Του Γιάννου Παπαντωνίου*
Η αλλαγή στην ηγεσία των ΗΠΑ, προσδίδει μια νέα διάσταση στις ελληνοτουρκικός σχέσεις, αλλά και στις εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο. Τίθεται έτσι ένα πρώτο ερώτημα: στο σκέλος των ελληνοτουρκικών σχέσεων, πόσο σοβαρός κίνδυνος είναι η Τουρκία για την Ελλάδα? Η στάθμιση εξαρτάται από τρεις παράγοντες:
1. Tο ισοζύγιο στρατηγικής ισχύος είναι αρνητικό σε βάρος της Ελλάδας και, το κυριότερο, έχει ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια τάση επιδείνωσης. Ο πληθυσμός της Τουρκίας αυξήθηκε από περίπου 70 εκατ. το 2008 σε 83 εκατ. το 2019, ενώ η σχέση του τουρκικού προς το ελληνικό ΑΕΠ ανέβηκε από 2,2 σε 4,0 την ίδια περίοδο.
2. Το πλαίσιο των συμβατικών σχέσεων ανάμεσα στις δύο χώρες είναι σαφώς οριοθετημένο σύμφωνα με διεθνές δίκαιο, αλλά αμφισβητείται έντονα από την Τουρκία για λόγους που συνδέονται με την ιστορική μας αντιπαλότητα και, περισσότερο πρόσφατα, από επεκτατικές βλέψεις υποκινούμενες από φιλοδοξία περιφερειακής ηγεμονίας (νέο-οθωμανισμός). Η Τουρκία αναλαμβάνει διπλωματικές και στρατιωτικές πρωτοβουλίες για την αναβάθμιση της θέσης της στον ισλαμικό γεωπολιτικό χώρο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι πρωτοβουλίες αυτές στοχεύουν στην αλλαγή του status quo στην ευρύτερη περιοχή, έξω και πέρα από τη διεθνή νομιμότητα. Ο έλεγχος του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου αποτελεί κεντρικό στόχο της τουρκικής πολιτικής, που την καθιστά απειλή για τα κυριαρχικά μας δικαιώματα.
3. Το συγκρουσιακό παρελθόν στη σχέση των δύο χωρών δημιουργεί κλίμα δυσπιστίας, που δεν διευκολύνει το διπλωματικό διάλογο και την ειρηνική διευθέτηση των διαφορών μέσα στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου.
Η αντιμετώπιση αυτής της απειλής απαιτεί σύνθετη στρατηγική που θα λαμβάνει υπόψη το εξελισσόμενο διεθνές περιβάλλον, κυρίως τη βαθμιαία μετατόπιση του ενδιαφέροντος των ΗΠΑ από την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή προς την Κίνα καθώς και τη συνεχιζόμενη αδυναμία της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ασκήσει αποτελεσματική κοινή εξωτερική πολιτική. Η εμβάθυνση των διπλωματικών και αμυντικών σχέσεων με τις γειτονικές χώρες, όπως το Ισραήλ και οι αραβικές χώρες, και η ενίσχυση των συμμαχικών δεσμών μας με το ΝΑΤΟ καθώς και την ΕΕ – στο πλαίσιο της ανάπτυξης κοινής ευρωπαϊκής αμυντικής πολιτικής – αποτελούν κρίσιμες παραμέτρους της εθνικής πολιτικής ασφάλειας. Παράλληλα, είναι απαραίτητη η διασφάλιση αποτρεπτικής αμυντικής ισχύος με την απόκτηση οπλικών συστημάτων τεχνολογικής αιχμής για την αντιστάθμιση του αριθμητικού πλεονεκτήματος της Τουρκίας.
Στο πεδίο των διμερών σχέσεων, η Ελλάδα πρέπει σταθερά να υποστηρίζει το διεθνές δίκαιο ως θεμελιώδη πυλώνα της πολιτικής της και να απαιτεί, χωρίς καμία επιφύλαξη, την εφαρμογή του από τα διεθνώς αναγνωρισμένα δικαιοδοτικά όργανα επίλυσης διαφορών, πρωτίστως το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Η Ελλάδα έχει συμφέρον να προτάσσει την προσφυγή στη Χάγη ως μέσο επίλυσης διαφορών σε θέματα που αφορούν το διεθνές δίκαιο, δηλαδή την υφαλοκρηπίδα και τις Αυτόνομες Οικονομικές Ζώνες (ΑΟΖ), επιβεβαιώνοντας έμπρακτα την προσήλωσή της στη διεθνή νομιμότητα. Είναι, για το λόγο αυτό, άστοχος και επικίνδυνος κάθε είδους τακτικισμός σε ό,τι αφορά τη σκοπιμότητα προσφυγής στη Χάγη, γιατί υποσκάπτει την αξιοπιστία της υποστήριξης που παρέχουμε στο διεθνές δίκαιο.
Η άλλη πτυχή του θέματος της σημερινής συζήτησης αφορά τη σχέση ΗΠΑ – Τουρκίας με τη νέα κυβέρνηση Μπάιντεν. Η αποχώρηση του Τραμπ από την προεδρία αποτελεί θετική εξέλιξη για την ίδια την Αμερική και τον κόσμο, αλλά και ειδικότερα για τη χώρα μας λόγω των ιδιαίτερων δεσμών του απελθόντος προέδρου με τον Ερντογάν. Αυτοί οι δεσμοί επέτρεπαν στην Τουρκία να συνεργάζεται, όπου την συνέφερε, με τη Ρωσία του Πούτιν χωρίς να χάνει τη στήριξη των ΗΠΑ. Αυτό ενθάρρυνε την ασυδοσία της σε βαθμό που τον περασμένο χρόνο απειλούσε την Ελλάδα με πόλεμο, ατιμωρητί. Μετά την ανάληψη της προεδρίας από τον Μπάιντεν, η Τουρκία θα πρέπει να περιορίσει τα ανοίγματα προς τη Ρωσία και να λαμβάνει περισσότερο υπόψη τις υποχρεώσεις της ως μέλους της ατλαντικής συμμαχίας, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά το σεβασμό των κανόνων του διεθνούς δικαίου καθώς και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Όμως, δεν πρέπει να τρέφουμε αυταπάτες. Σε καίριες θέσεις στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ και τις άλλες υπηρεσίες ασφάλειας, επέστρεψαν στελέχη των κυβερνήσεων Ομπάμα που εκφράζουν τις πάγιες γραμμές της αμερικανικής πολιτικής των τελευταίων δεκαετιών. Αυτή η πολιτική βρίσκεται πιο κοντά στην Ελλάδα, χωρίς όμως να παραβλέπει τη γεωπολιτική σημασία της σύνδεσης της Τουρκίας με τη Δύση.
Η νέα κυβέρνηση Μπάιντεν θα είναι θετική στην προοπτική ενός νέουmodusvivendi με την Τουρκία, που θα απαιτεί μεγαλύτερη συμμόρφωση στους διεθνείς κανόνες. Αυτό θα διευκολύνει το άνοιγμα περισσότερων διαύλων έλληνο-τουρκικής επικοινωνίας. Η πρόκληση για την ελληνική διπλωματία θα είναι να αξιοποιήσει μία ενδεχόμενη, έστω μικρή, βελτίωση των διμερών σχέσεων για να ενσωματώσει μέσα στο νέο πλαίσιο μία τουρκική δέσμευση επίλυσης των διαφορών μας για την υφαλοκρηπίδα και τις ΑΟΖ με την υπογραφή συνυποσχετικού προσφυγής στη Χάγη. Η δέσμευση αυτή, προσαρμοσμένη στις σύγχρονες συνθήκες, θα είναι ισοδύναμη με μία ρήτρα «τύπου Ελσίνκι».
Ταυτόχρονα, εφόσον και η ΕΕ επιχειρήσει, μετά από μια περίοδο εντάσεων, να «εκσυγχρονίσει» τις ευρώ-τουρκικές σχέσεις, η Ελλάδα θα πρέπει να καταβάλει ανάλογη προσπάθεια για να περιληφθεί σε ενδεχόμενη αναθεώρηση του συμβατικού πλαισίου δέσμευση προσφυγής στη Χάγη για τις θαλάσσιες ζώνες, όταν εξαντληθούν τα περιθώρια εξεύρεσης λύσης μέσω διαλόγου.
Οι δύο προσπάθειες μπορούν να προχωρήσουν παράλληλα. Κοινή συνισταμένη θα είναι η αξιοποίηση ενδεχόμενης επιδίωξης της Τουρκίας να περιορίσει την απομόνωση στην οποία κινδυνεύει να περιέλθει βελτιώνοντας τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ και την ΕΕ, ώστε να αυξηθούν τα εμπόδια για πολεμοχαρείς συμπεριφορές και επιθετικές κινήσεις και να ανοίξει ο δρόμος προς μία μονιμότερη εξομάλυνση των διμερών σχέσεων. Δεν μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι με έναν τόσο ασταθή και άστατο γείτονα, όπως η Τουρκία. Αξίζει όμως να προσπαθήσουμε.
*Πρώην υπουργός, πρόεδρος του Κέντρου Ερευνών Προοδευτικής Πολιτικής