Της Μαριέττας Γιαννάκου*
Οι εξελίξεις στο Αφγανιστάν με την κατάλυση της εξουσίας από τους Ταλιμπάν προκαλεί δικαιολογημένους φόβους για τον στοιχειώδη σεβασμό ορισμένων οικουμενικών αρχών για
την αξιοπρέπεια των διαβιούντων στη χώρα αυτή. Οι Ταλιμπάν ανακοίνωσαν ότι θα σεβαστούν τα δικαιώματα των γυναικών «στο πλαίσιο του ισλαμικού νόμου».
Εχουμε επομένως κάθε λόγο να ανησυχούμε για το μέλλον των γυναικών και των κοριτσιών στη χώρα αυτή.
Η Σαρία, ο ισλαμικός νόμος, αποτελεί ένα σύνολο θρησκευτικών κανόνων στηριγμένων στο Κοράνι, οι οποίοι καθοδηγούν τη ζωή των μουσουλμάνων, ενώ σε ορισμένες χώρες αρκετοί κανόνες έχουν θεσμοθετηθεί και τυπικά, ώστε η συμμόρφωση να ελέγχεται από τα δικαστήρια.
Είναι προφανές ότι το Ισλάμ στο Αφγανιστάν λειτουργεί ως πολιτικό σύστημα. Η προηγούμενη θητεία των Ταλιμπάν στην εξουσία (1996-2001) κατέληξε σε καθεστώς φρίκης.
Οι γυναίκες ήταν στην πράξη απομονωμένες στον χώρο του σπιτιού. Δεν επιτρεπόταν να εργαστούν, να πάνε στο σχολείο ή να δεχτούν υγειονομική φροντίδα από άνδρα.
Στον δημόσιο χώρο όφειλαν να ενδύονται με νικάμπ, καλύπτοντας τελείως το πρόσωπό τους και να συνοδεύονται από άνδρα στις εξόδους εκτός σπιτιού.
Αυτή τη στιγμή δημιουργούνται οι νέοι θεσμοί δικαιοσύνης στην πολύπαθη αυτή χώρα.
Υπάρχει η πιθανότητα το δίκαιο και οι δικαστές να χρεωθούν με μία εντολή για μία ακραία εκδοχή του ισλαμικού νόμου, η οποία να περιλαμβάνει τους προαναφερθέντες περιορισμούς, ακόμη και βίαιες σωματικές τιμωρίες, όπως λιθοβολισμός και εκτελέσεις.
Μετά το 2000 με την ανάληψη των καθηκόντων της κυβέρνησης Karzai είχε σημειωθεί πρόοδος στις διακρίσεις εις βάρος των γυναικών και μέτρα προστασίας των δικαιωμάτων και της αξιοπρεπείας τους. Φαίνεται, όμως, ότι τα νέα θεσμικά πρότυπα δεν έχουν εδραιωθεί σε ισχυρές κοινωνικές αντιλήψεις. Περισσότερο από το 70% του πληθυσμού δεν ζει στις πόλεις, αλλά στην επαρχία. Στις περιοχές αυτές ο άτυπος κοινωνικός έλεγχος καθιστά ακόμη δυσκολότερη την αποδοχή του ρόλου των γυναικών στην εργασία και τον δημόσιο χώρο.
Αλλωστε, γνωρίζουμε ότι σε πολλές περιοχές της χώρας δεν υπήρξε ισχυρή αντίσταση στην προέλαση των Ταλιμπάν.
Αυτό είναι ίσως και το μεγαλύτερο πρόβλημα για την προοπτική της χώρας αυτής. Οτι, δηλαδή, η κοινωνική της συγκρότηση, οι κυρίαρχες ιδέες και αντιλήψεις βρίσκονται σε προφανή διάσταση με αυτό που μπορούμε να περιγράψουμε ως κεκτημένο μίας φιλελεύθερης δημοκρατίας στηριγμένης στα ατομικά δικαιώματα και ελευθερίες, στη δημοκρατική διακυβέρνηση και την ανεξιθρησκεία.
Διαφοροποιείται έντονα ακόμη και συγκριτικά με άλλες μουσουλμανικές χώρες στις οποίες ένας κάποιος βαθμός κοινωνικού εκσυγχρονισμού έχει επιτευχθεί.
Είναι μάλλον εξαιρετικά απίθανο να επιτραπεί ένας βαθμός ελευθερίας έκφρασης και να δημιουργηθεί ένα θεσμικό πλαίσιο λογοδοσίας της κυβέρνησης. Τα καθεστώτα αυτά ελέγχουν πλήρως τους κοινωνικούς, δικαστικούς και πολιτικούς θεσμούς, ενώ τα μέσα ενημέρωσης θα
βρίσκονται σε καθεστώς αυστηρής λογοκρισίας.
Κρίσιμη θα είναι και η έλλειψη αντιπροσωπευτικότητας και ενσωμάτωσης στη νέα κυβέρνηση. Κυρίαρχο κριτήριο επιλογής των προσώπων της νέας υπηρεσιακής κυβέρνησης φαίνεται ότι είναι η αφοσίωση στους Ταλιμπάν.
Είναι γνωστό ότι το Αφγανιστάν συγκροτείται από πολλές διαφορετικές φυλετικές ομάδες με έντονες γεωγραφικές, γλωσσικές και πολιτισμικές αναφορές. Η καταπίεση φυλετικών ή κοινωνικών μειονοτήτων θα έχει αυτονόητα προβλήματα, ιδιαίτερα χωρίς τη δυνατότητα προσφυγής σε διεθνή δικαστικά όργανα. Το χειρότερο από όλα είναι ότι το καθεστώς αυτό με την προσήλωση στις αρχές του Κορανίου και του ισλαμικού νόμου δεν είχε και προφανώς
δεν θα έχει κανέναν δισταγμό να αποτελεί έναν από τους ισχυρότερους παραγωγούς ναρκωτικών μέσω των οποίων χρηματοδοτούσε άλλωστε και τις δραστηριότητές του.
Αν στην προηγμένη Ευρώπη έχει κακοποιηθεί ποσοστό περίπου 7% των γυναικών ηλικίας 18–74 ετών, τότε συνειδητοποιούμε τις διαστάσεις τις οποίες μπορεί να λάβει η αντίστοιχη
κρίση στο Αφγανιστάν
Η διεθνής κοινότητα παρακολουθεί με έντονη ανησυχία και απαισιοδοξία την κατάσταση στο Αφγανιστάν, η οποία θα έχει ιδιαίτερα μεγάλο κόστος για τα κορίτσια και τις γυναίκες της χώρας. Αν στην προηγμένη Ευρώπη με την ισχυρότατη προστασία των ατομικών δικαιωμάτων και την αντιμετώπιση διακρίσεων λόγω φύλου, έχει κακοποιηθεί ποσοστό περίπου 7% των γυναικών ηλικίας 18 – 74 ετών, τότε συνειδητοποιούμε τις διαστάσεις τις οποίες μπορεί να λάβει η αντίστοιχη κρίση στο Αφγανιστάν. Μία χώρα στην οποία η ΕΣΣΔ και οι ΗΠΑ δεν κατόρθωσαν να εγκαθιδρύσουν ισχυρούς και παγιωμένους πολιτικούς και κοινωνικούς θεσμούς, γιατί σε μεγάλο βαθμό εξακολουθούν να κυριαρχούν αντιλήψεις και πρακτικές εντελώς παρωχημένες. Η Δύση και ιδίως οι Ηνωμένες Πολιτείες οφείλουν να μην παράσχουν την παραμικρή βοήθεια στη χώρα αυτή χωρίς αντίστοιχη ανάδειξη των δημοκρατικών αξιών και ιδιαιτέρως χωρίς μεταβολή στην κατάσταση των γυναικών.
Διαφορετικά θα αναδειχθεί ένα σύστημα υποκρισίας του δυτικού κόσμου στις σχέσεις με φρικτά καθεστώτα του τρίτου κόσμου, χωρίς μάλιστα να γνωρίζουμε ποια συμφέροντα
εξυπηρετούνται με αυτόν τον τρόπο. Οσο για τη Ρωσική Ομοσπονδία και την Κίνα, αυτές έσπευσαν πρώτες να δηλώσουν τη διάθεσή τους για καλές σχέσεις με το καθεστώς των Ταλιμπάν και μάλλον αποκλείεται να συγκινηθούν για την παραβίαση των δικαιωμάτων των γυναικών. Κατά συνέπεια οι υποχρεώσεις ανήκουν στις χώρες του ΝΑΤΟ και κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες που με τόση ευκολία εγκατέλειψαν το έργο που είχε πραγματοποιηθεί και τους ανθρώπους που το υποστήριξαν μέσα στο Αφγανιστάν.
*βουλευτής Επικρατείας της Νέας Δημοκρατίας, πρώην υπουργός