκεντρωτισμού.
Επιλέξιμες Περιφέρειες Διαρθρωτικής Πολιτικής ΕΕ
Τα αστικά δίκτυα ωστόσο, τα οποία συνιστούν δοκιμασμένο μέσο/μακροπρόθεσμο εργαλείο χωροταξικής ισορροπίας στην υπόλοιπη Ευρώπη, δεν έτυχαν εφαρμογής στην χώρα μας.
Θα είναι ίσως χρήσιμο να σταθεί κανείς στις χωροταξικές επιπτώσεις των κοινοτικών πολιτικών:
Η Διαρθρωτική Πολιτική της ΕΕ, αποτελώντας το κύριο ευρωπαϊκό αναπτυξιακό εργαλείο, συνεχίζει να συγχρηματοδοτεί τεχνικές και κοινωνικές αστικές υποδομές, θέτοντας παράλληλα το στόχο της εδαφικής συνοχής, ως πυλώνα των σχετικών παρεμβάσεων, που αποτελούν την πεμπτουσία μιας πολεοδομικής πολιτικής, ανεξαρτήτως κλίμακας.
Η Κοινή Πολιτική Μεταφορών (ΚΠΜ) των 27, προωθεί προς όφελος του ευρωπαίου χρήστη, την απελευθέρωση των εναερίων, χερσαίων, θαλάσσιων και πλωτών μεταφορών, παράλληλα με την δημιουργία / βελτίωση των συγκοινωνιακών της δικτύων.
Οι συχνότερες αεροπορικές συνδέσεις ανά τη χώρα, σε ένα απελευθερωμένο πλαίσιο, τα υδροπλάνα, είναι ενέργειες οι οποίες ενισχύουν την εσωτερική εδαφική συνοχή και την ανταγωνιστικότητα. Ασφαλώς απαιτείται συνολική αποτίμηση. Η εγχώρια αγορά «ζυγίζει» σήμερα τις επιπτώσεις.
Οι «Πράσινες Μετακινήσεις», αστικές και υπεραστικές –δίκτυα, μέσα μεταφορών και συμπεριφορές των χρηστών προς όφελος των Μαζικών Μέσων Μεταφορών- αποτελούν πλέον κεντρικό άξονα του ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος.
Η Κοινή Αγροτική Πολιτική, συνεχίζει να εισφέρει στην τόνωση της υπαίθρου και στην κάμψη της αστυφιλίας.
Η Ευρωπαϊκή δράση για το Περιβάλλον, άμεσα συνδεδεμένη με τη στροφή των Βρυξελλών στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, έχει αναντίρρητα θετικές επιπτώσεις για το αστικό και φυσικό περιβάλλον (Προστατευόμενες περιοχές, ποιότητα αέρα και υδάτων, σταθερότυπα, κ.α.). Θέτοντας ωστόσο ζητήματα συμβατότητας με τα εδάφια περί Προστασίας του Περιβάλλοντος και της Αειφορίας των Ευρωπαϊκών Συνθηκών, με τη λογική των
«τακτοποιήσεων».
Η Ευρωπαϊκή Ερευνητική & Τεχνολογική Πολιτική –συνεπικουρούμενη από αυτή της Συνοχής για τις επιλέξιμες Περιφέρειες- καθίσταται ισχυρό μέσο στήριξης και των εγχώριων δομών Ε&Τ&Α (Τεχνολογικά Πάρκα/ Θερμοκοιτίδες, Κέντρα ή Ζώνες Καινοτομίας, κ.α.) Εισφέροντας παράλληλα στην δικτύωση, ανάπτυξη και εδραίωση τους, σε ένα κατ’ εξοχήν διεθνές τεχνολογικό και ερευνητικό περιβάλλον.
Μπορεί ένα Σχέδιο Χωρικού χαρακτήρα να αγνοεί αυτές τις εξελίξεις; Το αντίκτυπο των οποίων δεν είναι εκ των πραγμάτων μονοσήμαντο.
Λαμβάνοντας υπόψη, τόσο το αξιόλογο ερευνητικό δυναμικό που διαθέτει η χώρα, όσο και τις δυνατότητες της να προσελκύσει «digital nomads” και κυρίως ότι η «Γνώση», συνιστά πλέον την κινητήριο δύναμη του Δυτικού κόσμου, ο σχεδιασμός οφείλει να προκαταβάλει τις εξελίξεις, ενθυλακώνοντας σχετικές δομές και τα σύγχρονα αναπτυξιακά δεδομένα. Και να μην «εισπράτει», «ex post», τα γεγονότα.
Εξ άλλου, η τηλεργασία, η τηλεκπαίδευση, η τηλεϊατρική, οι αναδυόμενες μορφές μετακινήσεων και Μέσων Μεταφοράς, η ίδια η τεχνολογία, οδηγούν εκ των πραγμάτων στην αναθεώρηση των παραδοσιακών «τρόπων» πολεοδομικής διάταξης: Ο στατικός «Τόπος», έχει δώσει πλέον τη θέση του σε ένα δυναμικό χώρο επικοινωνίας (Τσέτσης Σταύρος: Ο Ευρωπαϊκός Χώρος στο πέρασμα στον 21ο αιώνα. Εκδόσεις Παπαζήσης, 2001).
Τα ανωτέρω, συνιστούν επιπρόσθετους λόγους επαναξιολόγησης των προτάσεων της ενιαίας και αδιάκριτα προτεινόμενης και –λιγότερο- εφαρμοσμένης πολεοδομικής διάταξης, της λεγόμενης «συμπαγούς πόλης». μιας εν πολλοίς αν όχι παρωχημένης πολεοδομικής τυπολογίας, σε κάθε περίπτωση μία από τις πολλές λύσεις εδαφικής οργάνωσης.
Είναι η συνεκτικότητα των ιστών, η ίδια η πολεοδομική συγκρότηση, η οποία αποτελεί τον τάπητα της αστικότητας, που γεννά «Urbis» ποιότητες. Και δεν μπορεί να είναι ενιαία για όλες τις περιπτώσεις.
Και εδώ έγκειται η εκ νέου θεώρηση/ αποτίμηση του «αφορισμού» -με δικαστικό μανδύα- δηλαδή της πλήρους κατάργησης της εκτός Σχεδίου δόμησης, χωρίς διάκριση για όλες ανεξαιρέτως τις χωρικές πραγματικότητες. Ουσιαστικά, δίχως εναλλακτική οργανωμένη δόμηση, τουλάχιστον σε προβλέψιμους χρόνους. Αφού το χρονοδιάγραμμα, από την έναρξη ενός χωρικού Σχεδίου, έως τη δυνατότητα ρυμοτόμησης, παραπέμπει σε μία «Οδύσσεια χωρίς Ιθάκη». Οδηγώντας όχι σπάνια την οικιστική δυναμική στην αυθαιρεσία και εκ των υστέρων σε «εξαιρέσεις από την κατεδάφιση», σε ένα κλίμα ανεκτικότητας.
Η Πολιτεία ασφαλώς θα μπορούσε να δώσει λύσεις, αντλώντας (και) από την εμπειρία της. Ωστόσο αυτό απαιτεί συγκροτημένη Χωροταξική Πολιτική και φορείς υλοποίησής της. και κυρίως να σταματήσει να βάζει το «κάρο μπροστά από το άλογο»
Τα Σχέδια ως άλλοθι;
Η Ελληνική «παραφωνία» της Ευρωπαϊκής Χωροταξίας.
Αδιαμφισβήτητα, το αρμόδιο Υπουργείο κατά περιόδους προώθησε σημαντικό αριθμό Πολεοδομικών Σχεδίων, διαφοροποιημένης σκάλας, όπως και συνολικές, επιμέρους και ad hoc πρωτοβουλίες χωρικών ρυθμίσεων, από ιδρύσεως του ως αυτόνομη (τότε) πολιτική οντότητα.
Τα αποτελέσματα ωστόσο –παρά την αξιοσημείωτη κινητοποίηση του τεχνικού και διοικητικού δυναμικού και το αδιαμφισβήτητο ενδιαφέρον των άμεσα εμπλεκομένων φορέων και κοινωνιών –υπήρξαν σαφώς αναντίστοιχα των στοχεύσεων.
Η εμπειρία του κάθε κυβερνητικού προγράμματος, δεν οδήγησε στις αναγκαίες θεσμικές τομές και ρήξεις για την εξυγιαντική μεταρρύθμιση ενός στρεβλού και εξόχως άκαρπου συστήματος. Αντίθετα. Και παραμένει ατελέσφορο όσον αφορά στη δημιουργία άρτια πολεοδομήσιμου χώρου, την προστασία του «extra muros» περιβάλλοντος από έντονες πιέσεις δόμησης, καθώς και τη διατήρηση/ εξυγίανση και την ανάδειξη της Αστικής Μνήμης [στον τομέα αυτό, συν-αρμοδιότητος του ΥΠΠΟ, υπάρχουν αξιοσημείωτα αποτελέσματα].
Η καλπάζουσα οικιστική δυναμική σε περιόδους οικονομικής ευφορίας, διοχετεύθηκε σε ικανό βαθμό, όχι σε σχεδιασμένες οικιστικές ενότητες, ως όφειλε, αλλά – πέραν των πρακτικά οριοθετημένων περιοχών, ιδίως της δεκαετίας του ’80- οργανικά: με διαδοχικές (περιορισμένες) επεκτάσεις/ρυμοτομήσεις ή περιαστικά, ως εκτός σχεδίου και κατά παρέκκλιση δόμηση, ακόμη και αυθαίρετα. Και από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας για ορισμένες επενδυτικές δραστηριότητες, ιδίως ελεύθερου χρόνου και αναψυχής, αυτή αναπτύχθηκε σε ειδικούς θύλακες.
Αλλά ακόμη και σε περίπτωση θεσμοθετημένων Σχεδίων -όπως ΓΠΣ, ή και Ρυθμιστικά Σχέδια- οι προγραμματισμοί ενίοτε καταστρατηγούνται ή και αγνοούνται, με εμφανέστερη αυτή του
«Διοικητικού Πάρκου» της Αθήνας, δρομολογημένο «ερήμην» του εγκεκριμένου σε επίπεδο Αττικής Ρυθμιστικού Σχεδίου. Τα Χωρικά Σχέδια, ανεξαρτήτως μορφής και κλίμακος,
δείχνουν έτσι να λειτουργούν ως άλλοθι εκπλήρωσης κοινοτικών (ΕΕ) υποχρεώσεων: Τα συγχρηματοδοτούμενα έργα, θα πρέπει να εντάσσονται σε χωροταξικά προγράμματα, σύμφωνα με το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Ή (ακόμη και ως «επίφαση» ή και πρόσχημα) συμμόρφωσης σε σχετικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), το οποίο, ιδίως έως τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, άσκησε πιέσεις για την εγκαθίδρυση μιας στρατηγικής για το χώρο, με φιλοπεριβαλλοντικό πρόσημο.
Η εμπιστοσύνη των πολιτών, των ΟΤΑ και εν γένει των ενδιαφερομένων στο σχεδιασμό, – προαπαιτούμενο κάθε τέτοιου εγχειρήματος- στο πρόσωπο της Πολιτείας, διερράγη.
«Ήταν στραβό το κλίμα» ή η πολεοδομία δεν (μπορεί να) είναι θεραπαινίδα της κερδοσκοπίας και πολιτικών αναχρονισμών.
Η επαναφορά της –εν υπνώσει»- πρακτικής των «νομιμοποιήσεων» των αυθαιρέτων το 2010 και έκτοτε (και) των φραστικών τους επινοήσεων και η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, το Φθινόπωρο του 2015, σύμφωνα με την οποία αυτές συνάδουν με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος, είχε (λίαν) αποφασιστικές συνέπειες στον σχεδιασμό. Μία δυσμενής τροπή για τα ποιοτικά χαρακτηριστικά και την ασφάλεια του δομημένου «intra muros» και εξωαστικού περιβάλλοντος, η αποτίμηση της οποίας χρήζει ποσοτικοίησης.
Η δόμηση, σε οργανωμένη ή μη βάση, δεν θα είναι ποτέ πλέον η ίδια. Ούτε ο προγραμματισμός: Ανατρέπεται η δυνατότητα ποσοτικών μετρήσεων βασικών πολεοδομικών μεγεθών. Εάν δε, προστεθούν οι πρόσφατες τροποποιήσεις του Οικοδομικού Κανονισμού, που αυξάνουν οριζόντια τους συντελεστές δόμησης, ήδη εγκεκριμένων Σχεδίων, ουσιαστικά εκτρέπεται κάθε έννοια προγραμματισμού.
Οδηγώντας, αν όχι καθιστώντας, την Πολεοδομία, απροκάλυπτα, θεραπαινίδα συμφερόντων και έρμαιο πολιτικών σκοπιμοτήτων.
(Μία ακόμη) προσπάθεια Πολεοδομικής Μεταρρύθμισης ή «ωδίνεν όρος και έτεκεν μυν»;
Η απόφαση τα Πολιτείας του Φθινόπωρου του 2019 να προχωρήσει στο σχεδιασμό σε τοπικό επίπεδο στο σύνολο του εδάφους της Επικράτειας, συνιστά μία (ιδιαίτερα) θετική τροπή και κρίσιμο βήμα για τη συγκρότηση μιας σύγχρονης στρατηγικής στην εξεταζόμενη θεματική.
Δεν είναι ασφαλώς το πρώτο εγχείρημα προγραμματισμού σε ευρύτατη κλίμακα, από το αρμόδιο Υπουργείο (πέραν των ΟΤΑ) –η Επιχείρηση Πολεοδομικής Ανασυγκρότησης (ΕΠΑ, 1982), άνοιξε το δρόμο. Σ΄ αυτό το εύρος, ακολούθησαν και άλλες με αφετηρία (κυρίως) το 2000 και 2014.
Θα μπορούσαν να αντληθούν κρίσιμα συνολικά συμπεράσματα για τη νέα περίοδο , στην κορυφή των οποίων βρίσκονται:
Η Χωροταξία στερείται Σχεδίου –ενός «φέροντα Οργανισμού». Δραματικά. Και βρίσκεται σε
ευθεία αντίθεση με άλλους τομείς Προγραμματισμού, που τις χαρακτηρίζει πρόοδος, όπως η Περιφερειακή Πολιτική.
Η χώρα, ήδη από απαρχή των διαρθρωτικών παρεμβάσεων της Ένωσης (Περιφερειακή Πολιτική), σημείωσε εντυπωσιακή πρόοδο στην υλοποίηση βασικών τεχνικών και κοινωνικών υποδομών, -κυρία συστατικά αναβάθμισης του αστικού περιβάλλοντος: μεταφορών, ενέργειας, υγείας, εκπαίδευσης, πολιτισμού, περιβάλλοντος, πρωτογενής τομέας, κ.α.
Επίσης προώθησε και εξακολουθεί να ενισχύει αστικές παρεμβάσεις κλίμακας, άμεσα συνδεδεμένες με τη βελτίωση της ποιότητας ζωής στις Πόλεις και την ανάδειξη της Αστικής Μνήμης –η υποδειγματική, πλην ημιτελής- Ενοποίηση των Αρχαιολογικών και Ιστορικών Χώρων της Αθήνας, είναι ενδεικτική.
Ωστόσο, αυτήν την ουσιαστική πρόοδο, δεν την ακολούθησε η Χωροταξία, ούτε έως τώρα διαφαίνεται αλλαγή πορείας. Η μεταπολεμική ιστορία της εξάλλου, δεν είναι παρά μία σειρά
«ελλιπών κρίκων», μιας αδύναμης αλυσίδας ατελέσφορων προσπαθειών.
Με την πολεοδομική κρίση να οξύνεται -παρά την ουσιαστική συμβολή της ΕΕ-, σε μία
«θάλασσα χωρικών αντινομιών», με προεκτάσεις στην ποιότητα διαβίωσης. Και το εντεινόμενο επενδυτικό ενδιαφέρον, να ταλανίζεται από τις χωροταξικές παλινδρομήσεις. Με αυτό το σύστημα –δίχως ριζικές μεταρρυθμίσεις -μπορεί η Χωροταξία να προχωρήσει;
Το (δραματικό) έλλειμα «Χωροταξικού Αρχέτυπου», μήτρα στρεβλώσεων & ιδεοληψιών.
«Τα πάντα απορρέουν από ένα πρότυπο» ή κατατείνουν «σε ένα υπόδειγμα», υποστήριξε ο Karl Popper, ερμηνεύοντας την Πλατωνική θεώρηση της «Ιδέας» και την Αριστοτελική οντολογία του «Τέλους /σκοπού». Παραφράζοντας τους αρχηγέτες της Δυτικής σκέψης και τον διεισδυτικό Αυστριακό σχολιαστή τους, ο Χώρος –ως αντικείμενο σχεδιασμού, σε όλες τις κλίμακες- θα πρέπει να ακολουθήσει ένα Χωροταξικό «Παράδειγμα», ένα Προγραμματικό Πρότυπο Εδαφικής άρθρωσης/ χωρικής διάταξης, πολεοδομικής τυπολογίας, αστικής μορφής, συμπεριλαμβανομένων των μοντέλων μετακινήσεων, κοινωνικών συνθηκών και διαστρωμάτωσης. Δεν είναι διαχρονικά, κάτι ξένο για την ελληνική πραγματικότητα: ο Ιππόδαμος ο Μιλήσιος, στα υλοποιημένα έργα του (Πειραιάς, Ρόδος, Όλυνθος, Μίλητος, κ.α.), αντανακλά ολοκληρωμένες για την Πόλη, κοινωνικο-πολιτικές αντιλήψεις, όπως αυτές διατυπώνονται (και) στα διασωθέντα κείμενά του. Ο Δεινοκράτης ο Ρόδιος, τις διατήρησε, πλην διευρύνοντας τις θεωρήσεις του Μιλήσιου Πολεοδόμου. Η Αλεξάνδρεια κατέστη το νέο πρότυπο της Ελληνιστικής Οικουμένης.
Η Ρωμαϊκή περίοδος, στις πόλεις που θεμελίωσε, κράτησε από την δομή του Ελληνικού
«Άστεως», την πρακτική του πλευρά, δίχως εμφανείς οντολογικές προεκτάσεις (Νικόπολη).
Η Πόλη των Μέσων Χρόνων, πρότεινε –στην αξεπέραστη έκφρασή της, την Κωνσταντινούπολη- ένα αυθεντικό Υπόδειγμα, βασισμένο σε συμβολισμούς του νέου δόγματος, σε υπόστρωμα Ρωμαϊκών χαράξεων.
Το εγχειρίδιο των οχυρώσεων του Jacopo de Lanteri, «Due dialoghi del modo di disegnare le plante delle fortezze secondo l’ Euclide» (1557), δίνει το μέτρο των αντιλήψεων της Μηχανικής των οχυρώσεων της εποχής, βάσει των οποίων οικοδομήθηκαν «Le Fortezze» (και) στον Ελλαδικό Χώρο: Με χαρακτηριστικότερες, τις οχυρώσεις των Michele και Giangirolamo Sanmicheli, οι οποίες προσδιόρισαν την “Forma Urbis” της Κέρκυρας, του Ηρακλείου, του Ρεθύμνου, των Χανίων, κ.λ.π. Το «Υπόδειγμα» αυτό της Ενετικής παρουσίας
–θεμελιωμένο σε κλασικές περί οχυρώσεων αντιλήψεις, όπως του Πολύβιου και τις ελληνιστικές «μεταφορές» του Vitruvius- παραμένει για αυτές τις Πόλεις με μακρά ιστορία, ο πυρήνας της αστικής τους ιδιοσυστασίας.
Οι οικισμοί στους σκοτεινούς χρόνους της Οθωμανικής παρουσίας, διατηρούν ζωντανά στοιχεία της σημειολογίας των προτέρων εποχών: Το μέτρο, την αρμονική συνύπαρξη φύσης και δομημένου περιβάλλοντος, τη σημασία του δημόσιου χώρου, την κοινωνική διαβίωση, την ισορροπία των μερών της.
Με την εγκαθίδρυση της Νεοκλασικής πόλης οι ιστοί –ως γέφυρα με το απώτερο παρελθόν- αντανακλούν την ισχυρή βούληση να αναδείξουν/ να συνομιλήσουν με τις ρίζες της ιστορίας του Τόπου.
Σ. Βούλγαρης, Πάτρα
Οι τραγικές ιστορικές εξελίξεις των πολέμων, της δραματικής προσφυγικής κρίσης και της επείγουσας αντιμετώπισης των στεγαστικών αναγκών του Μικρασιατικού ξεριζωμού, ο νέος, (μεγάλος και αυτός) 2ος παγκόσμιος πόλεμος, η εμφύλια σύρραξη, στέρησαν από τις πόλεις και τους οικισμούς, από μία «νηφάλια» εξέλιξη. Και από ένα αναγκαίο Πολεοδομικό
«Πρότυπο».
Η μεταπολεμική Ανοικοδόμηση, με τον Κ.Α. Δοξιάδη, επανάφερε σε επιδέξια χέρια, στην θεματική του «Παραδείγματος». Τέθηκαν εδραίες σχεδιαστικές βάσεις.
Οι πιέσεις να δοθεί ουσιαστική λύση στον υπερ-τροφισμό της πρωτεύουσας και την φθίνουσα πορεία του περιφερειακού χώρου, οδήγησαν την Πολιτεία να προωθήσει την
«Πολιτική των Αντίπαλων Πόλεων», (1977). Ένα μοντέλο εμπνευσμένο από τη Γαλλική Πολιτική των «Metropoles d’ equilibre», στα μέσα της δεκαετίας του ‘60. Η οποία παρόλες τις κριτικές –αντιπολιτευτικής κυρίως διάθεσης- θα μπορούσε μακροχρόνια να παράγει αποτελέσματα. Εγκαταλείφτηκε δίχως να αντικατασταθεί, από τις επόμενες κυβερνήσεις. Ουσιαστικά ήταν και η πλέον υγκροτημένη προσπάθεια οργάνωσης του εθνικού εδάφους, συνολικά.
Οι προσπάθειες που ακολούθησαν, επικεντρώθηκαν σε ένα βαθμό, στην τοπική κλίμακα –
δίχως να αποδώσουν στο σχεδιασμό μία απολύτως απαραίτητη στέρεα «Φέρουσα Δομή».
Ένα «Χωροταξικό Σκελετό». Το οποίο προαπαιτεί –πέραν της αξιοπιστίας των αναγκαίων προβολών (απόντων στην εγχώρια χωροταξία), την πολύπλευρη ανάγνωση του εδάφους και την κατανόηση του γεωπολιτικού τοπίου.
Το δραματικό αυτό σχεδιαστικό έλλειμα, το οποίο στέρησε τη βάση μιας Χωροταξικής Πολιτικής, αποτελεί ακόμη και σήμερα, τη μήτρα της Χωροταξικής παθογένειας. Υπήρξαν ασφαλώς δράσεις –οι οποίες, ως αναμενόταν, αποδείχτηκαν στις καλύτερες των περιπτώσεων ημίμετρα. Προφανώς αναποτελεσματικά στο να αντιμετωπίσουν και τις προκλήσεις μιας ιδιαίτερης από πολλές πλευρές πολεοδομικής έκρηξης, δίχως προηγούμενο.
Η Πολιτική Συνοχής της ΕΕ ως «Deus ex machina».
Είναι η Διαρθρωτική Πολιτική της ΕΕ, η οποία εισήγαγε στις 13 Περιφέρειες (και επέβαλε), την κατανομή των ευρωπαϊκών πόρων και επιδοτήσεων, με πρακτικά κριτήρια (πχ. σχηματικά ασφαλώς : Νομός Ιωαννίνων 3, Νομός Πρεβέζης 1, Νομός Θεσπρωτίας 1, Νομός Άρτας 1), εισάγοντας κριτήρια Χωροταξικής (επαν)ισορροπίας. Παράλληλα με τους κατά περιόδους Αναπτυξιακούς Νόμους και τα επενδυτικά κίνητρα.
Οι συνέπειες υπήρξαν θεαματικές και ευεργετικές για την ανακατανομή πόρων, ατόμων, και εξουσιών, ανά την Επικράτεια. Δεν μιλάμε πλέον για την «Αθήνα» και την Ελληνική «έρημο».
Ωστόσο Πολιτική για τον Χώρο δεν υπήρξε -ή ορθότερα προβλήθηκαν υποκατάστατα. Προτάθηκε, αφηρημένα (ασφαλώς) ως λύση, η λεγόμενη «συμπαγής πόλη» και ως συνεπακόλουθο μιας τέτοιας λογικής, η πίεση της πλήρους κατάργησης, της εκτός Σχεδίου Δόμησης. «Excommunicatio»…
Η ιστοριογραφία θεωρεί ως «συμπαγή πόλη», πρωτίστως τις μητροπόλεις της πρώτης βιομηχανικής επανάστασης, που οδήγησαν στοχαστές της εποχής (Engels, Marx) να θεωρούν το πρόβλημα διαβίωσης σ’ αυτές, ως κατ’ εξοχήν πρωτεύων κοινωνικό ζήτημα.
Le Corbusier: «Οι τρεις Ανθρώπινες Εγκαταστάσεις»
Οι θεωρητικές πολεοδομικές συλλήψεις που ακολούθησαν, στόχευαν στην ανατροπή αυτής της δυστοπικής πραγματικότητας: Η Γραμμική Πόλη (Ciudad Lineal) του Arturo Soria y Mata, οι «Garden Cities» του E. Howard, οι «Τρεις ανθρώπινες εγκαταστάσεις» του Le Corbusier, οι προτάσεις των Ρώσων αποπολεοδόμων στην δεκαετία του ’30.
Συγκεφαλαιώνοντας: Το «Αστικό Πρότυπο» σε Εθνικό, Περιφερειακό και Τοπικό επίπεδο, συνιστά το κρίσιμο προγραμματικό εργαλείο του Χώρου. Που δεν αντικαθίσταται. Η δε απουσία του, είναι η αφετηρία των χωρικών στρεβλώσεων και αντιφάσεων. Το οποίο προϋποθέτει στέρεο θεωρητικό υπόστρωμα.
Ο μετέωρος σχεδιασμός, προοίμιο (μιας ακόμη) συνολικής αστοχίας ή η ανάγκη υπέρβασης των παρωχημένων Πλαισίων και έωλων προσανατολισμών.
Η χώρα οφείλει να συγκροτήσει άμεσα το Εδαφικό Αρχέτυπο ενός Εθνικού Χωροταξικού Σχεδίου, η έλλειψη οδηγεί στο Μάτι, στην Μάνδρα, στην Χαλκιδική, στα φαινόμενα των εκτεταμένων «εξαιρέσεων από την κατεδάφιση»:
-
ικανού να ανταπεξέλθει στις νέες συνθήκες οικουμενοποίησης και ειδικότερα στις επιπτώσεις τους στο χώρο της Επικράτειας [πρωτίστως στους συντελεστές που στοιχειοθετούν την ανταγωνιστικότητα του],
-
να ενσωματώσει τις βασικές Ενωσιακές εθνικές και πολιτικές, τομεακές, στρατηγικές,
-
να ποσοτικοποιήσει κύριους στόχους παρέμβασης, μέτρων/ ενεργειών/ έργων
-
να δώσει προσανατολισμούς, σύστοιχους με τα πλέον σύγχρονα σχεδιαστικά δεδομένα,
-
να συγκροτήσει ένα δίκτυο μητροπολιτικών κέντρων, αστικών συναρθρώσεων/ οικισμών/ υπαίθρου, ως ουσιαστικό μέσο (επαν) ισορροπίας του Εθνικού Χώρου.
Από τις 3 κύριες σχεδιαστικές βαθμίδες, ενισχύεται η Τοπική Αυτοδιοίκηση, πρωτίστως σε επίπεδο Δήμων, ενώ η κεντρική Διοίκηση έχει αυστηρώς επιτελικό χαρακτήρα. Είναι πρόδηλη η αναγκαιότητα Συνταγματικών ρυθμίσεων.
Θύλακες ανάπτυξης σε μία «πολεοδομική έρημο»;
Τα επενδυτικά Σχέδια στους νευραλγικούς τομείς της οικονομίας, αποτελούν «condition sine qua non» για την ενδυνάμωση της συνολικής «ανταγωνιστικότητας», την αύξηση της απασχόλησης και την έξοδο από μία επώδυνη, πολύπλευρη και πολυετή κρίση.
Η ανάπτυξη τους μέσω «θυλάκων» -μία ευρηματική μέθοδος, η οποία μπορεί να παρακάμψει τις γενικότερες τοπικές χωρικές ρυθμίσεις και τις δεσμεύσεις τους-, φαίνεται να βρίσκει τον «μίτο» στο λαβυρινθώδες σύστημα των εγκρίσεων. Είναι ωστόσο πρόδηλο, ότι οι ευρύτερες τους περιοχές, δεν μπορεί να μην αποτελούν αντικείμενο θεσμοθετημένου σχεδιασμού ή και να έχουν χαρακτηριστικά προσχηματικού προγραμματισμού. Δημιουργώντας, μέσο-μακροπόθεσμα, «καθεδρικούς» σε μία αναπτυξιακή «έρημο».
Οι αστικές καινοτομίες ως καταλύτης.
Νέες θεματικές, άμεσα συνδεδεμένες με τις αστικές καινοτομίες, όπως η εισαγωγή της
«Τεχνικής Νοημοσύνης» στο σχεδιασμό και «παρόδιες εκφάνσεις» της –όπως η ιδιαίτερα προβεβλημένη «Ευφυής Πόλη»- συμβάλουν στην ανάλυση / καταγραφή/ επεξεργασία χωρικών δεδομένων και στις προβλέψεις, συνεισφέροντας (και) στη λήψη αποφάσεων προγραμματισμού. Συμπληρώνουν ωστόσο, παρά υποκαθιστούν το σημαντικό διακύβευμα της Πολεοδομίας: τον καθορισμό χρήσεων γης και των μορφών μετακινήσεων.
Είναι σαφές ότι, οι καινοτομίες ως καταλύτες ανανέωσης / βελτίωσης των αστικών παρεμβάσεων, αποδίδουν πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα, εφόσον εντάσσονται σε συνολικά σχεδιαστικά εργαλεία.
Μεταξύ άγονου συγκεντρωτισμού, ενός στρεβλού «laissez faire» και ενός ιδιότυπου παρεμβατισμού. Ο εξοστρακισμός της συμμετοχής.
Η μη ουσιαστική εμπλοκή των άμεσα ενδιαφερομένων ΟΤΑ στις σχεδιαστικές διαδικασίες, για μία υπόθεση που τους αφορά άμεσα, συνιστά έναν άγονο συγκεντρωτισμό. Ο οποίος διαχρονικά συνέβαλε στις χωροταξικές παθολογίες, αποτελώντας παράλληλα έναν ισχυρό παράγοντα αβεβαιότητος ολοκλήρωσης, θεσμοθέτησής τους και αποδοχής.
Αντίκειται δε, στην αρχή της επικουρικότητας της ΕΕ, σύμφωνα με την οποία δεν ανατίθενται δράσεις σε ανώτερη βαθμίδα, εφόσον μπορούν να ασκηθούν καλύτερα στην κατώτερη.
Και υπό αυτήν την έννοια, τα Πολεοδομικά Σχέδια δεν μπορεί να εκπονούνται και να υιοθετούνται ερήμην της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Οργανωτικές αδυναμίες και θεσμικά κενά των ΟΤΑ, καλύπτονται –οι σχετικές διοικητικές δομές ενισχύονται. Άλλωστε η ρήση «ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω», -ως προς τις χωρικές επιλογές- δεν εξαιρεί την κεντρική διοίκηση.
Τα οφέλη του Σχεδιασμού ή ο λαϊκισμός του «πραγματισμού» των αυθαιρέτων;
Αγκυλώσεις, δυσλειτουργίες, παραλείψεις, θεσμικές ασάφειες, αλληλοεπικαλύψεις, αιφνίδιες και δίχως διαβουλεύσεις τροποποιήσεις και (πρωτίστως) αναποτελεσματικότητα,
και αναχρονισμός, ευρωπαϊκή εξαίρεση, είναι τα χαρακτηριστικά της πολεοδομικής πρακτικών σήμερα. Διαχρονικά οι δυνάμεις της αδράνειας, θεωρούν αυτή την έκδηλη
παθογένεια ως «πραγματισμό». Προδήλως, ως άλλοθι ή εγχείρημα αιτιολόγησης μιας άτολμης στάσης, με πολύπλευρες και εξαιρετικά δυσμενείς επιπτώσεις. Και με ηθικές προεκτάσεις: το Κράτος εκμαυλίζει τους πολίτες, δεν προάγει τις αξίες, ως οφείλει.
Παράλληλα, αναφύονται νέες προκλήσεις για την πόλη: υπερ-τουρισμός, Airbnb, Uber, εκτεταμένα φαινόμενα κοινωνικής έξωσης, αυξανόμενα κόστη αγοράς και ενοικίασης κατοικίας, εξαιρετικά αυξημένη παρουσία των Τεχνολογιών Πληροφόρησης.
Ας επιχειρηθεί μία σκιαγράφηση των εναλλακτικών. Τεχνικά, σχετικά με τις εξελίξεις, είθισται να διατυπώνονται υποθέσεις, σε μέσο-μακροπρόθεσμη βάση:
Η πρώτη, αφορά στο Σενάριο διατήρησης –περισσότερο ή λιγότερο- του υφιστάμενου συστήματος σχεδιασμού- και του ισχύοντος θεσμικού «apparatus». Ορισμένοι επενδυτικοί θύλακες θα αναπτυχθούν –πρωτίστως αυτοί που αφορούν δραστηριότητες ελευθέρου χρόνου και αναψυχής και παρεμβάσεις κλίμακας –εντός ενός μάλλον αδιάφορου, αν όχι σταδιακά περιθωριοποιημένου περιμετρικού ημιαστικού / ημιαγροτικού περιβάλλοντος και σε κάθε περίπτωση δίχως αισθητή αναβάθμιση. Ενδεχόμενη προοπτική η οποία (θα συνεχίσει να) αποτελεί μία «Ευρωπαϊκή κακοφωνία».
Με ανυπολόγιστο κόστος, σε όρους υποβάθμισης συνθηκών διαβίωσης, οικονομικούς, κοινωνικούς, πολιτιστικούς, μείωσης της επενδυτικής ελκυστικότητας, σπατάλη φυσικών πόρων, αλλά και ασφάλειας, για να αναφερθούν οι χαρακτηριστικότερες πιθανές επιπτώσεις.
Το δεύτερο Σενάριο, αφορά στην εγκαθίδρυση –επανίδρυση είναι ο βέλτιστος στόχος- ενός σύγχρονου συστήματος Χωροταξίας. Το οποίο απαιτεί ρήξεις με το παρελθόν και σειρά μεταρρυθμιστικών ενεργειών: Συνταγματικές ρυθμίσεις, οι οποίες θα αποδώσουν σε όλες τις πολιτικο-διοικητικές βαθμίδες, τόσο την δυνατότητα, όσο και την υποχρέωση σχεδιαστικών πρωτοβουλιών, συμπεριλαμβανομένων των εγκρίσεων.
Η αλλαγή σελίδας είναι επιβεβλημένη. Και επιτακτική. Παραφράζοντας το ομηρικό «ο τρώσας και ιάσεται», -«αυτοί οι οποίοι προκάλεσαν την πληγή, αυτοί θα την ιάσουν», είναι πλέον σαφές ότι δεν μπορεί να είναι οι ίδιοι αυτοί που την διέσυραν, αυτοί οι οποίοι θα την θεραπεύσουν.
Η συγκρότηση μιας εθνικής πολιτικής, βάσει ενός Επιτελικού Σχεδίου σε επίπεδο Επικράτειας, με σαφείς ποσοτικοποιημένους στόχους και θα ενσωματώνει το κοινοτικό κεκτημένο ουσιαστικά -προκαταλαμβάνοντας τις επιπτώσεις τόσο των ευρωπαϊκών πολιτικών, όσο και αυτών των αναδυόμενου γεωπολιτικού περιβάλλοντος. Η πολεοδομία δεν είναι η μεγάλη κλίμακα της «Υψηλής Τέχνης», της Αρχιτεκτονικής – αναντίρρητα προσδιορίζει βασικά της μεγέθη. Ούτε Ρυμοτομία: Η χωροταξία σε ορισμένες περιπτώσεις εκφράζεται με τη Ρυμοτομία, ωστόσο ρητά πηγαίνει περαιτέρω: Αναδεικνύεται ως καθοριστικό αναπτυξιακό εργαλείο και ο εδαφικός του τάπητας, οδηγώντας τις [τεκτονικές στην τρέχουσα συγκυρία] εξελίξεις. Τις προσανατολίζει, δεν τις υφίσταται, ούτε «σύρεται» πίσω από αυτές, αδυνατώντας, όπως σήμερα, να τις ακολουθήσει.
Ένα νέο «Αστικό «Παράδειγμα» είναι το επόμενο βήμα, ερείσματα για τη διαμόρφωση του οποίου δίνονται στο παρόν κείμενο.
Η χώρα εξάλλου, διαθέτει μοναδικά τεκμήρια μιας αδιάλειπτης ιστορικής παρουσίας και οικισμών, -το Σέσκλο ανάγεται στο 6800 π.Χ., κατά τους ιστορικούς- που ανέδειξαν «Τόπους» και «Μύθους» της Ιστορίας, κομμάτι της οντολογίας του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού. Το χρέος της προστασίας & της ανάδειξή τους, μέσω του σχεδιασμού, οφείλει να εκπληρωθεί. Η
«συνομιλία» τους με το πολεοδομικό μέλλον, ας γίνει το έναυσμα για ένα «Υπόδειγμα», του τιμά την μοναδικότητα του «Genius Loci», της ιδιοσυστασίας του Τόπου της.
Η χώρα παράλληλα, διαθέτει ένα αξιόλογο –τεχνικό & διοικητικό- προσωπικό, που όχι σπάνια «συνθλίβεται» από το σύστημα του «πραγματισμού». Αυτού του όνειδους των κυλιόμενων «Τακτοποιήσεων». Παραγνωρίζοντας ότι διαχρονικά, έχει διαμορφώσει σχεδιαστικά [και εξάγει] αξιόλογα «Πρότυπα»:
Κ.Α. Δοξιάδης: «Οικουμενόπολις»
Κανδύλης + Josic + Woods: Επέκταση Τουλούζης.
Από τις νεολιθικές οργανωμένες συστάδες/ οικισμούς, έως τον Ιππόδαμο και τον Δεινοκράτη. Από τον Άνθιμο και Ισίδωρο -εκδότες κλασικών μαθηματικών-, έως τον Σ. Βούλγαρη και τον Σ. Κλεάνθη. Από τους οραματισμούς του Γ. Ξενάκη, την ιδιοφυία του Κ. Δοξιάδη, την δημιουργική πληθωρικότητα του Γ. Κανδύλη. Έως τους σύγχρονους αμύντορες της «Αστικής Μνήμης», τους επιφορτισμένους στη διαφύλαξή της. «Contro corrente». Αλλά και στελεχών των Υπηρεσιών Δόμησης. που αγωνίζονται versus μιας καλπάζουσας αστικής κακοποίησης.
Η Ελληνική Πόλη, μπορεί να αναβαθμιστεί, να καταστεί «Παράδειγμα». Η Αθήνα του 2004, παρόλες τις ενστάσεις και τις αδυναμίες, το απέδειξε. Όπως και το (μετέπειτα) κόστος του
«εφησυχασμού».
Η Πολιτεία, πλέον, ας κάνει πλέον, αυτό που της αναλογεί… Ο λόγος, εκ των πραγμάτων , στον «Πρώτο τη τάξει».
*Πολεοδόμου