Ένα λογικά ασύντακτο βούλευμα… Του Ευάγγελου Βενιζέλου

225

Του Ευάγγελου Βενιζέλου*

Το βούλευμα 25/2022 του Δικαστικού Συμβουλίου του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 86 παρ. 4  του Συντάγματος για την «σκευωρία Νοβάρτις» δημοσιεύθηκε στις 30.6.2022, σχεδόν τα μεσάνυκτα, λίγο πριν αποχωρήσουν από τη δικαστική υπηρεσία, λόγω ορίου ηλικίας, δυο μέλη του. Όμως, όπως βεβαιώνει το ίδιο το βούλευμα, το Δικαστικό Συμβούλιο διεξήγαγε προκειμένου να διαμορφώσει την αμετάκλητη δικανική του κρίση μια και μόνη διάσκεψη στις 26 Ιουνίου 2022. Σε αυτή τη μοναδική διάσκεψη, που ας υποθέσουμε ότι είχε πολύωρη διάρκεια, αξιολογήθηκε μια τεράστια σε όγκο δικογραφία, η άκρως επιμελής και επίπονη δικανική εργασία της αρεοπαγίτη – ανακρίτριας κας Κωνσταντίνας Αλεβιζοπούλου που διήρκησε πολλούς μήνες και περιλάμβανε αναλυτικά κατηγορητήρια και η πρόταση της αντεισαγγελέως του ΑΠ κας Ελένης Μετσοβίτου – Φλουρή, έκτασης 228 σελίδων για την παραπομπή της κας Ελένης Τουλουπάκη (αλλά και των τότε επίκουρων εισαγγελέων διαφθοράς) ως φυσικού αυτουργού και του κ. Δ. Παπαγγελόπουλου ως ηθικού αυτουργού κακουργηματικής κατάχρησης εξουσίας για την υπόθεση Νοβάρτις.

Το Δικαστικό Συμβούλιο συγκροτήθηκε με πρόεδρο τον (ήδη αφυπηρετήσαντα)  αντιπρόεδρο του Αρείου πάγου κ. Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου ( που είχε επιλεγεί ως αντιπρόεδρος από την παρούσα κυβέρνηση τον Ιούνιο του  2021 ) και μέλη τον ( ήδη αφυπηρετήσαντα) Πρόεδρο του ΣτΕ κ. Δημήτριο Σκαλτσούνη (που είχε επιλεγεί ως πρόεδρος από την παρούσα κυβέρνηση τον Ιούνιο του 2021), τις αεροπαγίτες κυρίες Πηνελόπη Παρτσαλίδου – Κομνηνού και Όλγα Σχετάκη – Μπονάτου ( που ήταν η εισηγήτρια ) και τον Σύμβουλο της Επικρατείας κ. Βασίλειο Ανδρουλάκη.

Η κρίση «να μη γίνει καμία κατηγορία» κατά της κας Ε. Τουλουπάκη και κατά συνέπεια κατά του κ. Δ. Παπαγγελόπουλου για κατάχρηση εξουσίας σε σχέση με τα δέκα πολιτικά πρόσωπα – στόχους της σκευωρίας Νοβάρτις ήταν ομόφωνη. Η κρίση «να γίνει κατηγορία» για κακουργηματική κατάχρηση εξουσίας λόγω της μη άμεσης και πάντως εμπρόθεσμης διαβίβασης στη Βουλή των μηνυτήριων αναφορών κατά του πρώην υπουργού Υγείας κ. Π. Κουρουμπλή διαμορφώθηκε κατά πλειοψηφία με την αρεοπαγίτη – εισηγήτρια κα Όλγα  Σχετάκη – Μπονάτου και τον Σύμβουλο Επικρατείας κ. Βασίλειο Ανδρουλάκη να τάσσονται υπέρ της απαλλαγής και για αυτή την κατηγορία. Η υπόθεση Κουρουμπλή αφορά τις τιμολογήσεις φαρμάκων,  δηλαδή τον πραγματολογικό πυρήνα της σκευωρίας Νοβάρτις, αλλά προφανώς αντίστροφα: για πράξεις ή παραλείψεις της περιόδου της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ.

Ταυτοχρόνως το Δικαστικό Συμβούλιο αποφάσισε την παραπομπή του κ. Δ. Παπαγγελόπουλου ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 86 παρ. 4 Συντ. για το πλημμέλημα της παράβασης καθήκοντος λόγω των πιέσεων που αυτός άσκησε στους εισαγγελικούς λειτουργούς κα Γεωργία Τσατάνη, κα Ελένη Ράικου και κ. Παναγιώτη Αθανασίου. Οι παράνομες πιέσεις προς την κα Ράικου αφορούν κατά το βούλευμα την καρδιά της σκευωρίας Νοβάρτις. Σύμφωνα με τη διατύπωση του βουλεύματος ο κ. Δ. Παπαγγελόπουλος παραπέμπεται και γιατί: « Στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από αρχές μήνα Μαρτίου 2017 μέχρι 23 Μαρτίου 2017 και σε ημερομηνία μη προσδιορισθείσα ακριβώς από την ανάκριση, με πρόθεση και κατά παράβαση των υπηρεσιακών καθηκόντων του, ως ασύμβατο με αυτά, παρενέβη στο έργο της Εισαγγελέως Εφετών Ελένης Ράικου. Ειδικότερα παρότρυνε με απειλές την τότε Εισαγγελέα εγκλημάτων διαφθοράς Ελένη Ράικου, Αντεισαγγελέα Εφετών, η οποία ενεργούσε προκαταρτική εξέταση, κατόπιν της με αριθμό 970/15-12-2016 παραγγελίας της τότε Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, για τυχόν διάπραξη των αδικημάτων της απιστίας, δωροληψίας και δωροδοκίας από πρόσωπα, που εμπλέκονταν στη διαδικασία έγκρισης τιμολόγησης αποζημίωσης και συνταγογράφησης φαρμακευτικών σκευασμάτων της φαρμακευτικής εταιρείας «ΝΟΒΑΡΤΙΣ ΕΛΛΑΣ ΑΒΕΕ» θυγατρικής της πολυεθνικής εταιρείας ΝΟΒΑΡΤΙΣ με έδρα την Ελβετία. Σε  τηλεφωνική επικοινωνία που είχε μαζί της στις αρχές Μαρτίου του 2017 και σε μη ακριβώς προσδιορισθείσα ημερομηνία, της άσκησε πίεση, απαιτώντας από αυτήν επιτακτικά να διαβιβάσει το φάκελο της ΝΟΒΑΡΤΙΣ στη Βουλή προς ενεργοποίηση του νόμου περί ευθύνης των υπουργών, χωρίς να υπάρχουν στοιχεία κατά των πολιτικών προσώπων, που να δικαιολογούν την ενέργεια αυτή, πράγμα που ο ίδιος γνώριζε, προτρέποντάς την,  όπως από αυτήν εξελήφθη, να κατασκευάσει στοιχεία. Σε απάντηση της εισαγγελέως Ελένης Ράικου ότι δεν είναι αυτής της σχολής, διατύπωσε σε βάρος της απειλή με τη φράση «κάτσε και θα δεις αν θα σου βγει σε καλό η σχολή σου». Στη συνέχεια προκειμένου να καμφθεί η αντίστασή της και να ενδώσει στις παράνομες προτροπές του, φρόντισε να διοχετεύσει προς δημοσίευση στην εφημερίδα ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ  στις 23-3-2017, στοχευμένα εντελώς αβάσιμη αναφορά της ανακρίτριας Ηλεάνας Ζαμανίκα, ενέχουσα απειλή ενάρξεως πειθαρχικών διαδικασιών σε βάρος της, ότι η Ελένη Ράικου απέκρυψε στοιχεία σε δικογραφίες που χειριζόταν για τον Γιάννο Παπαντωνίου και Θωμά Λιακουνάκο, γεγονός που εξώθησε την Ράικου σε παραίτηση στις 24-3-2017 από τη θέση της Εισαγγελέως εγκλημάτων διαφθοράς. Στην πράξη του αυτή προέβη με σκοπό να βλάψει(ς) τρίτους και δη υπουργούς, οι οποίοι θα καθίσταντο  αδίκως ύποπτοι για τέλεση από  αυτούς πράξεων δωροληψίας.»

Ας συνοψίσουμε λοιπόν. Το Δικαστικό Συμβούλιο, αποφασίζοντας ομόφωνα, δεν βρήκε τίποτα το ποινικά επιλήψιμο σε σχέση με τον χειρισμό της υπόθεσης Νοβάρτις από την κα Ελένη Τουλουπάκη και κατ´επέκταση από τον κ. Δ. Παπαγγελόπουλο. Έκρινε όμως κατά πλειοψηφία ότι η κα Τουλουπάκη πρέπει να κατηγορηθεί ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου για κακουργηματική κατάχρηση εξουσίας με ηθικό αυτουργό τον κ. Δ. Παπαγγελόπουλο γιατί εν γνώσει  της παρέλειψε να διώξει τον πρώην υπουργό της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ κ. Π. Κουρουμπλή, υπαίτιο για κακούργημα που αφορά την τιμολόγηση φαρμάκων μεταξύ άλλων εταιριών και της Νοβάρτις. Το Δικαστικό Συμβούλιο έκρινε επίσης ομόφωνα ότι πρέπει να κατηγορηθεί ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου για παράβαση καθήκοντος ο κ. Δ. Παπαγγελόπουλος γιατί το 2017  άσκησε παράνομη πίεση στην τότε εισαγγελέα διαφθοράς κα Ελένη Ράικου προκειμένου να εμπλέξει δικαστικά στην υπόθεση Νοβάρτις πολιτικά πρόσωπα αντίπαλων πολιτικών χώρων για τα οποία δεν υπήρχαν στοιχεία και πίεσε προς τον σκοπό αυτό την κα Ράικου μέσω κατασκευασμένου σκηνικού που οδηγούσε στην πειθαρχική και ενδεχομένως στην ποινική της δίωξη με αποτέλεσμα αυτή να αναγκαστεί να παραιτηθεί και να ανοίξει ο δρόμος για την αντικατάστασή της από την κα Ελένη Τουλουπάκη. Όλο δε αυτό, κατά την κρίση του Δικαστικού Συμβουλίου έγινε «με σκοπό να βλάψει τρίτους, δηλαδή αντίπαλα πολιτικά πρόσωπα και δη υπουργούς  τα οποία θα καθίσταντο  αδίκως ύποπτοι για τέλεση από αυτούς  πράξεων δωροληψίας.»

Αυτά  όμως  τα «αντίπαλα πολιτικά πρόσωπα» κατέστησαν λίγους μήνες αργότερα «αδίκως ύποπτοι για τέλεση από αυτούς πράξεων δωροληψίας» χωρίς, κατά την ομόφωνη κρίση του Δικαστικού Συμβουλίου,  να υπάρχει τώρα ποινική ευθύνη ούτε του κ. Δ. Παπαγγελόπουλου ούτε της κας Ε. Τουλουπάκη. Το Δικαστικό Συμβούλιο έκρινε ότι οι παράνομες πιέσεις που ασκήθηκαν το 2017 για να συγκροτηθεί η σκευωρία Νοβάρτις δεν ασκήθηκαν και δεν απέδωσαν εγκληματικούς καρπούς το 2018! Κατά το βούλευμα αυτός που άσκησε παρανόμως  πιέσεις στην Εισαγγελέα Διαφθοράς το 2017 επί ημερών της κας Ράικου έπαυσε να τις ασκεί το 2018 επί ημερών της κας Τουλουπάκη !

Η σκευωρία Νοβάρτις εισάγεται συνεπώς στο Ειδικό Δικαστήριο μέσω της υπόθεσης Κουρουμπλή και της υπόθεσης Παπαγγελόπουλου /  Ράικου, αλλά όχι ευθέως για τα δέκα πολιτικά πρόσωπα που κατέστησαν θύματα της !

Αυτή είναι η συνοπτική συνολική εικόνα της δικανικής κρίσης του Δικαστικού Συμβουλίου. Αυτή δηλαδή είναι η σύνοψη των πραγματολογικών και δικανικών αντιφάσεων μιας δικαστικής κρίσης που προδήλως στερείται λογικής και δικανικής συνοχής και ως εκ τούτου δεν διαθέτει την ειδική  και εμπεριστατωμένη  αιτιολογία  που απαιτεί το Σύνταγμα και η ΕΣΔΑ ως εγγύηση του κράτους δικαίου και ως προϋπόθεση σεβασμού του δικαιώματος στη δίκαιη δίκη.

Όταν ένα βούλευμα πάσχει από τέτοια διαρθρωτικά ελαττώματα που το καθιστούν λογικά ασύντακτο  περιττεύει  η κριτική για επιμέρους σφάλματα ή κενά της μείζονος σκέψης, δηλαδή των κανόνων δικαίου που καλούνται σε εφαρμογή και των πραγματολογικών στοιχείων. Σημασία άλλωστε έχει ότι η σκευωρία Νοβάρτις παρά ταύτα εισάγεται στο ακροατήριο του Ειδικού Δικαστηρίου, έστω δια της στενής πύλης των πράξεων ή παραλείψεων που θεμελιώνουν κατηγορίες. Πρόκειται για βασικές πτυχές της σκευωρίας που, όπως ρητά διαπιστώνεται, είχε  ως σκοπό να βλάψει τα πολιτικά πρόσωπα που κατέστησαν αδίκως ύποπτα.

Αντικείμενο της κριτικής μου δεν είναι οι κατηγορούμενοι αλλά η δικανική κρίση  του  Δικαστικού Συμβουλίου. Τους συγκεκριμένους κατηγορούμενους, όπως και κάθε κατηγορούμενο, τους αντιμετωπίζω με απόλυτο σεβασμό στο τεκμήριο αθωότητας που τους περιβάλλει και στα δικονομικά τους δικαιώματα. Άλλωστε για εμένα το ζήτημα δεν ήταν ποτέ οι πράξεις ή παραλείψεις της κας Ε. Τουλουπάκη ή του κ. Δ. Παπαγγελόπουλου αλλά η οργανωμένη σε υψηλό πολιτικό επίπεδο υπονόμευση του δημοκρατικού και δικαιοκρατικού πολιτεύματος, η προσβολή θεμελιωδών αρχών και θεσμών του πολιτεύματος. Η σκευωρία Νοβάρτις ήταν, όπως είχα τονίσει στη Βουλή, η μεγαλύτερη και πιο πρόχειρη θεσμική σκευωρία της μεταπολιτευτικής περιόδου. Προσωπικά βρέθηκα στο στόχαστρο χωρίς να έχω οποιαδήποτε, έστω παρεμπίπτουσα,  επαφή με την υπόθεση Νοβάρτις. Ήμουν όμως θύμα της σκευωρίας Νοβάρτις και αυτό μου έδωσε την ευκαιρία να υπερασπιστώ τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου. Ευχαριστώ εκείνους που προσέθεσαν εν ψυχρώ το όνομά μου γιατί μου έδωσαν  την ευκαιρία αυτή.

Υπενθυμίζω ότι έχω την ιδιότητα του μηνυτή και του παρισταμένου προς υποστήριξη της κατηγορίας και έχω καταθέσει ως μάρτυρας ενώπιον της ανακρίτριας του Ειδικού Δικαστηρίου. Έχω όμως πρωτίστως την ιδιότητα του καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου και ως θεμελιώδη προτεραιότητα την υπεράσπιση της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου. Μετά από αυτή τη διευκρίνιση οφείλω να αναδείξω τη δεδηλωμένη θεσμική και δικανική «φιλοσοφία» που ομοφώνως κατέγραψαν ως αφετηρία όλων των συλλογισμών τους οι πέντε δικαστές που συγκρότησαν το Δικαστικό Συμβούλιο. Λένε ευθέως  στις σελίδες 232-233 του βουλεύματος τα εξής:

«Από τη συνταγματική αυτή διάταξη [ άρθρο 87 παρ. 1] , που κατοχυρώνει τη λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των δικαστών, προκύπτει ότι δεν επιτρέπεται πειθαρχικός και ποινικός έλεγχος των δικαστικών λειτουργιών για τη δικαστική τους κρίση καθεαυτή, δηλ. για την επιστημονική άποψη που ακολούθησαν όσον αφορά τα νομικά ζητήματα που αντιμετώπισαν και την πεποίθηση την οποία σχημάτισαν από την εκτίμηση των αποδείξεων. Η γνώμη του δικαστή για την ορθότερη νομική άποψη που ακολούθησε επί ορισμένου ζητήματος σε ορισμένη υπόθεση ανήκει στον πυρήνα της δικαστικής κρίσεως και συνεπώς δεν μπορεί να του αναζητηθεί γι’ αυτήν ευθύνη, έστω και αν αυτή είναι αντίθετη με την νομολογία και τη νομική διδασκαλία, εφόσον από το σύνολο των συγκεκριμένων περιστάσεων δεν προκύπτει ότι οφείλεται σε προσωπικό ή άλλο εξωϋπηρεσιακό, θετικό ή αρνητικό ενδιαφέρον του στη συγκεκριμένη υπόθεση. Η δυνατότητα της εκ των υστέρων αναζήτησης ποινικών και πειθαρχικών ευθυνών για τη δικανική πεποίθηση του δικαστή καταλύει την ανεξαρτησία του, διότι τότε εισάγονται στη συνείδησή του κατά τη μόρφωση της δικανικής του πεποίθησης υπολογισμοί και κριτήρια τρίτων, που συνεπάγονται την απαλλοτρίωση της προσωπικής του πεποίθησης με την γνώμη εκείνων που μπορούν να τον διώξουν και να τον ελέγξουν. Τέλος, η λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία, την οποία απολαμβάνουν οι δικαστές αποτελεί εκδήλωση της διάκρισης των λειτουργιών και της συνταγματικής νομιμότητας. Η δικαστική ανεξαρτησία δεν είναι προνόμιο αλλά ευθύνη και δέσμευση των δικαστών, που οφείλουν κατά το Σύνταγμα να τηρούν ως εγγύηση του πολίτη ότι η δικαιοσύνη απονέμεται από ανεξάρτητα όργανα που υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και τους νόμους. Μέσα από την ανεξαρτησία των δικαστών το Σύνταγμα εγγυάται το κύρος της δικαιοσύνης και των δικαστικών αποφάσεων. Κάθε δικαστική απόφαση υπόκειται και πρέπει να υπόκειται σε επιστημονική και λογική κριτική, αλλά όχι σε μη επιστημονική αποδοκιμασία. Τα όργανα του κράτους και οι φορείς των άλλων συντεταγμένων λειτουργιών και ιδιαίτερα της εκτελεστικής εξουσίας οφείλουν να τηρούν τη συνταγματική νομιμότητα και να μη δίνουν την εντύπωση της κυβερνητικής παντοδυναμίας στο χώρο της δικαιοσύνης. Πρέπει δε να αποφεύγεται κάθε ανάμειξη ή παρακίνηση ή παραίνεση στους δικαστές για οποιονδήποτε λόγο. Ούτε στο όνομα του κοινού περί δικαίου αισθήματος ή της λαϊκής κυριαρχίας επιτρέπονται τέτοιες παρεμβάσεις. Ούτε με την κριτική ή τον σχολιασμό επιτρέπεται να τίθεται σε αμφισβήτηση η δικαστική ανεξαρτησία και το κύρος της δικαιοσύνης. Από σεβασμό στην αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, που αποτελεί τη βάση του κράτους δικαίου, δεν πρέπει να γίνεται κριτική και σχολιασμός των δικαστικών αποφάσεων από τα όργανα των άλλων συντεταγμένων λειτουργιών, ιδίως επί εκκρεμών υποθέσεων, γιατί είναι δυνατόν να προκαλέσουν την εντύπωση επέμβασης στην προσωπική ανεξαρτησία των δικαστών.»

Μας λέει λοιπόν το βούλευμα ότι : «Κάθε δικαστική απόφαση υπόκειται και πρέπει να υπόκειται σε επιστημονική και λογική κριτική, αλλά όχι σε μη επιστημονική αποδοκιμασία.» Προβαίνω με το κείμενο αυτό σε επιστημονική και λογική κριτική και σε επιστημονική αποδοκιμασία του συγκεκριμένου βουλεύματος για τους λόγους που εξήγησα και οι οποίο το καθιστούν λογικά ασύντακτο, αντιφατικό και αναιτιολόγητο.

Αναρωτιέμαι όμως,  η μόλις παραπάνω προεισαγωγική δήλωση του βουλεύματος που θέλει να  προστατεύσει τον δικαστή ακόμη και όταν η γνώμη του «είναι αντίθετη με τη νομολογία και τη νομική διδασκαλία», ποιον αφορά, την πρώην Εισαγγελέα  διαφθοράς  και τους επίκουρους της ή τα ίδια τα μέλη του Δικαστικού Συμβουλίου;

Αναρωτιέμαι επίσης, αυτή η πανηγυρική υπεράσπιση του δικαιώματος του δικαστή να λέει και να κάνει ό,τι θέλει ακόμη και αν αυτό είναι αντίθετο «με τη νομολογία και τη νομική διδασκαλία», συνάδει με την αρχή του κράτους δικαίου και την ειδικότερη αρχή της ασφάλειας δικαίου που ανήκει στον πυρήνα του Συντάγματος και των ευρωπαϊκών αξιών όπως τις αντιλαμβάνονται το ΔΕΕ και το ΕΔΔΑ;

Αναρωτιέμαι τέλος, αυτή η αυτοπροστατευτική της δικαστικής κρίσης διακήρυξη που θέλει να αποτρέψει «κάθε ανάμειξη ή παρακίνηση ή παραίνεση στους δικαστές για οποιονδήποτε λόγο», που τονίζει ότι «ούτε στο όνομα του κοινού περί δικαίου αισθήματος ή της λαϊκής κυριαρχίας επιτρέπονται τέτοιες παρεμβάσεις», που επιμένει ότι «ούτε με την κριτική ή τον σχολιασμό επιτρέπεται να τίθεται σε αμφισβήτηση η δικαστική ανεξαρτησία και το κύρος της δικαιοσύνης», τι σχέση έχει με όσα συμβαίνουν τώρα στον δημόσιο βίο με αφορμή δικαστικές αποφάσεις και με την περί θεσμών και δικαιοσύνης πραγματική αντίληψη αυτών που υποδέχθηκαν με μεγάλη ικανοποίηση το συγκεκριμένο βούλευμα;

*καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο ΑΠΘ

Πηγή: constitutionalism.gr