Του Γιάννο Παπαντωνίου
Εκλογές 2023: Η εύρυθμη λειτουργία της δημοκρατίας, η πολιτική σταθερότητα και η αποτελεσματική διακυβέρνηση.
Το κυρίαρχο αφήγημα για το διακύβευμα των εκλογών της επόμενης Κυριακής είναι η διαφύλαξη της σταθερότητας. Υπάρχουν ισχυροί λόγοι που το υποστηρίζουν: σε δύο κρίσιμους τομείς, την οικονομία και την εθνική ασφάλεια, πραγματοποιήθηκε σημαντική πρόοδος, που πρέπει να διατηρηθεί και, βέβαια, να συνεχιστεί.
Στην οικονομία επιτεύχθηκαν υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε σημαντικά, ενώ η άνοδος του πληθωρισμού λόγω των επιπτώσεων του ουκρανικού πολέμου στο διεθνές εμπόριο και της διατάραξης των παγκόσμιων ενεργειακών ισοζυγίων συγκρατήθηκε, σε συνθήκες δημοσιονομικής σταθερότητας με παράλληλη τήρηση των κυβερνητικών υποσχέσεων για μείωση της φορολογίας. Οι βελτιώσεις αυτές δεν προήλθαν τόσο από την εφαρμογή καινοτόμων πολιτικών, ούτε όμως προέκυψαν από θετικές εξελίξεις στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον – πράγμα που θα ήταν αδύνατο να συμβεί εν μέσω του πολέμου. Οφείλονται κυρίως στην αποφυγή ανεύθυνων πειραματισμών και προκλητικών λαθών στην άσκηση οικονομικής πολιτικής –όπως αυτά που χαρακτήρισαν κατά κόρον την προηγούμενη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ– και, επίσης, στην έναρξη λειτουργίας του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, που άνοιξε νέους δρόμους για την επιτάχυνση των επενδύσεων και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας. Κλειδιά της επιτυχίας ήταν η εδραίωση συνθηκών οικονομικής σταθερότητας, η βελτίωση του επενδυτικού περιβάλλοντος και η αξιοποίηση των κοινοτικών χρηματοδοτήσεων.
Στα εξωτερικά ζητήματα και, ειδικότερα, στην αντιμετώπιση της επικίνδυνης έξαρσης της τουρκικής επιθετικότητας τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα αντέδρασε ψύχραιμα, εμβαθύνοντας τις συμμαχίες της με ισχυρούς εταίρους –κυρίως τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Γαλλία– και αναπτύσσοντας σχέσεις αμυντικής συνεργασίας με ευρύτερο κύκλο γειτονικών χωρών στα Βαλκάνια και την Μέση Ανατολή. Παράλληλα, προχώρησε σε ένα εκτεταμένο εξοπλιστικό πρόγραμμα, που βρίσκεται σε εξέλιξη και ήδη έχει αναβαθμίσει την αποτρεπτική δύναμη της χώρας.
Το αφήγημα της σταθερότητας, όπως το εκθέτει η κυβέρνηση, αφήνει αναπάντητα κρίσιμα ερωτήματα. Η πολιτική ατζέντα δεν εξαντλείται στην οικονομία και την εξωτερική πολιτική. Πού βρίσκονται το κράτος δικαίου και τα ανθρώπινα δικαιώματα, μετά το σκάνδαλο των τηλεφωνικών υποκλοπών; Πώς αντιμετωπίζονται ζωτικά θέματα της κοινωνικής και της δημόσιας ζωής, όπως η δυσλειτουργία της δικαιοσύνης, η ανεπάρκεια της δημόσιας εκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες, και το χαμηλό επίπεδο υπηρεσιών που προσφέρουν το Εθνικό Σύστημα Υγείας –λόγω κυρίως υποχρηματοδότησης– καθώς και, γενικότερα, οι φορείς κοινωνικής πολιτικής; Γιατί η φορολογική πολιτική αδρανεί στους τομείς της φορολογικής δικαιοσύνης και της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής;
Υπάρχουν, ασφαλώς, εστίες προόδου, όπως η επιτάχυνση της ψηφιοποίησης του δημόσιου τομέα, αλλά η γενική εικόνα απέχει πολύ από το πρότυπο μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής χώρας. Η κυβέρνηση, αναγνωρίζοντας αυτά τα προβλήματα, αντιτείνει ότι έχει σχέδιο για την αντιμετώπισή τους και ότι θα είναι, αν κερδίσει αυτές τις εκλογές, περισσότερο ‘τολμηρή’.
Τα θέματα θεσμικού εκσυγχρονισμού είναι τα δυσκολότερα που πρέπει να αντιμετωπίσει μια κυβέρνηση, ιδιαίτερα στη χώρα μας, όπου το επίπεδο θεσμικής ανάπτυξης είναι χαμηλό. Οπισθοδρομικές νοοτροπίες, όπως η προσκόλληση στην αντίληψη του κράτους – πατέρα, που πέρα από την υποχρέωση προσφοράς υπηρεσιών στο κοινωνικό σύνολο, έχει επίσης, παράλληλη υποχρέωση ικανοποίησης εξατομικευμένων αιτημάτων του κάθε πολίτη – ψηφοφόρου ξεχωριστά, καθηλώνουν τη δυνατότητα του κράτους να ανταποκριθεί στην αποστολή του. Τα ‘ρουσφέτια’, ιδιαίτερα για διορισμούς, καταργούν την αξιοκρατία εντείνοντας την αίσθηση της αδικίας που είναι διάχυτη.
Από την πλευρά του το κράτος, όπως εκπροσωπείται από την εκάστοτε κυβέρνηση, έχει ενσωματώσει αυτές τις οπισθοδρομικές νοοτροπίες στη δική του λειτουργία, στις προσλήψεις, προαγωγές, κλπ., καθώς και στην ίδια την άσκηση πολιτικής, όπως η επέκταση των Πανεπιστημίων, το άνοιγμα και κλείσιμο στρατοπέδων ή οι κατανομές των δημοσίων επενδύσεων, με βάση την εκλογική γεωγραφία. Όταν επικρατεί ο λαϊκισμός και μικροκομματικές σκοπιμότητες υποκαθιστούν τον ορθολογικό προγραμματισμό, υπονομεύεται η δημόσια δράση, ιδιαίτερα αν αυτή που στοχεύει στη μείωση των κοινωνικών και περιφερειακών ανισοτήτων. Αποτέλεσμα αυτής της δυσλειτουργικής κατάστασης είναι οι τεράστιες δυσκολίες που αντιμετωπίζει η πραγματοποίηση μεταρρυθμίσεων στη χώρα μας. Πόσα χρόνια διαρκεί ο αγώνας να εισαχθεί η αξιολόγηση στην εκπαίδευση και, γενικότερα, στη δημόσια διοίκηση; Πόσες προσπάθειες μεταρρύθμισης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης έχουν επιχειρηθεί και αποτύχει;
Οι μεταρρυθμίσεις που πρέπει απαραίτητα να υλοποιηθούν την επόμενη τετραετία θα συναντήσουν μεγάλα εμπόδια και θα χρειαστεί ισχυρή πολιτική βούληση για να ολοκληρωθούν και να αποδώσουν. Επιπλέον, αν κυβέρνηση είναι η Νέα Δημοκρατία και αξιωματική αντιπολίτευση ο ΣΥΡΙΖΑ, οι εντάσεις θα αυξηθούν κατακόρυφα. Ας θυμηθούμε τις μεθόδους που χρησιμοποίησε η αξιωματική αντιπολίτευση για να ανέλθει στην εξουσία την περίοδο των Μνημονίων. Σε μια δημοκρατία, σημασία δεν έχει μόνο ποιος κυβερνά, αλλά και ποιος αντιπολιτεύεται – που κατά κανόνα διαδέχεται την κυβερνώσα παράταξη.
Το ελληνικό πολιτικό σύστημα κλονίστηκε και έχασε την ισορροπία του στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης 2009-2018. Το ίδιο συνέβη και σε αρκετές άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γαλλία και η Ιταλία. Ο κεντροαριστερός πυλώνας, το ΠΑΣΟΚ, κατέρρευσε για να υποκατασταθεί κατά το μεγαλύτερο μέρος από τον ΣΥΡΙΖΑ, μια ιδιόμορφη εκδοχή ριζοσπαστικής αριστεράς, που στην πράξη συνδύασε ακραίο λαϊκισμό με θολά δήθεν αριστερά ιδεολογήματα, στα οποία δεν συμπεριλαμβάνονται η προσήλωση στη δημοκρατία και στο κράτος δικαίου. Η στάση του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στη δικαιοσύνη και τους άλλους «αρμούς της εξουσίας» στα χρόνια που ήταν κυβέρνηση υπογραμμίζει τους κινδύνους. Αντίθετα, ο κεντροδεξιός πυλώνας ανανεώθηκε και επανήλθε σε νικηφόρο τροχιά.
Η εύρυθμη λειτουργία της δημοκρατίας προϋποθέτει πολιτική σταθερότητα και αποτελεσματική διακυβέρνηση. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα πάσχει στον κεντροαριστερό πυλώνα. Επείγει η ανασυγκρότησή του με την δημιουργία ισχυρού φορέα με σύγχρονη ιδεολογία και στερεά δημοκρατικά θεμέλια. Σε αυτές τις εκλογές, το διακύβευμα δεν είναι μόνο η ανάδειξη σταθερής και αποτελεσματικής κυβέρνησης. Έχει επίσης σημασία να υποδειχθούν με την λαϊκή ψήφο οι κατευθύνσεις για την ανασυγκρότηση του προοδευτικού δημοκρατικού χώρου. Για να καλυφθεί το σημερινό κενό, να ισορροπήσει το πολιτικό σύστημα και να τεθούν οι βάσεις για την πρόοδο της χώρας. Δεν αρκεί να αποκτήσουμε σταθερή κυβέρνηση σήμερα. Πρέπει να σκεφτούμε το αύριο της χώρας μας, ιδιαίτερα αν οραματιζόμαστε μια Ελλάδα ισχυρή, αλλά και δίκαιη.