Ελλάδα-Γερμανία : Οι εκλογικές αναμετρήσεις και οι συνεργασίες… Του Τάσου Παπαδόπουλου

312

Του Τάσου Παπαδόπουλου

Παρακολουθώντας τις εκλογές στη Γερμανία, αλλά και την κριτική που ασκείται στην κυβέρνηση για την αγορά των Γαλλικών φρεγατών που συνοδεύεται από την συμφωνία αμυντικής αρωγής, αισθάνεται κανείς απογοήτευση για το επίπεδο της πολιτικής ζωής της χώρας μας.

Κατώτεροι των περιστάσεων οι πολιτικοί μας ταγοί, που τσακώνονται όπως κάποιοι κακοί γείτονες στην δεκαετία του ’50. Αντίθετα βλέπουμε με αρκετή δόση ζήλιας, τους πολιτικούς αρχηγούς όλων των κομμάτων στη Γερμανία, το βράδυ των εκλογών και αμέσως μετά την ανακοίνωση των πρώτων αποτελεσμάτων, να συζητούν από τηλεοράσεως για της αυριανή διακυβέρνηση της χώρας.

Και να σκεφθεί κανείς ότι προηγήθηκαν των εκλογών τρία θεματικά debate, χωρίς άσφαιρα πυροτεχνήματα, χωρίς κραυγές και κυρίως χωρίς την πληθώρα ψεμάτων, που ακούμε συνήθως στην Ελλάδα, ανάμεσα στους τρεις υποψηφίους για την καγκελαρία.

Στην Ελλάδα ακόμη και το μείζον θέμα της άμυνας της χώρας, γίνεται αντικείμενο κομματικών μικρο καβγάδων. Στο Σύριζα μετά το πρώτο ξάφνιασμα που υπέστησαν, άρχισαν να μιλούν για μεγάλο κόστος, όταν είναι παγκοίνως γνωστό ότι από το 1,5 δις ανά φρεγάτα, οι Γάλλοι έκαναν προσφορά με ένα δις, ενώ αριστερότερα ακούσαμε ότι οι αγορές αυτές εξυπηρετούν ιμπεριαλιστικά συμφέροντα.

Για ορισμένους η απειλή δεν είναι ορατή. Θυμίζουν τους χουντικούς, που όταν άρχισε η εισβολή στην Κύπρο στις 20 Ιουλίου του 1974, έλεγαν στα όργανά τους στη Μεγαλόνησο, ότι οι Τούρκοι κάνουν ασκήσεις!!!

Σε αυτή την πανσπερμία των απόψεων που εμφιλοχωρούν στον Σύριζα, μια και οι συνιστώσες αναβιώνουν μετά την απώλεια της εξουσίας, αξίζει να θυμηθούμε τον Γ. Μπαλάφα, που δημοσίως είχε τοποθετηθεί εναντίον των εξοπλισμών, λέγοντας ότι θα ρισκάρουμε μια επιθετική ενέργεια από την πλευρά της Τουρκίας.

Η απλή αναλογική, που έστησε ως παγίδα στη Νέα Δημοκρατία ο Σύριζα, οδηγεί στη χώρα μας με μαθηματική ακρίβεια στην ακυβερνησία. Αρκεί να πάρουμε για παράδειγμα δύο αποτυχημένα μοντέλα συγκυβέρνησης του παρελθόντος για να βγάλουμε χρήσιμα συμπεράσματα.

Το πρώτο αυτό της συγκυβέρνησης Σαμαρά, Βενιζέλου, Κουβέλη το 2012 και το δεύτερο του Τσίπρα με τον Καμμένο το 2015. Και στις δύο περιπτώσεις δεν υπήρξε καμιά προγραμματική συμφωνία για την πορεία της συγκυβέρνησης.

Απλά ως γνήσιοι Έλληνες, διαμοίρασαν τα ιμάτια της εξουσίας, υπουργεία, υφυπουργεία γενικές γραμματείες και ΔΕΚΟ και ο καθένας έκανε ότι του άρεσε.

Αντίθετα στη Γερμανία, το δύσκολο εγχείρημα του μεγάλου συνασπισμού Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλιστών πριν από τέσσερα χρόνια, υπήρξε αποτέλεσμα πολύμηνων διαβουλεύσεων, που αποτυπώθηκε σε κείμενο που δημοσιοποιήθηκε, το οποίο ακολούθησαν με θρησκευτική ευλάβεια όλα τα μέλη της κυβέρνηση, είτε είχαν προέλθει από τον ένα, είτε από τον άλλο κόμμα.

Και τώρα μόλις έκλεισαν οι κάλπες, όλοι συζητούν, προκειμένου να σχηματιστεί μια βιώσιμη και παραγωγική κυβέρνηση. Αν ανατρέξουμε στην παράταιρη συγκυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου, θα δούμε ότι ήταν προσυμφωνημένη στη βάση της διανομής των υπουργείων. Και είναι απορίας άξιο, πως η Αριστερά συνεργάστηκε με ένα ακροδεξιό κόμμα και δεν κινήθηκε πριν, να διερευνήσει αν υπήρχε δυνατότητα συγκυβέρνησης με το Ποτάμι, που μπήκε για πρώτη φορά στη Βουλή και δεν κουβαλούσε τις αμαρτίες της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ.

Η απάντηση σε αυτό το ρητορικό το ερώτημα είναι απλή. Ο Τσίπρας θεωρούσε τον Καμμένο “μπούλη”, κατά την έκφρασή του, που θα ήταν του χεριού του σε ότι αποφάσιζε και δεν θα διαφωνούσε σε τιποτα. Του έδωσε απλά την Άμυνα να παίζει και να στήνει φιέστες όπως αυτή για τα 2.500 χρόνια της Ναυμαχίας της Σαλαμίνας και να τοποθετεί κόκκινα χαλιά στην παραλία των Μεγάρων.

Αλλά και το συνολικό ύφος του πολιτικού λόγου στις μέρες μας προκαλεί πόνο θλίψη και γέλια. Στη Βουλή αντί να επιχειρηματολογούν εκτοξεύουν ύβρεις και ατάκες για να παίξουν το βράδυ στα κανάλια. Είναι δε τέτοια η επιθετικότητα και το πάθος, που θυμίζει εχθρικά στρατόπεδα και όχι πολιτικούς αντιπάλους που αντιπαρατίθενται με επιχειρήματα.

Λες και ο καταστροφικός εμφύλιος για νικητές και ηττημένους δεν τελείωσε πριν από 72 χρόνια. Ξεχνούν ότι οι πολεμιστές του εμφυλίου Τσακαλώτος-Βαφειάδης έδωσαν τα χέρια όταν ήταν εν ζωή. Όταν βρίσκονται στην αντιπολίτευση να λένε σε όλα όχι διαλαλούν ότι όταν έρθουν στην εξουσία θα τα καταργήσουν, πιστεύοντας βρίσκονται σε αρένα, όπου ο αντίπαλος είναι εχθρός που πρέπει να πεθάνει. Αρκεί να θυμηθούμε την προεκλογική φράση Τσίπρα ή τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν.

Ούτε ο θάνατος του μεγάλου Μίκη Θεοδωράκη, που άφησε παρακαταθήκη την Εθνική Ενότητα δεν κατάφερε να οδηγήσει του πολιτικούς σε μια άτυπη έστω ανακωχή. Οργανωμένοι οπαδοί κομμάτων στρατολογήθηκαν και αποδοκίμασαν τον Κ. Μητσοτάκη, κατά την έξοδό του από την Μητρόπολη των Αθηνών.

Στο κοινοβουλευτικό πολίτευμα σε μια δημοκρατία δυτικού Τύπου και όχι σαν αυτές του Ερντογάν και του Πούτιν, που φυλακίζουν τους αντιπάλους τους, ισχύει ο λεγόμενος πολιτικός πολιτισμός και η αίσθηση του ρόλου όσων ασχολούνται με τα κοινά, που δεν είναι άλλος από του να υπηρετούν την Πατρίδα τους και τους πολίτες, που ζουν στη χώρα.

Να έχουν υπεράνω των κομματικών συμφερόντων την υπηρεσία που οφείλουν να προσφέρουν στο κοινωνικό σύνολο. Διαφορετικά δεν αξίζουν τον έπαινο του Δήμου και των Πολιτών …