Της Μαρίνας Μάνη
Αυτό τονίζει η Έφη Αχτσιόγλου, υποψήφια βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ στον Δυτικό Τομέα Αθηνών και τομεάρχης Οικονομικών του κόμματος.
Μιλά για την περίφημη κοστολόγηση του προγράμματος και για τη διάδοχη κατάσταση του ΤΧΣ, επισημαίνοντας ότι το τραπεζικό σύστημα επιβιώνει χάρη στη στήριξη του Δημοσίου και εισφέρει ελάχιστα στην παραγωγική λειτουργία της χώρας.
Ξεκινάω από μία κρίσιμη λέξη που χρησιμοποιήσατε. Το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ είναι όντως ελκυστικό γιατί απαντά στις κοινωνικές ανάγκες και στην αγωνία των πολιτών για το μέλλον τους. Τα μέτρα που περιλαμβάνει, η δέσμευσή μας για τις πρώτες 50 ημέρες της προοδευτικής διακυβέρνησης βάζουν φραγμό στην ακρίβεια, ρυθμίζουν το ιδιωτικό χρέος και ανοίγουν τον δρόμο για ριζικές αλλαγές στην καθημερινότητα, με γνώμονα την κοινωνική δικαιοσύνη.
Είναι ένα πρόγραμμα ρεαλιστικό και κοστολογημένο. Για τον πρώτο χρόνο εφαρμογής κοστίζει 5,5 δισ. Προκύπτει από τις υπαρκτές δημοσιονομικές δυνατότητες και στηρίζεται στην εξής αρχιτεκτονική: η προοδευτική κυβέρνηση θα φορολογήσει τα υπερκέρδη που έχουν συσσωρευτεί μέσα από την προκλητική επιδότηση της αισχροκέρδειας και θα αναδιανείμει τους διαθέσιμους πόρους σε εστιασμένες παρεμβάσεις που θα αλλάξουν το κλίμα στην αγορά και στην ελληνική κοινωνία.
Τα χρόνια αυτά, της Νέας Δημοκρατίας, είδαμε την κατασπατάληση των δημόσιων οικονομικών. Σκεφτείτε ποια θα ήταν η εικόνα αν αντί για τα κάθε λογής επιδόματα, η κυβέρνηση επέλεγε να χτυπήσει τον πυρήνα της ακρίβειας ρυθμίζοντας για παράδειγμα την αγορά της ενέργειας. Η Νέα Δημοκρατία όμως δεν μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο. Και γιατί δεν το πιστεύει και γιατί είναι οργανικά δεμένη με τα ισχυρά οικονομικά συμφέροντα. Υπάρχουν πάντα δυνατότητες νομοθέτησης και παρέμβασης προς όφελος της κοινωνίας. Το αν μια κυβέρνηση θα τις αξιοποιήσει, είναι ζήτημα ιδεολογικής, στρατηγικής και πολιτικής επιλογής.
Το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας βρίσκεται ακόμη υπό διαπραγμάτευση, είναι όμως πραγματικά λυπηρό για τη χώρα το γεγονός ότι όλη αυτή την περίοδο που η συζήτηση ήταν ανοιχτή, η ελληνική κυβέρνηση δεν πήρε ενεργά μέρος στη «μάχη» προς όφελος της ελληνικής κοινωνίας. Σας θυμίζω ότι την ώρα που οι προοδευτικές κυβερνήσεις της Ισπανίας και της Πορτογαλίας πίεζαν για μία νέα ευρωπαϊκή πολιτική και εντέλει απέσπασαν σημαντικές νίκες, ο κ. Μητσοτάκης πάσχιζε να εμφανίζεται σε κοινή γραμμή με τους Ευρωπαίους συντρόφους του, που ακόμα και τώρα μιλάνε στο όνομα της λιτότητας και της αυστηρής πειθαρχίας. Ως κυβέρνηση θα υλοποιήσουμε το πρόγραμμά μας διότι, όπως σας είπα, είναι απολύτως ρεαλιστικό με βάση τις δεδομένες δημοσιονομικές δυνατότητες και τους μέχρι σήμερα γνωστούς περιορισμούς. Παράλληλα όμως θα συμμετέχουμε ενεργά και ισότιμα στην ευρωπαϊκή συζήτηση, αναπτύσσοντας συμμαχίες και δίνοντας τη μάχη ώστε οι οικονομικές συμφωνίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο να συντελούνται με το βλέμμα στην κοινωνική συνοχή, τη μείωση των ανισοτήτων και της φτώχειας. Αυτή τη στιγμή διεξάγεται μία μεγάλη πολιτική αντιπαράθεση γύρω από το πώς η εμπειρία των κρίσεων μπορεί να οδηγήσει σε ένα νέο οικονομικό υπόδειγμα με κεντρικό ρόλο του κράτους και έμφαση στον δημόσιο σχεδιασμό. Δεν μας αξίζει να είμαστε ο αμέτοχος παρατηρητής των συζητήσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το ΤΧΣ είχε και έχει ημερομηνία λήξης. Αυτό προβλεπόταν από την αρχή της θέσπισής του, σ’ αυτό συμφωνεί και η ΝΔ. Η κολοσσιαία διαφορά μας αφορά το τι επιδιώκουμε να συμβεί μετά το τέλος του ΤΧΣ. Η δική μας στρατηγική προτάσσει την ύπαρξη δημόσιου πυλώνα στο τραπεζικό σύστημα, προς όφελος της ελληνικής οικονομίας. Ας βάλουμε όμως τα πράγματα σε μια σειρά. Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα επιβιώνει σήμερα χάρη στη στήριξη του Δημοσίου: τρεις διαδοχικές ανακεφαλαιοποιήσεις, αναβαλλόμενος φόρος, εγγυήσεις Δημοσίου στις τιτλοποιήσεις μη εξυπηρετούμενων δανείων, μετοχές ΤΧΣ στις τράπεζες, επενδύσεις τραπεζών σε ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου. Κι ενώ στηρίζεται από το ελληνικό Δημόσιο, το τραπεζικό σύστημα εισφέρει ελάχιστα στην παραγωγική λειτουργία της χώρας, με τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις να παραμένουν εν πολλοίς αποκλεισμένες από χρηματοδότηση, τις προμήθειες να μένουν σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα, τα επιτόκια δανεισμού να είναι από τα υψηλότερα και τα επιτόκια καταθέσεων από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη, και την ίδια ώρα οι τράπεζες να σημειώνουν αξιοπρόσεκτη κερδοφορία.
Χρειάζονται, λοιπόν, τομές και δημόσια παρέμβαση. Το σχέδιό μας προβλέπει ότι με το τέλος του ΤΧΣ, οι μετοχές που κατέχει θα υπαχθούν στο υπουργείο Οικονομικών ή άλλο δημόσιο φορέα. Από κει και πέρα το Δημόσιο θα ασκήσει τα δικαιώματά του. Το γεγονός ότι δεν το κάνει σήμερα, εις βάρος του δημόσιου συμφέροντος, είναι αποτέλεσμα πολιτικής επιλογής, όχι νομικών απαγορεύσεων. Ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει τη δημόσια παρέμβαση στο τραπεζικό σύστημα, πάντα εντός του κοινού ευρωπαϊκού κανονιστικού πλαισίου, ώστε να αποτρέπονται εναρμονισμένες πολιτικές των συστημικών τραπεζών, να κατευθύνονται τα χρηματοδοτικά εργαλεία στην πραγματική οικονομία, δίνοντας έμφαση στη βιώσιμη ανάπτυξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, να ασκείται πολιτική προσανατολισμένη στο δημόσιο συμφέρον για τη διαχείριση των κόκκινων δανείων. Αυτή η ερώτηση μου ετίθετο συνέχεια όταν ήμουν υπουργός Εργασίας και σχεδιάζαμε την αύξηση του κατώτατου μισθού και την κατάργηση του υποκατώτατου μισθού για τους νέους. Αποδείχθηκε πως όχι μόνο μπόρεσαν να το σηκώσουν οι επιχειρήσεις, αλλά η ενεργός ζήτηση αυξήθηκε, η οικονομική ανάπτυξη επιταχύνθηκε. Άρα θεωρώ δεδομένο ότι η αύξηση των μισθών που εισηγούμαστε θα τονώσει την αγορά και θα ενισχύσει ιδίως τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, γι’ αυτό και οι ίδιες δεν έχουν αντίρρηση στο μέτρο αυτό. Από κει και πέρα, έχει νόημα να δούμε αυτό το μέτρο εντός του συνολικού πλαισίου των αλλαγών που προβλέπει το πρόγραμμά μας. Στην περίπτωση αυτή, το πρώτο βήμα είναι η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που σήμερα στενάζουν κάτω από τα χρέη και τον αθέμιτο ανταγωνισμό. Η προστασία τους, μέσα από τις 120 δόσεις και το κούρεμα οφειλής, το πλαίσιο ρύθμισης χρεών με προστασία της επαγγελματικής στέγης, η κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος, η χρηματοδότησή τους από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης -από τους οποίους σήμερα είναι αποκλεισμένες- ανοίγει τον δρόμο για τις αναγκαίες μισθολογικές αυξήσεις, που είναι ο μοναδικός τρόπος να ανασάνουν οι εργαζόμενοι.
Μετά την άμεση αναστολή πλειστηριασμών πρώτων κατοικιών ως 300.000 ευρώ, θα τεθεί σε εφαρμογή το ολιστικό μας πλαίσιο για τη ρύθμιση οφειλών και την προστασία πρώτης κατοικίας, επαγγελματικής στέγης και αγροτικής γης που θα αντικαταστήσει τον πτωχευτικό νόμο της ΝΔ. Τα βασικά χαρακτηριστικά αυτού του πλαισίου είναι η ρύθμιση των οφειλών μέσω ψηφιακής πλατφόρμας με δεσμευτικότητα για τους πιστωτές (τράπεζες ή funds), η παραγωγή βιώσιμων ρυθμίσεων με δόσεις που δεν θα ξεπερνούν τα 3/10 του εισοδήματος του οφειλέτη και χαμηλό σταθερό επιτόκιο 2%, η νομοθετικά κατοχυρωμένη προστασία της πρώτης κατοικίας – επαγγελματικής στέγης – αγροτικής γης για τα λαϊκά και μεσαία στρώματα που ρυθμίζουν την οφειλή τους και η δυνατότητα δικαστικής προσφυγής σε περιπτώσεις μη ρύθμισης από τον εξωδικαστικό μηχανισμό και για συγκεκριμένους λόγους.
Ως προς το θέμα των στρατηγικών κακοπληρωτών, η υπαγωγή στη ρύθμιση θα προϋποθέτει μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής, που αποδεικνύεται με άρση του φορολογικού και τραπεζικού απορρήτου και απουσία καταδολιευτικής συμπεριφοράς. Το πολιτικά κρίσιμο, όμως, συνολικά για την αντιμετώπιση αυτού του μείζονος κοινωνικού και οικονομικού προβλήματος είναι αν το κράτος βλέπει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι πολίτες και τους βοηθά να ρυθμίζουν τις οφειλές τους με έναν διάφανο και δίκαιο τρόπο, όπως εισηγείται ο ΣΥΡΙΖΑ, ή αν τους αντιμετωπίζει συλλήβδην ως στρατηγικούς κακοπληρωτές και τους τιμωρεί, την ώρα που κάποιοι ελάχιστοι με προνομιακές σχέσεις μπορούν να απελευθερώνονται από τα χρέη τους εν μία νυκτί, όπως πράττει η ΝΔ.
Η δημιουργική λογιστική της Νέας Δημοκρατίας το μόνο που αποδεικνύει είναι τη βαθιά της επιθυμία να μη συζητήσουμε επί του περιεχομένου των δύο ανταγωνιστικών σχεδίων -του δικού μας και του δικού της- για την επόμενη μέρα της ελληνικής κοινωνίας. Στο πλαίσιο αυτό, είδαμε και το πρωτοφανές της διασποράς fake news από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο για την υποτιθέμενη κοστολόγηση του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους. Ομολογώ ότι ακόμα και εγώ που έχω συνηθίσει στις θεσμικές υπερβάσεις της Νέας Δημοκρατίας έμεινα κατάπληκτη από την πρακτική αυτή, που παραπέμπει στον βαθύ πυρήνα του τραμπισμού.
Το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ είναι αναλυτικά κοστολογημένο και το ύψος του ανέρχεται στα 5,5 δισεκατομμύρια ευρώ. Έχει δαπάνες όπως η αύξηση των μισθών των δημόσιων υπαλλήλων αλλά και έσοδα όπως η φορολόγηση των 6 δισ. ευρώ υπερκερδών που σωρεύτηκαν στις εταιρείες ενέργειας και τα διυλιστήρια και η αύξηση της φορολογίας των μερισμάτων άνω των 50.000 ευρώ. Η ΝΔ προβαίνει σε παιδαριώδεις στρεβλώσεις, όπως να μη λαμβάνει υπόψη τα έσοδα του οικονομικού μας προγράμματος, ή να αθροίζει σε μια χρονιά στόχους τετραετίας όπως για την Υγεία και την Παιδεία. Δείτε όμως ποια είναι η πολιτική ουσία: η ΝΔ επιδίδεται σε ακατάσχετη κινδυνολογία για να τρομάξει τους πολίτες ότι ένα πρόγραμμα που απαντά στις λαϊκές ανάγκες θα φέρει την καταστροφή.
Λέει, δηλαδή, ότι είναι οικονομικά συνετό να δίνονται 10 δισ. σε απευθείας αναθέσεις, σε φίλους και ημετέρους, αλλά αν μειωθεί ο ΦΠΑ στα τρόφιμα, η χώρα θα πέσει στα βράχια. Ότι είναι δημοσιονομικά υπεύθυνο να δίνονται μέσα σε μια χρονιά 10 δισ. σε κουπόνια τροφοδότησης της αισχροκέρδειας, αλλά αν αυξηθούν οι μισθοί των δημόσιων υπαλλήλων, η οικονομία θα εκτροχιαστεί. Είναι προσβλητική για τους πολίτες και την κοινή λογική αυτή η επιχειρηματολογία.
Αυτά που αναφέρατε δεν είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Είναι οι προϋποθέσεις για να έχουμε μια πραγματικά προοδευτική κυβέρνηση στη χώρα. Γιατί τελικά, εκεί που κρίνονται όλα είναι στο περιεχόμενο της πολιτικής. Για εμάς, για παράδειγμα, η κατάργηση του νόμου Χατζηδάκη είναι το πρώτο βήμα για τη θέσπιση ενός νέου χάρτη που θα ρυθμίζει τις εργασιακές σχέσεις και θα δημιουργεί μία νέα νομιμότητα στην οποία δεν θα υπάρχει χώρος για την καταστρατήγηση του ωραρίου, την αδήλωτη εργασία, την εντατική εκμετάλλευση των νέων εργαζομένων. Έτσι μεταφράζεται το σύνθημα του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ «Δικαιοσύνη παντού» στην πράξη. Και αυτός είναι ο λόγος που ζητάμε από την ελληνική κοινωνία να αναδείξει τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ σε πρώτη δύναμη. Για να εφαρμόσει το πρόγραμμά του.
Αφού φτάσαμε εδώ, θα θυμίσω τη φράση του Χαρίλαου Φλωράκη: «Κυριακή κοντή γιορτή». Δεν έχει άλλο νόημα το παιχνίδι των αριθμών. Σε λίγες μέρες, οι πολίτες θα καθορίσουν με την ψήφο τους τις εξελίξεις. Εξελίξεις που προσδοκώ ότι θα έχουν στο επίκεντρό τους τη μεγάλη επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, το τέλος της δεξιάς αντιδραστικής κυβέρνησης του κυρίου Μητσοτάκη και την επόμενη μέρα μίας προοδευτικής κυβέρνησης με πρωθυπουργό τον Αλέξη Τσίπρα.
Πηγή: euro2day.gr
Το ελκυστικό, για ένα πολύ μεγάλο τμήμα πολιτών, πρόγραμμα που παρουσιάσατε, είναι και ρεαλιστικό; Κατ’ αρχάς, έχουμε ως χώρα τον απαραίτητο δημοσιονομικό χώρο για μία τέτοιας έκτασης και έντασης κοινωνική πολιτική; Σας ρωτώ επειδή οι οικονομικές επιδόσεις της χώρας θα συνεχίσουν να είναι υπό στενή παρακολούθηση.
Το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας βρίσκεται υπό διαπραγμάτευση, ωστόσο θεωρείται βέβαιο το τέλος της «χαλάρωσης» που επέβαλε η πανδημία. Αυτό σημαίνει ότι, εάν αναλάβετε τη διακυβέρνηση, θα διαπραγματευτείτε για να εφαρμόσετε αυτό το πρόγραμμα;
Για κάποιες «ηχηρές» δεσμεύσεις, η κατάργηση του ΤΧΣ, δεν απαιτείται συνεννόηση με τους εταίρους; Έχει γίνει σχετική προετοιμασία;
Αυξήσεις σε μισθούς – ξεπάγωμα τριετιών: μπορούν οι επιχειρήσεις να το «σηκώσουν»;
Μετά την άμεση αναστολή των πλειστηριασμών, τι; Και με ποιες δικλίδες για τους στρατηγικούς κακοπληρωτές;
Τελικά το πρόγραμμά σας κοστίζει… 80 δισ. ευρώ όπως λέει ο κ. Μητσοτάκης; Ή 5,5 δισ. ευρώ, δηλαδή «το μισό των απευθείας αναθέσεων που έκανε η κυβέρνηση» όπως είπε ο κ. Τσίπρας;
Ποια στοιχεία του προγράμματός σας θεωρείτε αδιαπραγμάτευτα για μία κυβερνητική συνεργασία; Τα μισθολογικά/εργασιακά για παράδειγμα; Η ανάκτηση του δημόσιου χαρακτήρα της ΔEΗ ή η κατάργηση της ελάχιστης βάσης εισαγωγής στα ΑΕΙ -ως παραδείγματα τα αναφέρω- είναι διαπραγματεύσιμα;
Αν «βγουν» οι αριθμοί, θεωρείτε βέβαιη τη συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ; Ακόμα και με το βέτο «όχι πρωθυπουργός ο Τσίπρας»; Ή τελικά για όλα θα «μιλήσει» η κάλπη;