Του Κώστα Χριστίδη*
Οι σοσιαλιστές όλων των κομμάτων ζητούν, με αυξανόμενη συχνότητα και ένταση, “μείωση των ανισοτήτων και αναδιανομή”. Βεβαίως, είτε συνειδητά (για να ψαρέψουν σε θολά νερά), είτε λόγω άγνοιας αποφεύγουν να προσδιορίσουν την ακριβή έννοια της επιθυμητής ισότητας.
Μοναδική μορφή επιθυμητής ισότητας είναι η ισότητα έναντι του νόμου, η εφαρμογή, δηλαδή, κανόνων δικαίου βέβαιης και ίσης εφαρμογής έναντι πάντων, κυβερνώντων και κυβερνωμένων. Αυτή η ισότητα είναι – ή πρέπει να είναι – αποδεκτή από τους πάντες, καθ’ όσον αποτελεί το θεμέλιο ενός κράτους δικαίου και ασπίδα όλων των αδυνάτων και όσων έχουν μικρή πρόσβαση στην εξουσία (outsiders).
Οι τελευταίοι θα έπρεπε κατ’εξοχήν να έλκονται από τις φιλελεύθερες νομοκρατικές ιδέες που χειραφετούν το άτομο από κάθε λογής “προστάτες” και από την κρατική νομενκλατούρα.
Ωστόσο, αντί της ισότητας έναντι του νόμου οι κήρυκες του εξισωτισμού επαγγέλλονται δύο άλλες μορφές ισότητας : την ισότητα αποτελέσματος και την ισότητα ευκαιριών. Η ισότητα αποτελέσματος στη λογική κατάληξή της σημαίνει ότι το κράτος πρέπει να ελέγχει τα δεδομένα που αφορούν τις συνθήκες και τις προοπτικές του κάθε ατόμου και να τα αναπροσαρμόζει έτσι ώστε να εμποδίζεται ένα άτομο να ξεπερνά τα άλλα. Η απαίτηση αυτή στηρίζεται στη δυσφορία που συχνά προκαλεί η επιτυχία άλλων ανθρώπων (γνωστών ή αγνώστων) στους λιγότερο επιτυχημένους ή, για να το πούμε ωμά, στον φθόνο, αυτό το απεχθές πάθος (“the most evil of human evils”, κατά την έκφραση του John Stuart Mill).
Ένα μεγάλο λάθος που κάνουν οι εξισωτιστές είναι ότι συγχέουν την ανισότητα, πρώτον, με την φτώχεια και, δεύτερον, με την αδικία. Το κρίσιμο ερώτημα (ως προς το πρώτο ζήτημα) είναι : πώς μπορεί να καταπολεμηθεί η φτώχεια και να παραχθεί πλούτος που θα βελτιώσει τη ζωή των ατόμων, των οικογενειών τους, της μικρής αλλά και της ευρύτερης κοινωνίας στην οποία ζουν ; Ο πλούτος δεν είναι μία αμετάβλητη ποσότητα, όπως συμβαίνει σε ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος, όπου αν κάποιος πάρει μεγαλύτερο κομμάτι, κάποιος άλλος πρέπει αναγκαστικά να πάρει μικρότερο. Η σύγχυση αυτή οδηγεί στην πλάνη ότι αν κάποιοι άνθρωποι πλουτίζουν, θα πρέπει να έχουν κλέψει το αυξημένο μερτικό τους από τους υπόλοιπους ανθρώπους. Αυτό δεν ισχύει, για παράδειγμα, στην περίπτωση της Τζόαν Ρόουλινγκ, βαθύπλουτης συγγραφέως του “Χάρι Πότερ”, ούτε του Γιάννη Αντετοκούμπο, φανταστικού καλαθοσφαιριστή, ούτε του Μπιλ Γκέιτς, ιδρυτή της Microsoft. Τόσον αυτοί οι τρεις όσο και πάρα πολλοί άλλοι “αύξησαν την ανισότητα” προσφέροντας, ωστόσο, κάτι πολύ θετικό στους ανθρώπους : βιβλία, θέαμα, τεράστια βελτίωση της λειτουργίας εκατομμυρίων επιχειρήσεων και διευκόλυνση της ζωής δισεκατομμυρίων ανθρώπων. Και (ευτυχώς) ο πλούτος τους δεν δημιουργήθηκε ως αποτέλεσμα των αποφάσεων κάποιας ομάδας σχεδιαστών, αλλά ως παράπλευρη συνέπεια των εθελοντικών αποφάσεων πολλών εκατομμυρίων ανθρώπων (του αόρατου χεριού της αγοράς, που τόσο αγαπούν να χλευάζουν πολλοί διανοούμενοι της Αριστεράς).
Η δεύτερη συναφής σύγχυση είναι αυτή που συνδέει την ανισότητα με την αδικία. Πολλές ψυχολογικές μελέτες έχουν δείξει ότι οι περισσότεροι άνθρωποι αποδέχονται ή και προτιμούν μίαν άνιση κατανομή, τόσο μεταξύ συναδέλφων τους στους τόπους δουλειάς όσο και μεταξύ συμπολιτών στη χώρα τους, αρκεί να έχουν την αίσθηση ότι αυτή δικαιολογείται, ότι τα πριμ πηγαίνουν σε όσους δουλεύουν πιο σκληρά, σε όσους βοηθούν περισσότερο, ότι δηλαδή η διαφοροποίηση εδράζεται σε μίαν αξιοκρατική βάση.
Οι ιδεοληπτικοί εξισωτιστές πιστεύουν ότι η αριστεία, η αξιοκρατία, η διάκριση, η επιτυχία πρέπει να αντιμετωπίζονται ως γενεσιουργοί παράγοντες ανισοτήτων, διαχωρισμού σε ευφυείς και ανόητους, πλούσιους και φτωχούς, διακεκριμένους και μέτριους ή υστερούντες. Θα πρέπει, συνεπώς, σε κάθε τομέα και ιδιαίτερα στην παιδεία, να μην υπάρχουν πρότυπα, βαθμολογήσεις, αξιολογήσεις και τα συναφή. Εξ ου και η αναγνώριση “αιώνιων φοιτητών”, η κατάργηση των βάσεων εισαγωγής στα πανεπιστήμια, ο αποκλεισμός, σε κάθε άλλης μορφής ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα πλην των κρατικών, της δυνατότητας να δοκιμάσουν και να επιδείξουν καλύτερα αποτελέσματα.
Ο ισοπεδωτικός οίστρος διαχέεται σε ολόκληρη την κοινωνία και την οικονομία, οδηγώντας παντού σε προκρούστειες τακτικές. Έτσι, κάθε επιχειρηματική προσπάθεια που σημειώνει μεγάλη επιτυχία και επιφέρει εντυπωσιακή αύξηση του κύκλου εργασιών και των κερδών αντιμετωπίζεται με καχυποψία, αν όχι με φθόνο. Συνιστά δυνητικό κίνδυνο που πρέπει να αντιμετωπισθεί “καταλλήλως”, δηλαδή με υπέρμετρη φορολογία, γραφειοκρατία και κοινωνική απαξίωση.
Οι σοσιαλιστικών καταβολών υπέρμαχοι της οικονομικής ισότητας (ορθότερα, οικονομικής ισοπέδωσης) έχουν ως δεύτερη γραμμή άμυνας, την “ισότητα ευκαιριών”. Δεν είναι τόσο παράλογοι ή ακραίοι, λέγουν, ώστε να ζητούν επιβολή ισότητας των οικονομικών αποτελεσμάτων. Το μόνο που ζητούν είναι να έχουν όλοι ίσες ευκαιρίες, “να ξεκινούν από την ίδια αφετηρία”. Με αυτή την βάση αισθάνονται ελεύθεροι να υποστηρίζουν “προοδευτική” φορολογία, δήμευση κληρονομιών και διάφορα άλλα συστήματα αναδιανομής περιουσιακών στοιχείων. Ευτυχώς, δεν υποστηρίζουν γενετικές παρεμβάσεις για να εξισώσουν τους ανόητους με τους ευφυείς, τους άσχημους με τους όμορφους, τους σωματικά αδύναμους με τους δυνατούς, τους μουσικά ατάλαντους με τους ταλαντούχους κ.ο.κ.
Οι απόψεις αυτές στηρίζονται στην αντίληψη ότι οι ευκαιρίες στην ζωή είναι κάτι εξωτερικό ή άσχετο με το κάθε άτομο, ότι μοιάζουν με πιάτα που μεταφέρονται πάνω σε δίσκους από σερβιτόρους και που – σε συνθήκες ελεύθερης οικονομίας – σερβίρονται αυθαίρετα σε κάποιους ενώ παρακρατούνται από άλλους. Θέλουν, λοιπόν, το κράτος να ελέγχει την διανομή αυτών των πιάτων. Η αντίληψη αυτή, όμως, είναι εσφαλμένη. Ευκαιρία είναι κάθε περίπτωση που επιτρέπει την ανάληψη επιτυχούς δράσης, κάθε κατάσταση την οποία κάποιος μπορεί να αξιοποιήσει προς όφελός του.
Αυτό που πρέπει να συνειδητοποιεί ο καθένας είναι ότι δεν υπάρχει έλλειψη ευκαιριών αλλά, αντιθέτως, αυτές εμφανίζονται ξανά και ξανά στη ζωή ενός ατόμου. Πράγματι, μία ευκαιρία παρουσιάζεται κάθε φορά που υφίσταται η δυνατότητα να βελτιώσει κάποιος τον εαυτό του. Εάν υπάρχει μία δεξιότητα ή μία χρήσιμη γνώση που κάποιος δεν διαθέτει αλλά είναι δυνατόν να εκμάθει ή να αποκτήσει, τότε αυτός έχει την ευκαιρία να αυξήσει τις δεξιότητές του. Στην πραγματικότητα, οι οικονομικές ευκαιρίες που είναι ανοικτές σε κάθε άτομο ξεπερνούν κατά πολύ τη δυνατότητά του να τις αξιοποιήσει, ως εκ τούτου πρέπει να επιλέξει μεταξύ τους. Το εκ πρώτης όψεως παράδοξο αυτό συμπέρασμα οφείλεται στο γεγονός ότι κάθε άνθρωπος θέλει να ικανοποιήσει καλύτερα και πληρέστερα τις (διαρκώς πολλαπλασιαστές) ανάγκες του, πράγμα που συνιστά ταυτόχρονα ευκαιρία για περισσότερη και ανώτερη ποιοτικώς εργασία εκ μέρους άλλων, αποτελεί δηλ. ευκαιρία για αύξηση της ποσότητας και βελτίωση της παραγωγικότητας της εργασίας.
Οι πάντες, βεβαίως, θα απορούν, πως είναι δυνατόν να υπάρχουν, θεωρητικά, απεριόριστες ευκαιρίες απασχόλησης και την ίδια ώρα να υφίσταται εκτεταμένη ανεργία, να υπάρχουν εκατομμύρια άνθρωποι που αδυνατούν να εξεύρουν εργασία. Η απάντηση είναι συγκλονιστική στην απλότητά της. Είναι το κράτος, οι πολιτικοί, οι συνδικαλιστές, όλοι αυτοί που κόπτονται για τους ανέργους, που τους εμποδίζουν να βρουν δουλειά! Αυτό το αποτέλεσμα επέρχεται ως συνέπεια ενός πλέγματος νόμων, πολιτικών και συμπεριφορών που ψηφίζει, εφαρμόζει και ανέχεται το κράτος. Η σχετική λίστα είναι ευρύτατη. Υπέρμετρη φορολογία. Αφόρητη γραφειοκρατία. Εκτεταμένη διαφθορά. Επιβολή κατώτατων ορίων μισθών που έχουν ως αποτέλεσμα την αδυναμία απασχόλησης όσων θα ήταν διατεθειμένοι να εργασθούν με χαμηλότερη αμοιβή. Απαγόρευση των λεγόμενων ομαδικών απολύσεων, πράγμα που αποθαρρύνει τις προσλήψεις. Διατήρηση “κλειστών” επαγγελμάτων προς όφελος των ήδη ευρισκομένων εντός. Διόγκωση του δημόσιου τομέα, που απομυζά πολύτιμους πόρους από εκεί που θα εύρισκαν πιο παραγωγική χρήση, δηλ. από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις. Ανασφάλεια δικαίου με επιλεκτική εφαρμογή των νόμων και βραδύτητα στην απονομή δικαιοσύνης. Ανοχή σε καταχρηστικές απεργίες, παράνομες καταλήψεις, βιαιοπραγίες και καταστροφές δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας, κ.λπ.
Η κατάργηση των παραπάνω εμποδίων αποτελεί προϋπόθεση για την πραγματοποίηση πολύ περισσότερων απ’ ό,τι σήμερα επενδύσεων, την περαιτέρω καταπολέμηση της ανεργίας, την επιστροφή πολλών που αναγκάζονται να μεταναστεύσουν προς εξεύρεση καλύτερης τύχης, για τη δημιουργία πλούτου, μεγαλύτερου ΑΕΠ – της πίτας που τρέφει όλους και που όχι μόνο δεν μεγαλώνει αλλά κινδυνεύει να συρρικνωθεί με βίαιη αναδιανομή. Η ελευθερία αξιοποίησης των ευκαιριών, όχι η ισοπέδωση, είναι το ζητούμενο.
*Νομικός – Οικονομολόγος