Ένα μέλλον για το πολεοδομικό συγκρότημα Ιωαννίνων… Του Σταύρου Χρ. Τσέτση

731

Του Σταύρου Χρ. Τσέτση*

Από τη «Μικρή μας Πόλη», στη Μητροπολιτική συνάθροιση

Ο ευρύτερος χώρος του Λεκανοπεδίου Ιωαννίνων, από τα μέσα της δεκαετίας του ΄60 και με ιδιαίτερη ένταση την τελευταία 35ετία, αποτελεί αντικείμενο βαθύτατων μετασχηματισμών.

Το σχετικά στατικό μεταπολεμικά αστικό κέντρο και ένας σημαντικός αριθμός περιμετρικών οικιστικών ενοτήτων, γενικά ασύνδετων μεταξύ τους, περισσότερο ή λιγότερο συναρτώμενων από την πόλη, μετεξελίχθηκε σε μία δυναμική μητροπολιτική περιοχή. Μία πολεοδομική συνάθροιση πλημμελώς σχεδιασμένη και ως εκ τούτου ατελής -πλην, με αυξανόμενη βαρύτητα στο αναδυόμενο πλέγμα των αστικών κέντρων, τόσο της Επικράτειας, όσο και ευρύτερα, ιδίως στη Δυτική πλευρά της Βαλκανικής.

Η οικιστική δυναμική του οικοδομικού οργασμού της περιόδου, διοχετεύτηκε σε μεγάλο βαθμό εντός του υφιστάμενου ιστού και στις περιαστικές περιοχές, αντικαθιστώντας μία (ιδιαίτερα) ενδιαφέρουσα παραδοσιακή αστική δομή -με χαμηλές πυκνότητες, αξιοσημείωτη αρχιτεκτονική και ευρύτατους ιδιωτικούς χώρους πρασίνου.

Η αστική ανάπτυξη εκτυλίχθηκε μετά τη δεκαετία του ΄80 και στους γειτνιάζοντες (ημι)αστικούς/ (ημι)αγροτικούς οικισμούς, με έμφαση στην πλευρά των συγκροτημάτων του Πανεπιστημίου και του Νοσοκομείου Δουρούτι.

Η όλη πολεοδομική άρθρωση, μεταλλάχτηκε κατά τρόπο «συμπαγή», δείχνοντας να «ασφυκτιά» -τουλάχιστον στα παραδοσιακά της όρια- με υψηλές πυκνότητες, και ότι αυτές συνεπάγονται για τη μορφολογία, το δημόσιο χώρο, το πράσινο, το περιβάλλον και την κυκλοφορία. Στη συνολική επιβάρυνση του ιστού, θα πρέπει να συνυπολογιστεί η δραματική αύξηση του δείκτη ιδιοκτησίας ΙΧ, ανά κάτοικο.

Παράλληλα, η αστική δυναμική επεκτάθηκε «extra muros», διαμορφώνοντας ένα «continuum», -ένα πολεοδομικό συνεχές- που ενσωμάτωσε τους περιφερειακούς (ημι)αστικούς/ (ημι)αγροτικούς οικισμούς και συστάδες, οικοδομώντας τα μεταξύ τους «κεντά» και χώρους πέριξ των οδικών αρτηριών με νέες αναπτύξεις: υπεραγορές, ξενοδοχειακές μονάδες, εμπορικές δραστηριότητες, αθλητικές υποδομές, κατοικίες, κ.α.

Από πλευράς λειτουργιών, η ηπειρωτική πρωτεύουσα συγκέντρωσε επιτελικές υπηρεσίες και υποδομές, αποκτώντας σταδιακά χαρακτήρα μητρόπολης, με ισχυρά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα. Ωστόσο, η νέα πολυπολική πλέον δομή της –η οποία συνεχίζει να αναπτύσσεται «ταινιακά» επί του νοητού διαδρόμου Αερολιμένα/ αρτηρία Ιωαννίνων – Αθήνας/ Πανεπιστημίου, επέτεινε χρόνια προβλήματα: συγκρούσεις χρήσεων γης, περιβαλλοντικά, συγκοινωνιακά, άμεσα συνδεδεμένων με την πολεοδομική διάταξη της (πάλαι ποτέ) παραδοσιακής πόλης και των πυκνοτήτων .

Ένα πλαίσιο λύσεων και προτάσεων για το μελλοντικό σχεδιασμό της μείζονος περιοχής του Λεκανοπεδίου -ως συμβολή στο δημόσιο διάλογο-, προϋποθέτει διάγνωση της εξέλιξης του.

Οι παράγοντες των μετασχηματισμών.

Η οικονομική διόγκωση που σημειώθηκε από τα μέσα της δεκαετίας ’60 και ΄70, στηρίχτηκε σε ικανό βαθμό στους κατασκευαστικούς μηχανισμούς που χαρακτηρίζουν την εποχή, άμεσα εξαρτώμενης με το ρόλο των Ιωάννινων, ως κύριου κέντρου της Ηπείρου και των λειτουργιών που απορρέουν απ’ αυτόν.

Είναι ωστόσο οι ευρωπαϊκές πολιτικές –από την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή οικογένεια- οι οποίες προκάλεσαν ριζικές χωρικές αλλαγές, μεταλλάσσοντας (και) την αστική γεωγραφία του Λεκανοπεδίου.

Στην κορυφή των παραγόντων των οξύτατων εδαφικών μεταβολών, θα πρέπει να αναζητηθούν πρωτίστως στην:

    • Διαθρωτική Πολιτική της Ένωσης, η οποία από τα τέλη της δεκαετίας του ΄80, δημιούργησε εδραίες προϋποθέσεις αποκέντρωσης, προσανατολίζοντας παρεμβάσεις επενδύσεων και υποδομών, σε πιο ισόρροπη βάση (και) πέραν της Αττικής. Η ισχυρή Ευρωπαϊκή Χρηματοδοτική στήριξη στο σύνολο των δραστηριοτήτων, παραγωγικών, τεχνικών & κοινωνικών υποδομών, έδωσε αναντίρρητα -και με τις όποιες επιφυλάξεις, για πολλές πτυχές τους – εδραίο έδαφος για την τοπική ανάπτυξη. Πραγματοποιήθηκαν χάρη στην Ευρωπαϊκή Στρατηγική Συνοχής και προγραμματίζονται: νευραλγικού χαρακτήρα τεχνικές και κοινωνικές αστικές υποδομές και επενδύσεις: βιολογικός, οδικό δίκτυο, δομές Υγείας/ λειτουργία, υποδομές Ελεύθερου χρόνου και αναψυχής, κ.α.
    • Κοινή Αγροτική Πολιτική, η οποία έδωσε / συνεχίζει να «οικοδομεί» προϋποθέσεις αναβίωσης ενός φθίνοντος πρωτογενή και –παρόλες τις αδυναμίες- συγκρατώντας τάσεις αστυφιλίας, αν όχι αντιστρέφοντας τες.
    • Κοινή Πολιτική Μεταφορών της ΕΕ, η οποία δρομολόγησε και επέτρεψε την υλοποίηση των κύριων – εθνικών και ευρωπαϊκού χαρακτήρα οδικών αρτηριών και υποδομών μεταφορών της Ηπείρου, καθιστώντας την Ηπειρώτικη πρωτεύουσα συγκοινωνιακό κόμβο, με δυναμικές προοπτικές: Εγνατία/ Ιόνια Οδός/ Λιμένας Ηγουμενίτσας/ απελευθέρωση εναέριων και θαλάσσιων μεταφορών, αειφόρος κινητικότητα –παρότι οριακά εφαρμοσμένη- για να αναφερθούν οι χαρακτηριστικότερες.

Στο θετικό απολογισμό, θα πρέπει να θεωρηθεί, η διάσωση, διατήρηση και ανάδειξη (μέρους) του Ιστορικού κέντρου των Ιωαννίνων, -συμπεριλαμβανομένου του Οικισμού και των Μοναστηριακών συγκροτημάτων της Νήσου- αρμοδιότητα των επιφορτισμένων για την προστασία της «Αστικής Μνήμης»

Ευρωπαϊκές παρεμβάσεις και πολιτική ευθύνη

Οι ίδιες Ευρωπαϊκές δράσεις, στήριξαν κρίσιμες εγχώριες πρωτοβουλίες, όπως την ανάπτυξη των Πανεπιστημιακών εγκαταστάσεων και τη λειτουργία τους και αποτελεσματικές δομές Υγείας, με εθνική ακτινοβολία. Καθιστώντας τα Ιωάννινα, ισχυρό περιφερειακό πόλο, με επιρροή και με Ευρωπαϊκές αξιώσεις.

Δεδομένης της αναφυόμενης «Ευρωπαϊκής Αρχιτεκτονικής»- της Πολιτικής, Θεσμικής, Γεωγραφικής και Διοικητικής δομής των 27 –με τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων να προβλέπεται να έχουν θέση στο μελλοντικό της σχήμα, τα Ιωάννινα έχουν βάσιμες προοπτικές να ενδυναμώσουν την παρουσία τους.

Ο σχεδιασμός και η υλοποίηση των ανωτέρων πολιτικών- για τη διαμόρφωση των οποίων η χώρα μας συμμετέχει ισότιμα στους κόλπους των κοινοτικών οργάνων- συνεχίζει να έχει αποδέκτες την Αυτοδιοίκηση, η οποία κλήθηκε να απαντήσει, τόσο στην άντληση των οφελών (πχ. την άρση της οδικής απομόνωσης της Ηπείρου), όσο και στην ελαχιστοποίηση των αδυναμιών ή και δυσμενών επιπτώσεων (όπως μιας οδυνηρής δημοσιονομικής λιτότητας της περασμένης δεκαετίας).

Επίλυση κυκλοφοριακού: Από τη ρητορική περί αειφορίας, στην υλοποίηση μιας αυθεντικής στρατηγικής «Πράσινων Μετακινήσεων»

Η άσκηση πολιτικής βιώσιμων μετακινήσεων, έχει προταθεί, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ΄90, στο πλαίσιο της αναμόρφωσης της Συγκοινωνιακής Μελέτης (Αναγνωστόπουλου – Δοκουμετζίδη), στα όρια του (τότε Καποδιστριακού ) Δήμου Ιωαννίνων (Δήμος Ιωαννίνων, Σταύρος Τσέτσης & Συνεργάτες, 1995-1996). Διατυπώθηκε δημόσια, ένα συγκεκριμένο πλαίσιο παρεμβάσεων, αρθρωμένο χρονικά σε βραχυ-μεσο-μακροπρόθεσμό ορίζοντα: Αστική άρθρωση, σε επίπεδο Λεκανοπεδίου και κεντρικών περιοχών, υποδομές, ζήτηση μετακινήσεων, διαχείριση κυκλοφοριακών ροών, διαχείριση διαμπερών ροών, καθαρές τεχνολογίες, πολιτική κινήτρων, προώθηση εναλλακτικών μορφών μετακίνησης των πολιτών, ενημέρωση.

Πραγματοποιήθηκαν έκτοτε πεζοδρομήσεις στο κέντρο, κάποιοι οργανωμένοι χώροι στάθμευσης (Μώλος, Πλατεία), οδοί ήπιας κυκλοφορίας (Αβέρωφ, Ανεξαρτησίας), Περιφερειακός, ενέργειες συμβατές με τη στρατηγική που προτάθηκε για μία συνεκτική «Πράσινη» Πολιτική Βιώσιμων Μετακινήσεων (την πρώτη που διατυπώθηκε για Ελληνική Περιφερειακή Πόλη, 1995-1996).

Η πολύ δουλειά, ασφαλώς, μένει ακόμη να γίνει.

Οι προτάσεις για υπογειοποίηση της «Γ. Παπανδρέου», είναι ρητά αναντίστοιχες με τη λογική των «Πράσινων αστικών μεταφορών» (Σ. Τσέτσης, Αύγουστος 2009). Και ανέφικτες. Προτάθηκε, αντίθετα, ένα ελαφρύ Μέσο Σταθερής Τροχιάς (τραμ) – η αρχική διερεύνηση προσανατολίστηκε στη διαδρομή/ κορμό: Νοσοκομείο Δουρούτι/ Πανεπιστήμιο, (συμπληρωματικά και κάτω πλευρά) κεντρική Πλατεία – Σταθμός ΚΤΕΛ – Αερολιμένας (Σταύρος Τσέτσης).

Η μη προώθηση του, δεδομένου ότι οι συγχρηματοδοτούμενες ενέργειες της ΕΕ (από πάντοτε) στηρίζουν τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, συνιστά παράλειψη.

Η δε επίλυση “ex-post” πλέον -αντί της πρόβλεψης- παρότι στερεοτυπική, φαίνεται ως μονόδρομος: Ευρύτατες πεζοδρομήσεις και πέραν του κέντρου (στα πλαίσια ανάπλασης των συνοικιών), αναμόρφωση μέρους του υφιστάμενου οδικού πλέγματος σε δίκτυο πεζοδρόμων/ ποδηλατοδρόμων/ ήπιας κυκλοφορίας, δυναμικές παρεμβάσεις για την κάλυψη της ζήτησης μετακινήσεων/ πυκνή εξυπηρέτηση με μικρά λεωφορεία, ακόμη και στις πλέον απομακρυσμένες περιοχές, πολιτική στάθμευσης, «πυκνοί» χώροι στάθμευσης, -πρωτίστως κάτω από δημόσιους χώρους, εισαγωγή καινοτομίας στην αστική κινητικότητα, «καθαρά αυτοκίνητα». Ενέργειες που ενισχύονται, από την Ευρωπαϊκή Πολιτική Συνοχής, την Κοινή Ευρωπαϊκή Πολιτική Μεταφορών, αυτή του Περιβάλλοντος, την Ε&Τ στρατηγική της ΕΕ.

Η -ατελής- άρση της απομόνωσης

Οι μεγάλοι Οδικοί Άξονες και ο Λιμένας της Ηγουμενίτσας, είναι δηλωτικοί των ευεργετικών αποτελεσμάτων των ευρωπαϊκών δράσεων για την Ήπειρο, καθιστώντας την πρωτεύουσα της «νευραλγικό» σταυροδρόμι.

Δεν αξιοποιήθηκε ωστόσο αρκούντως, το ευρωπαϊκό καθεστώς άρσης των ρυθμίσεων στον ραγδαία αναπτυσσόμενο τομέα της Πολιτικής Αεροπορίας.

Η μη επίλυση, ουσιαστικά, του χρόνιου -και εξαιρετικά σημαντικού για την τοπική ανάπτυξη- προβλήματος της προσγείωσης/ απογείωσης αεροσκαφών στον Αερολιμένα «Βασιλεύς Πύρρος», με δυσμενείς καιρικές συνθήκες, στερεί από την περιοχή τις θετικές επιπτώσεις της απελευθέρωσης των «Ευρωπαϊκών Ουρανών», όπως σε πλείστες άλλες Περιφέρειες.

Η εμπειρία κατέγραψε επαρκώς ότι:

  • Η ζήτηση εναέριων μετακινήσεων προκαλείται με κατάλληλη στρατηγική των άμεσα εμπλεκομένων φορέων -συμπεριλαμβανομένης της Αυτοδιοίκησης-, όταν αυτή είναι «αναιμική».
  • Η διασφάλιση υγειών όρων ανταγωνισμού στον τομέα -και τοπικά- συνιστά προϋπόθεση “sine qua non”, για την απρόσκοπτη υλοποίηση της ευρωπαϊκής πολιτικής των «Ευρωπαϊκών ανοιχτών Αιθέρων», προς όφελος του καταναλωτή.
  • Η σύμπραξη –αν όχι «συστράτευση»- τοπικών και μη, δυναμικών παραγόντων, για την εγκαθίδρυση εταιρίας εγχώριων συμφερόντων για την άσκηση μεταφορικού έργου (συνήθης πρακτική στην χώρα μας στην ακτοπλοία), δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ανεδαφική. Οι εναέριες με υδροπλάνα –όπως άλλωστε απέδειξε το (σύντομο) διάστημα λειτουργίας τους- είναι σαφώς σημαντικές για τα Γιάννενα.

Η ανάγκη αποτίμησης του έργου του Τεχνολογικού Πάρκου Ηπείρου.

Πυλώνας της ανταγωνιστικότητος ενός αναδυόμενου μητροπολιτικού κέντρου, όπως τα Ιωάννινα, αποτελεί η ύπαρξη Ερευνητικών & Τεχνολογικών Δομών και οι παραγόμενες συνέργειες μεταξύ καινοτομίας και τοπικού οικονομικού ιστού.

Πάνω σε αυτό το σκεπτικό, προτάθηκε και εντάχθηκε στην Πολιτική Συνοχής, το Τεχνολογικό Πάρκο / Θερμοκοιτίδα στα Ιωάννινα (Σταύρος Τσέτσης & Συνεργάτες : Αξιολόγηση ΠΕΠ Ι & ΠΕΠ ΙΙ Ηπείρου, 1992-1994), η αποτίμηση της πορείας του, θα πρέπει να καταστεί ευρύτερα γνωστή (δημόσια) από την Επιτροπή. Προαπαιτούμενο για κάθε στήριξη ανάλογων πρωτοβουλιών –θετικών- επί της αρχής.

Αστικές καινοτομίες: άλμα προς το μέλλον ή υπεκφυγή μιας ακανθώδους πραγματικότητας;

Ας καταστεί σαφές: Ευρωπαϊκές ή Διεθνείς Πρωτοβουλίες –«Green Cities»/ Αειφόρες Πόλεις, Αστική Κυκλική Οικονομία, «Πράσινοι και Γαλάζιοι Διάδρομοι» εντός των ιστών, «Smart Cities», έχουν νόημα και τότε αποκτούν ουσία, όταν παρεμβαίνουν στο θεμελιώδες για την Πόλη Διώνυμο: Χρήσεις Γης και Ροές/ Συνολικές Μετακινήσεις -σε «πράσινο» υπόστρωμα, παράλληλα με την καινοτομία, την προστασία και την ανάδειξη του «Genius Loci», ως αναγκαίες συμπληρωματικές ενέργειες. Το “Green Deal” αποτελεί πλέον κεντρική θέση και άξονα της ΕΕ, όπως και κατεύθυνση του G7 και κύριων Διεθνών Οργανισμών.

Ουδόλως ωστόσο υποκαθίστανται από τους προαναφερθέντες αστικούς νεωτερισμούς, πειραματισμούς ή επινοήσεις. Σε διαφορετική περίπτωση, η όλη θεματική διολισθαίνει σε (αδάπανη) ρητορική και (άνευρες) ασκήσεις επί χάρτου ή «ex cattedra» «περιδινήσεις», μεταθέτοντας τον σχεδιασμό στο κύριο «corpus» του αστικού φαινομένου -ολοένα πιο σύνθετου- στις «καλάνδες»

Έωλα στοιχήματα, νέες προκλήσεις.

Είναι σαφές ότι το Ρυθμιστικό Σχέδιο (ΡΣ), αποτελεί εκ των πραγμάτων το κατάλληλο εργαλείο των κύριων σχεδιαστικών κατευθύνσεων και προγραμματικών παρεμβάσεων κλίμακος.

Παρότι μία μορφή συνολικής αντιμετώπισης ήταν απολύτως αναγκαία – στο πνεύμα του Ρυθμιστικού Σχεδίου του Κ.Α. Δοξιάδη του 1964 και των προτάσεων του Δήμου «Γιάννενα 2005» (Σ. Τσέτση, 1996), μόλις στις αρχές του 2000, θεσμοθετήθηκαν οι τεχνικοί όροι, κάλυψης ενός προγραμματικού «vacuum».

Στην περίπτωση του ΡΣ Ιωαννίνων, παραμένει πλέον της δεκαετίας μη θεσμοθετημένο -εξέλιξη δυσκόλως κατανοήσιμη εκτός πολιτικών σκοπιμοτήτων. Όπως άλλωστε και πρωτοβουλίες σχεδιασμού των δέκα (10) «Καποδιστριακών» περιμετρικών του Δήμου Ιωαννιτών Δήμων (Σ. Τσέτσης, 2000), για τη συγκράτηση και τον προσανατολισμό μιας καλπάζουσας (τότε) οικιστικής δυναμικής των οικισμών τους σε στόχους αειφορίας, οι οποίες παρέμειναν «μετέωρες».

Καθίσταται αναγκαία η επικαιροποίηση του Ρυθμιστικού Σχεδίου ή και η αναμόρφωση του, εφόσον τεκμηριωθεί αρκούντως και η θεσμοθέτησή του.

Ισχυρά Ιωάννινα, προϋποθέτουν εξισορροπημένο Νομό, σε μία ισόρροπη Ήπειρο.

Ένα ανοιχτό ζήτημα, αφορά στη συνθλιπτική επιρροή του Λεκανοπεδίου, επί των λοιπών οικιστικών ενοτήτων του Νομού και την υπερτροφία του σε σχέση με τα άλλα αστικά κέντρα της Περιφέρειας.

Ο συμπληρωματικός τους ρόλος –που δημιουργεί ένα οικονομικό περιβάλλον πιο ευέλικτο –θα πρέπει να ενισχυθεί σχεδιαστικά.

Η αναγκαία (επαν)ισορροπία των αστικών / (ημι)αστικών / (ημι)αγροτικών κέντρων και της υπαίθρου του Ηπειρωτικού χώρου, μέσο-μακροχρόνια, μέσω της ενδυνάμωσης πόλων ή δικτύων «αντιστήριξης» –κατά το Γαλλικό Πρότυπο- θα ενισχύσει σαφώς την ανταγωνιστικότητα της Περιφέρειας, προς όφελος επίσης των Ιωαννίνων.

Για τα παραπάνω ωστόσο, απαιτείται μία Εθνική Χωροταξική Πολιτική –η οποία παρόλη τη σημασία της στην ποιότητα ζωής στη χώρα μας (μοναδική παράλειψη στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι) συστηματικά αγνοείται ή καταστρατηγείται («τακτοποιήσεις», «εξαγορές»), αν όχι αφορίζεται, για να καταλήξει σε διακήρυξη (ασαφών) προϋποθέσεων, που κατά κανόνα καταπίπτουν στην επόμενη πολιτική αλλαγή και ασπόνδυλες δράσεις.

Τεχνικές λύσεις, παθογένειες του συστήματος και πολιτική λήψη αποφάσεων. Μία δυσεπίλυτη εξίσωση.

Ασφαλώς, το όλο σύστημα χωρικού σχεδιασμού/ προγραμματισμού και εφαρμογής του στον εξεταζόμενο τομέα, είναι υποχρεωμένο να επιχειρεί σε ένα «Λερναίο Κράτος» (όπου η τοπική κοινωνία, δεν αφίσταται εκπροσώπησης). Γεγονός που πιθανότατα περιορίζει, αλλά ουδόλως στερεί εγχώριες πρωτοβουλίες.

Απαιτείται ως εκ τούτου, ένα ευρύτερο «consensus» -πολιτικό/ διοικητικό/ κοινωνικό/ τεχνικό και ο προσανατολισμός- αν όχι «προγραμματική εμμονή» ανεξαρτήτως χρόνου- στο στόχο της βελτίωσης του Πολεοδομικού Συγκροτήματος Ιωαννίνων.

Διαπίστωση, η οποία «ηχεί» ως «κοινός τόπος» -πλην όμως, είναι η βιώσιμη εναλλακτική. Ενδεχομένως η μόνη.

ΠΗΓΕΣ

– Σταύρος Τσέτσης: Αξιολόγηση ΠΕΠ Ι & ΠΕΠ ΙΙ Ηπείρου, 1992-1994. Εκθέσεις «ex post” τρέχουσες, “ex-ante”. Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ΥΠΕΘΟ.
– Stavros Tsetsis & others (The Greek report prepared): Innovation for the improvement of the Urban Environment. A European Overview. European Foundation for the Improvement of Living and Working Conditions. 1992
– Σταύρος Τσέτσης: Αναπτυξιακές Πολιτικές για Μεθοριακές Περιφέρειες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η περίπτωση της Ηπείρου. Πρόλογος: Τάκης Λαμπρίας, Αντιπρόεδρου Επιτροπής Περιφερειακής Πολιτικής του ΕΚ. Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2000.
– Σταύρος Τσέτσης: Αναπτυξιακά Αρχέτυπα και Γεωχωροταξία, σε μία Ευρώπη σε Μεταλλαγή. Εκδόσεις Άμμων, Αθήνα 2022.

*Πολεοδόμου