Η πτώση της τιμής του πετρελαίου, λόγω κορωνοϊού και η στροφή του πλανήτη σε καθαρότερες μορφές ενέργειας. Η αναζήτηση νέων πηγών εσόδων και γιατί τίθεται σε κίνδυνο η σχέση του αραβικού κόσμου με τις ΗΠΑ.
Οι προϋπολογισμοί τους δεν «βγαίνουν» πια. Η Αλγερία χρειάζεται η τιμή του Brent να αυξηθεί στα 157 δολάρια το βαρέλι και το Ομάν στα 87 δολάρια. Καμία αραβική πετρελαιοπαραγωγός χώρα, με εξαίρεση το μικροσκοπικό Κατάρ, δεν μπορεί να ισορροπήσει του προϋπολογισμό της με τις τρέχουσες τιμές, που είναι γύρω στα 40 δολάρια, γράφει ο Economist.
Έτσι, ορισμένες χώρες παίρνουν δραστικά μέτρα. Τον Μάιο η κυβέρνηση της Αλγερίας είπε πως θα μειώσει τις δαπάνες στο μισό. Ο νέος πρωθυπουργός του Ιράκ θέλει να περικόψει τους κρατικούς μισθούς. Το Ομάν δυσκολεύεται να δανειστεί μετά την υποβάθμιση του αξιόχρεού της σε “junk” από τους οίκους αξιολόγησης, ενώ το έλλειμμα του Κουβέϊτ θα μπορούσε να αγγίξει το 40% του ΑΕΠ, το υψηλότερο επίπεδο στον κόσμο.
Η Covid-19 γκρέμισε την τιμή του πετρελαίου σε ιστορικά χαμηλά, καθώς ο κόσμος σταμάτησε τις μετακινήσεις προκειμένου να περιορίσει την εξάπλωση του ιού. Καθώς ξαναξεκινά η εμπορική δραστηριότητα, η τιμή του πετρελαίου έχει αυξηθεί λίγο, αλλά μπορεί να χρειαστούν πολλά χρόνια ακόμα για να υπάρξει κορύφωση της ζήτησης.
Όμως, οι οικονομίες ανά τον κόσμο απομακρύνονται από τα ορυκτά καύσιμα. Η υπερπροσφορά και ο αυξανόμενος ανταγωνισμός από τις πιο «καθαρές» πηγές ενέργειας σημαίνουν πως το πετρέλαιο μπορεί να παραμείνει φθηνό για το προβλέψιμο μέλλον. Η πρόσφατη αναταραχή στις αγορές δεν είναι μα απόκλιση, αλλά μια ματιά στο μέλλον. Ο κόσμος έχει εισέλθει σε μια εποχή χαμηλών τιμών, και καμία περιοχή του κόσμου δεν θα επηρεαστεί τόσο όσο η Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική.
Οι Άραβες ηγέτες γνώριζαν πως οι πετρελαϊκές τιμές δεν θα έμεναν στα ύψη για πάντα. Πριν από τέσσερα χρόνια, ο de facto ηγέτης της Σαουδικής Αραβίας, Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν, δημιούργησε ένα σχέδιο ονόματι «Όραμα 2030» που στόχο είχε να απεξαρτήσει την οικονομία του Βασιλείου από το πετρέλαιο. Όμως, όπως σχολιάζει σύμβουλος του πρίγκιπα Μοχάμεντ, «το 2030 έχει γίνει 2020». Τα πετρελαϊκά έσοδα στη Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική, που παράγει το περισσότερο πετρέλαιο από οποιαδήποτε άλλη περιοχή, μειώθηκαν από τα πάνω από 1 τρισ. δολάρια το 2012 στα 575 δισ. δολάρια το 2019, σύμφωνα με το ΔΝΤ.
Φέτος οι Αραβικές χώρες αναμένεται να βγάλουν περίπου 300 δισ. δολάρια από την πώληση πετρελαίου, ποσό που δεν είναι αρκετό για να καλύψει τις δαπάνες τους. Από τον Μάρτιο, έχουν προβεί σε περικοπές, σε επιβολή ή αύξηση φόρων και σε δανεισμό. Πολλές από αυτές «καίνε» χρήματα από τα αποθεματικά που προορίζονταν για να χρηματοδοτήσουν μεταρρυθμίσεις.
Πρόβλημα θα αντιμετωπίσουν, όμως, και οι χώρες που δεν παράγουν πετρέλαιο και οι οποίες βασίζονται στους πετρελαιοπαραγωγούς γείτονές τους για να βρουν δουλειά οι πολίτες τους, σύμφωνα με τον Economist. Σε ορισμένες χώρες, η αξία των εμβασμάτων ξεπερνά το 10% του ΑΕΠ. Το εμπόριο, ο τουρισμός και οι επενδύσεις έχουν μοιράσει κατά κάποιον τρόπο τον πλούτο. Ωστόσο, σε σχέση με άλλες περιοχές, η Μέση Ανατολή εξακολουθεί να έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας των νέων παγκοσμίως. Το πετρέλαιο έχει χρηματοδοτήσει μη παραγωγικές οικονομίες, έχει ενισχύσει ανήθικα καθεστώτα και έχει φέρει ανεπιθύμητες ξένες παρεμβάσεις. Άρα, το τέλος της εποχής αυτής δεν χρειάζεται να είναι καταστροφικό, εάν ωθήσει μεταρρυθμίσεις που θα δημιουργήσουν πιο δυναμικές οικονομίες και αντιπροσωπευτικές κυβερνήσεις.
Οπωσδήποτε θα υπάρξουν αντιδράσεις, γράφει ο Economist. Ξεκινώντας με τους πιο εύπορους πετρελαιοπαραγωγούς της περιοχής, που μπορούν να αντέξουν βραχυπρόθεσμα τις χαμηλές τιμές. Το Κατάρ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα έχουν τεράστια κρατικά επενδυτικά ταμεία. Η Σαουδική Αραβία, η μεγαλύτερη οικονομία της περιοχής, έχει αποθέματα ξένου συναλλάγματος ύψους 444 δισ. δολαρίων, αρκετά για να καλυφθούν οι δαπάνες δυο ετών.
Όλοι όμως έχουν πληγεί σκληρά από την πανδημία, καθώς και από τις χαμηλές πετρελαϊκές τιμές. Και για καιρό ξόδευαν υπερβολικά μεγάλα ποσά. Τον Φεβρουάριο, πριν ξεσπάσει ο κορωνοϊός στον Κόλπο, το ΔΝΤ προέβλεπε πως οι χώρες του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου –Μπαχρέιν, Κουβέιτ, Ομάν, Κατάρ, Σαουδική Αραβία και ΗΑΕ- θα εξαντλήσουν τα αποθέματα ύψους 2 τρισ. δολαρίων που διαθέτουν μέχρι το 2034. Έκτοτε, η Σαουδική Αραβία έχει ξοδέψει τουλάχιστον 45 δισ. δολάρια από τα μετρητά της. Αν συνεχίσει με αυτόν τον ρυθμό για άλλους έξι μήνες, θα δημιουργήσει πρόβλημα στη σύνδεση του ριάλ με το δολάριο. Η υποτίμηση θα πλήξει τα πραγματικά εισοδήματα, σε μια χώρα που εισάγει σχεδόν τα πάντα. Οι αξιωματούχοι ανησυχούν για πρωτοφανή κρίση.
Σε μια προσπάθεια να ισορροπήσει τα βιβλία της, η Σαουδική Αραβία ανέστειλε το επίδομα κόστους διαβίωσης για τους κρατικούς υπαλλήλους, αύξησε τις τιμές του πετρελαίου και τριπλασίασε τον φόρο πωλήσεων. Και πάλι, όμως, το έλλειμμα του προϋπολογισμού θα μπορούσε να ξεπεράσει τα 110 δισ. δολάρια φέτος (16% του ΑΕΠ). Μπορεί να υπάρξουν και άλλοι φόροι, ίσως σε επιχειρήσεις, σε εισοδήματα και σε ακίνητα. Αλλά η αύξηση των φόρων κινδυνεύει να πιέσει ακόμα περισσότερο το εμπόριο, το οποίο περιορίστηκε προκειμένου να περιοριστεί ο κορωνοϊός. Το Βασίλειο ήλπιζε πως μια αύξηση του θρησκευτικού τουρισμού και του τουρισμού αναψυχής θα αντιστάθμιζε εν μέρει την πτώση στα πετρελαϊκά έσοδα, όμως, λόγω κορωνοϊού, αυτό τώρα μοιάζει με φαντασίωση. Υπό συζήτηση βρίσκεται επίσης και το ενδεχόμενο ιδιωτικοποιήσεων, όμως αυτή τη στιγμή οι επενδυτές φαίνεται πως τείνουν περισσότεροι να αποσύρουν τα χρήματά τους από την περιοχή.
Εν τω μεταξύ, όπως σημειώνει ο Economist, η λαϊκή οργή αυξάνεται. Οι Σαουδάραβες γκρινιάζουν για τους νέους φόρους, τους οποίους επωμίζονται κυρίως οι φτωχοί. Στο Ιράκ, αξιωματούχοι εξοργισμένοι με τις περικοπές στους μισθούς τους, στηρίζουν το κίνημα διαμαρτυρίας που στόχο έχει να ανατρέψει ολόκληρο το πολιτικό σύστημα. Στην Αλγερία, όπου το κατά κεφαλήν εισόδημα έχει μειωθεί από τα 5.600 δολάρια το 2012 σε λιγότερο από 4.000 δολάρια σήμερα, οι διαδηλωτές ξαναβγαίνουν στους δρόμους. Οι ηγεμόνες της περιοχής δεν μπορούν πλέον να αγοράσουν την πίστη του λαού.
Πρόβλημα θα αντιμετωπίσουν και οι επιχειρήσεις. Οι πετρελαιοπαραγωγικές χώρες αποτελούν μεγάλες αγορές για άλλες αραβικές χώρες. Το 2018 έπαιρναν το 21% των εξαγωγών τους από την Αίγυπτο, το 32% από την Ιορδανία και το 38% από τον Λίβανο. Οι επιχειρήσεις μπορούν να προσπαθήσουν βεβαίως να βρουν άλλους εμπορικούς εταίρους. Η Αίγυπτος ήδη εξάγει περισσότερο στην Ιταλία και στην Τουρκία απ’ ότι σε οποιαδήποτε αραβική χώρα. Αλλά τα πράγματα που πουλά εκεί –πετρελαϊκά προϊόντα, μέταλλα και χημικά- τείνουν να δημιουργούν λιγότερες θέσεις εργασίας για τους Αιγύπτιους. Οι χώρες της περιοχής αγοράζουν περισσότερα προϊόντα εργασιακής έντασης –όπως υφάσματα, αγροτικά και καταναλωτικά προϊόντα.
Πρόβλημα όμως θα έχει και η τουριστική βιομηχανία, καθώς θα υπάρχουν λιγότεροι εύποροι τουρίστες. Στον Λίβανο, οι επισκέπτες από τρεις μόλις χώρες –το Κουβέιτ, τη Σαουδική Αραβία και τα ΗΑΕ- αντιπροσωπεύουν σχεδόν το ένα τρίτο των συνολικών τουριστικών εσόδων. Οι περισσότεροι επισκέπτες στην Αίγυπτο έρχονται από την Ευρώπη, όμως οι τουρίστες από τον Κόλπο μένουν περισσότερο διάστημα και ξοδεύουν περισσότερα σε εστιατόρια, καφέ και mall. Οι χώρες αυτές μπορούν να κοιτάξουν αλλού για έσοδα, όμως δύσκολα θα μπορέσουν να αντικαταστήσουν τους εύπορους τουρίστες της γειτονιάς τους.
Και καθώς η Μέση Ανατολή θα αρχίσει να είναι λιγότερο κεντρικής σημασίας για τις παγκόσμιες ενεργειακές προμήθειες, θα αρχίσει να έχει μικρότερη σημασία για τις ΗΠΑ. Η Ρωσία μπορεί να καλύψει το κενό σε ορισμένες περιοχές, αλλά τα περιφερειακά της συμφέροντα είναι στενά, όπως για παράδειγμα η αποφασιστικότητά της να διατηρήσει το μεσογειακό της λιμάνι στην Ταρτούς της Συρίας. Ούτε επιθυμεί, και πιθανότατα ούτε μπορεί, να επεκτείνει μια ομπρέλα ασφαλείας σε όλη την Αραβική χερσόνησο. Η Κίνα έχει προσπαθήσει να μην εμπλακεί στα πολιτικά της περιοχής, επιδιώκοντας μόνο οικονομικά οφέλη, όπως κατασκευαστικά συμβόλαια στην Αλγερία, λιμενικά έργα στην Αίγυπτο κ.ά.
Όμως, καθώς τα αραβικά κράτη θα γίνονται φτωχότερα, η φύση της σχέσης τους με την Κίνα μπορεί να αλλάξει. Αυτό ήδη συμβαίνει στο Ιράν, όπου οι αμερικανικές κυρώσεις έχουν καταπνίξει τα πετρελαϊκά έσοδα. Οι αξιωματούχοι συζητούν μια μακροπρόθεσμη επενδυτική συμφωνία στο πλαίσιο της οποίας κινεζικές εταιρείες θα μπορούσαν να αναπτύξουν λιμάνια, τηλεπικοινωνίες κλπ. Χαρακτηρίζεται ως «στρατηγική συνεργασία», αλλά οι επικριτές ανησυχούν πως έτσι μπορεί η Κίνα να αποκτήσει τον έλεγχο των υποδομών που χτίζει, όπως έχει συμβεί σε ορισμένες χρεωμένες χώρες της Ασίας και της Αφρικής.
Η πτώση των πετρελαϊκών εσόδων θα μπορούσε να επιβάλλει αυτό το μοντέλο στα αραβικά κράτη, και ενδεχομένως να περιπλέξει ό,τι απομένει από τις σχέσεις τους με την Αμερική, τονίζει ο Economist.