Είκοσι Χρόνια Ευρώ: Μεγάλη ευκαιρία, διαρκείς απαιτήσεις… Του Νίκου Χριστοδουλάκη

221

Παρά τους ισχυρούς κλυδωνισμούς, το κοινό νόμισμα διατηρήθηκε και σήμερα όλοι θεωρούν ότι αυτό ήταν το πιο φρόνιμο να πράξουν. Αρκεί βέβαια ο δεύτερος μήνας του μέλιτος να έχει και μαθήματα αυτογνωσίας

Του Νίκου Χριστοδουλάκη*

Η ένταξη στο ευρώ πριν από 20 χρόνια έδωσε δύο μεγάλα πλεονεκτήματα στην ελληνική οικονομία. Το ένα ήταν ότι για πρώτη φορά στην Ιστορία της είχε πλέον ένα νόμισμα που ήταν σταθερό και διεθνώς αξιόπιστο. Η προγενέστερη παρόμοια εμπειρία της ήταν με το δολάριο στη συμφωνία του Μπρέτον Γουντς, αλλά εκεί είχε προσδεθεί μόνο η ισοτιμία και μπορούσε κάποια στιγμή να ανατραπεί (όπως και έγινε το 1972). Το ευρώ όμως είναι πλέον εν μέρει και δικό της νόμισμα και κανείς δεν θα μπορούσε να της επιβάλει την κατάργησή του, παρεκτός αν η ίδια η χώρα αποφάσιζε να πυροβοληθεί μόνη της (όπως παραλίγο να συμβεί το 2015).

Το δεύτερο ήταν ότι το ευρώ έδωσε το πλεονέκτημα στην Ελλάδα να πρωταγωνιστήσει στην περιφερειακή συνεργασία των βαλκανικών χωρών, ως ο αναδυόμενος ισχυρός γείτονας. Έτσι οι ελληνικές επιχειρήσεις επέκτειναν τις δραστηριότητές τους στη βαλκανική ενδοχώρα και οι ελληνικές τράπεζες είχαν ρόλο στο νεοσύστατο χρηματο-οικονομικό πλαίσιο. Την ίδια στιγμή, η οικονομική μετανάστευση προς την Ελλάδα σήμαινε ότι έστελναν στα σπίτια τους όλο και περισσότερα εμβάσματα σε σκληρό νόμισμα. Παρά τις αναπόφευκτες αδυναμίες και στρεβλώσεις, είχαν τεθεί οι και βάσεις μιας οικονομικής ολοκλήρωσης ύστερα από 50 χρόνια πλήρους απομόνωσης μεταξύ όλων.

Σημαντικό ήταν και το γεωπολιτικό όφελος. Η επιτυχής παρουσία της Ελλάδας στα Βαλκάνια έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ακύρωση των διαφόρων μουσουλμανικών τόξων επιρροής που προωθούσε από τότε η Τουρκία για να καθιερώσει τον εαυτό της ως κεντρικό παίκτη στην ευρύτερη περιοχή μετά την πολυδιάσπαση της Γιουγκοσλαβίας.

Φυσικά μετά την κυκλοφορία του κοινού νομίσματος υπήρχαν και μερικές πολύ σοβαρές υποχρεώσεις έναντι της σταθερότητας και επιρροής που παρείχε. Και εδώ έγινε το πρώτο λάθος: η ένταξη στο ευρώ θεωρήθηκε όχι ως ένα έπαθλο εισόδου σε ένα απαιτητικό σύστημα, αλλά ως ο τερματισμός μιας πορείας μετά την οποία ο λαός ξαποσταίνει και ζητάει τα δεδουλευμένα. Ένα τέτοιο κλίμα επικράτησε κυρίως μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες και το ευρω-Κύπελλο του 2004 που έδωσαν την ψευδαίσθηση ότι περάσαμε πλέον σε άλλη κατηγορία, και μάλιστα χωρίς πολλή προσπάθεια.

Δυστυχώς, η ανεμελιά ήταν εκείνη την περίοδο γενικότερο γνώρισμα της ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το 2008 όλες οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου είχαν τεράστια εξωτερικά ελλείμματα, αλλά κανείς δεν βρέθηκε έστω να διαπιστώσει τις μεγάλες αποκλίσεις παραγωγικότητας ο που υπήρχαν με τις χώρες του Βορρά. Ειδικότερα μάλιστα για την ελληνική οικονομία, ο μοιραίος τότε πρόεδρος της ΕΕ Μανουέλ Μπαρόζο την είχε επισκεφθεί την άνοιξη του 2009 για να εκφράσει τον θαυμασμό του για το πόσο καλά τα πήγαινε. Έτσι φτάσαμε στο δεύτερο λάθος.

Όταν η καταιγίδα έπληξε την Ελλάδα το 2010, η μεν ελληνική κυβέρνηση υποτίμησε τον κίνδυνο και συνέχιζε να μιλάει για το προεκλογικό της πρόγραμμα, η ΕΕ υποτίμησε την ανάγκη δικής της παρέμβασης και επαφέθηκε στο ΔΝΤ, ενώ το ΔΝΤ υποτίμησε την ύφεση. και νόμισε πως σε έξι μήνες θα πηγαίνουν όλα πρίμα. Έτσι εφάρμοσε πολιτικές που βάθυναν την ύφεση ακόμα περισσότερο, έφεραν πολλά στρώματα του πληθυσμού σε απόγνωση και έδωσαν την ευκαιρία σε όσους εξαρχής εχθρεύονταν το ευρώ να το κατηγορήσουν για τα πάντα, μπας και καταφέρουν να το καταργήσουν.

Παρά τους ισχυρούς κλυδωνισμούς έξωθεν και έσωθεν, το κοινό νόμισμα τελικά διατηρήθηκε και σήμερα όλοι θεωρούν ότι αυτό ήταν το πιο φρόνιμο να πράξουν. Αρκεί βέβαια ο δεύτερος μήνας του μέλιτος που περνά η Ελλάδα με το κοινό νόμισμα να έχει και μαθήματα αυτογνωσίας προς πάσα κατεύθυνση και αυτό θα φανεί σύντομα από τις αλλαγές που θα φέρει το Σύμφωνο Σταθερότητας.

*ομότιμος καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και πρώην υπουργός